Σε όσους, ακόμα και σήμερα, προτάσσουν τις εσωτερικές μικροκομματικές αντιπαραθέσεις απέναντι και ενάντια στην αναγκαία εθνική ανάταση που μας υπενθυμίζει και πάλι το κατόρθωμα του 1821 –με πιο ακραία εκδοχή το «να πεθάνει η Ελλάδα να ζήσουμε εμείς» των Antifa–, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, για μια ακόμα φορά, πως η βασική αιτία της κακοδαιμονίας μας, του ανολοκλήρωτου των προσπαθειών μας, βρίσκεται στη μακρόχρονη υποταγή μας στις δυνάμεις που επιχειρούν να μας υποτάξουν και να εξαλείψουν κυριολεκτικώς την ταυτότητα και την αυτόνομη ύπαρξή μας, είτε πολιτισμική είτε ακόμα και πολιτειακή, όπως συμβαίνει με τον νεο-οθωμανισμό.
Και αυτό δεν σημαίνει άρνηση των εσωτερικών αδυναμιών ή αντιθέσεων που διαπερνούν το σώμα του έθνους, αλλά την ένταξή τους στα πλαίσια μιας εν τέλει κυρίαρχης αντίθεσης.
Αυτή η θεμελιώδης αντίθεση αποτελεί συνέπεια του γεγονότος πως αποτελούμε έναν χώρο των «συνόρων» μεταξύ Ανατολής και Δύσης, απαραίτητο για όποιον θέλει να επιβάλει την ηγεμονία του στην ευρύτερη περιοχή, και ταυτόχρονα έναν πολιτισμό «ιδιαίτερο», διαφορετικό, ανυπότακτο, μη επιδεχόμενο ολοκληρωτική ένταξη ή απορρόφηση από τα μεγάλα γεωγραφικά, οικονομικά και πολιτισμικά συστήματα που μας περιβάλλουν.
Και αυτό μαρτυρούν τόσο η «ανάδελφη» γλώσσα μας όσο και η ορθόδοξη ταυτότητά μας, καθώς και η μεγάλη και ιδιαίτερη πολιτισμική μας παράδοση.
Κατά συνέπεια, σήμερα, η υποταγή μας στο ανατολικό ισλαμικό στρατόπεδο προϋποθέτει την ακύρωση της ιδιοπροσωπίας μας﮲ ακύρωση με γενοκτονίες ή εξισλαμισμούς, βίαιους ή όχι, είτε, στην πιο ήπια μορφή της, την ενσωμάτωσή μας στο δυτικό μπλοκ με την απορρόφησή μας σε ευρύτερα στρατόπεδα, χωρίς τη δική μας διακριτή συμβολή.
Η τεράστιας σημασίας γεωπολιτική θέση του ελληνικού χώρου, στη συμβολή τριών ηπείρων και πέντε θαλασσών, δεν επιτρέπει λοιπόν οποιαδήποτε ανάπαυλα απέναντι στην πίεση που δεχόμαστε – κατ’ εξοχήν από την Ανατολή, αλλά και από τη Δύση, εν μέρει και από τον Βορρά.
Δεν επιτρέπει να αφεθούμε σε κάποια ανύπαρκτη «κανονικότητα», όπως κάναμε από το 1990 και μετά, με τις τραγικές συνέπειες που γνωρίζουμε.
Γι’ αυτό και είναι αναγκαία η ιστορική συνείδηση που, σήμερα, ο εορτασμός των διακοσίων χρόνων από το 1821 θέτει και πάλι ως πρωταρχικό μας μέλημα.
Ένας πολιτισμός στα σύνορα των κόσμων, που πιέζεται πρωτίστως από την Ανατολή και δευτερευόντως από τη Δύση και τον Βορρά, δεν μπορεί να διακρίνει την οποιαδήποτε πολιτική και κοινωνική διέξοδο στα αδιέξοδά του παρά μόνον αν αποκτήσει συνείδηση των μεγάλων ιστορικών ρευμάτων και των γεωπολιτικών εξελίξεων.
Εάν οι Έλληνες «ξεχάσουν» την ιστορία τους, εάν ξεχάσουν το ’21 –ως συνέπεια και της πρωτοφανούς παραχάραξής της, κατά τα τελευταία 30 ή 40 χρόνια–, τότε, ούτε θα μπορούν να θέσουν προτεραιότητες ούτε να διακρίνουν το κύριο από το δευτερεύον.
Ένα «μεγάλο έθνος», από την άποψη της πολιτιστικής και ιστορικής του κληρονομιάς, κινδυνεύει έτσι να καταλήξει ένα ασταθές, ανασφαλές και συρρικνούμενο βαλκανικό κρατίδιο.
Στραμμένο κατ’ εξοχήν στους στενούς ορίζοντες των εσωτερικών διαμαχών –τύπου Ντοκουμέντου Τσίπρα και Άδωνι–, θα παραμένει ανίκανο να αντιμετωπίσει τα κατακλυσμικά ιστορικά ρεύματα της εποχής μας.
Μόνο η ανασύνδεση με την ιστορία μας και η ανασυγκρότηση της ιστορικής μας συνείδησης μπορεί να προσφέρει τις κατευθύνσεις, τουλάχιστον, μιας διεξόδου.
Προφανώς, η ανάκτηση αυτής της ιστορικής συνείδησης δεν είναι κάτι απλό ή εύκολο. Διότι αυτό το «μαρμάρινο κεφάλι» μιας μακραίωνης ιστορίας κινδυνεύει, από την άλλη, «να εξαντλήσει τους αγκώνες μας». Κινδυνεύει να μας οδηγήσει στην απραξία κατέναντι τόσο στα φοβερά διακυβεύματα του σήμερα όσο και στο μέγεθος μιας ιστορίας που φαντάζει δυσβάστακτη για τις μικρές, στενές μας πλάτες.
Πολλοί Έλληνες θα μένουν έκθαμβοι μπροστά στο ιστορικό κατόρθωμα του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, αλλά θα κινδυνεύουν με πνευματική στείρωση, όπως συνέβη με έναν μεγάλο αριθμό λογίων μας κατά το παρελθόν.
Πολλοί θα αποθαυμάζουν το παρελθόν και, εξιδανικεύοντάς το, θα ακυρώνουν το παρόν του ελληνισμού.
Άλλοι θα αναζητούν απεγνωσμένα μια «επιστροφή» στον ησυχασμό ή την ενορία-κοινότητα της Τουρκοκρατίας, εγκαταλείποντας το σημερινό έθνος-κράτος μας και παραθεωρώντας το γεγονός πως μια τέτοια επιστροφή θα συνεπαγόταν σήμερα την πλήρη ιστορική εξαφάνισή μας.
Στην αδυναμία της διάκρισης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του συγκαιρινού ελληνισμού οδηγούνται γενικότερα όλες οι αντιλήψεις που συλλαμβάνουν τη διαδρομή του ελληνικού έθνους ως ένα αδιαφοροποίητο συνεχές﮲ είτε έχουν ως αφετηρία έναν ορθόδοξο φονταμενταλισμό, που βλέπει την ενορία του 3ου μ.Χ. αιώνα ως το αναλλοίωτο πρότυπο του ελληνισμού, είτε ανάγονται στην αρχαιοελληνική πόλη, όπως έκανε στο παρελθόν ο «αρχαιολατρικός» χώρος και το περιοδικό Δαυλός.
Υποτιμούν, απαξιώνοντάς τον εντελώς, τον μετεπαναστατικό ελληνισμό και το ελληνικό έθνος-κράτος, με όλες τις ιδεολογικές, επιστημονικές και πολιτικές συνέπειες ενός τέτοιου διαβήματος.
Οι μεν «νεωτερικοί» απαξιώνουν τον σύγχρονο ελληνισμό στερώντας του το ιστορικό του βάθος· κάποιοι δε «ελληνοκεντρικοί» και παραδοσιοκεντρικοί καταλήγουν εκ του αντιθέτου στο ίδιο αποτέλεσμα, απορρίπτοντας με τη σειρά τους τη συνάφεια του άθλιου παρόντος με το ένδοξο παρελθόν! Με τον τρόπο τους λοιπόν και παρά τη σφοδρή τους αντιπαλότητα, αρνούνται και οι δύο τη «συνέχεια» του ελληνισμού.
Σήμερα, αυτή η συνέχεια, με ορόσημο το ’21, μπορεί να εκφραστεί μόνο μέσα από το ελλαδικό και κυπριακό κράτος, με όλες τις αδυναμίες τους.
Στην πραγματικότητα, αυτά τα κράτη, με τη συνεπικουρία των αποδήμων, είναι οι κληρονόμοι αυτού του ένδοξου ελληνισμού, αυτού του ένδοξου ’21, και κανένας άλλος.
Διότι μπορεί να μην κατορθώσαμε να ελευθερώσουμε όλους τους ελληνικούς τόπους αλλά, με θυσίες ακαταλόγιστες όπως αναφέρει ο Δημήτριος Βικέλας, οικοδομήσαμε μια γωνία ελεύθερης, ελληνικής γης, της μοναδικής συνέχειας ενός μεγάλου πολιτισμού.
Μια γη που με τον Σολωμό και τον Σεφέρη, με τον Καβάφη και τον Ελύτη, συνέχισε μια μεγάλη παράδοση, εκείνη την παράδοση την οποία επέτρεψαν να συνεχιστεί και την υποστασιοποίησαν με το αίμα και τους αγώνες τους ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης, ο Καραϊσκάκης και ο Νικηταράς, ο Παύλος Μελάς και ο χαμένος ανθυπολοχαγός του ’40 , ο Καραολής και ο Σολωμός Σολωμού.
Συναφώς, λοιπόν, μεθάμε από το αθάνατο κρασί του ’21 για να θυμηθούμε ακριβώς το καθήκον που μας επιτάσσει. Αυτό που θυμίζει αδιάκοπα ο εθνικός ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς.
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!