Από παντού έρχονται μηνύματα για εξασθένηση του κύρους της δημοκρατίας. Οι κίνδυνοι πλέον δεν υφίστανται απ’ έξω, όπως παλιά, δηλαδή από δικτάτορες. Η δημοκρατία διαβρώνεται από τους ίδιους τους πολίτες, στον βαθμό που δεν πιστεύουν πια σε αυτήν.
Ξεκίνησε ως αυξανόμενη αποχή από τις εκλογές. Προχώρησε σε αμφισβήτηση των αγαθών της δημοκρατίας ή σε δυσπιστία «αν αυτό που ζούμε είναι δημοκρατία». Και κατέληξε στην παροχή ψήφου στους εχθρούς της, τους λαϊκιστές.
Η μακρά περίοδος ειρήνης στην Δύση, μαζί με την υπερβολική ευμάρεια και τον αχαλίνωτο δικαιωματισμό (ο οποίος αποτελεί μεταμοντέρνα παραλλαγή του καταναλωτισμού!), κατέστησαν στις νεότερες γενιές την δημοκρατία, αρχικά αυτονόητη, κατόπιν αποδυναμωμένη, και στο τέλος ύποπτη. Φυσικά, δεν αντιλαμβάνονται πως η δική τους αδιαφορία καθιστά την δημοκρατία ακόμη πιο καχεκτική, ακόμη και νοσηρή, με αποτέλεσμα να συμπληρώνεται ο φαύλος κύκλος.
Όσοι είμαστε κάπως μεγαλύτεροι οφείλουμε να ξεπεράσουμε το εύλογο σόκ, ακόμη και τον θυμό, που μάς προκαλείται από την στάση αυτή, κυρίως όταν παρατηρείται σε νεότερους. Όντως, δεν διαθέτουν εμπειρίες των αγώνων και των θυσιών για την εδραίωση του δημοκρατικών θεσμών, συνεπώς αγνοούν την αξία τους. Αλλά έχουμε χρέος να πάμε παραπέρα.
Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε γιατί διεθνώς η δημοκρατία κινδυνεύει. Οι μέχρι τώρα αναλύσεις επικεντρώνονται σε οικονομικούς παράγοντες (αδιαφορία ή διαμαρτυρία των κοινωνικά αποκλεισμένων, επαγγελματική αστάθεια), πολιτικές ανεπάρκειες (ελιτισμός του πολιτικού προσωπικού, γραφειοκρατία των θεσμών), και κοινωνικά αίτια (άγχος εξαιτίας της μετανάστευσης στη Δύση, εκτόνωση της έκφρασης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Υπαρκτά όλα. Επαρκή; Κατά τη γνώμη μου όχι. Θα ήθελα να συνεισφέρω και μια ψυχολογική ερμηνεία.
Όπως έχει γίνει σαφές από ποικίλες έρευνες, πλέον, οι δημοκρατικοί θεσμοί γίνονται αντιληπτοί ως ανιαροί, άχρωμοι, άψυχοι. Σε κοινωνίες με υψηλό επίπεδο δημοκρατικής λειτουργίας η πολιτική ζωή λαμβάνει τη μορφή ρουτίνας, ενώ καλλιεργείται και κουλτούρα εμπιστοσύνης. Δεν είναι δύσκολο, υπό τέτοιες συνθήκες, να αισθανθεί κάποιος ότι δεν αναδεικνύεται η ατομικότητά του. Ιστορική ειρωνεία αποτελεί εδώ ότι, σε εποχές όπου η δημοκρατία ήταν επισφαλής και απαιτούσε θυσίες για να εδραιωθεί, οι πολίτες καταξιώνονταν μέσα από την στράτευσή τους υπέρ των δημοκρατικών θεσμών. Τότε έπρεπε να είσαι «αντί» για να είσαι με τη δημοκρατία.
Αλλά καθώς οι δημοκρατικοί θεσμοί σταθεροποιήθηκαν και οι νεότερες γενιές μεγάλωσαν μέσα στα αυτονόητά τους, η θέση του «αντί» ανήκει πλέον στους εχθρούς της δημοκρατίας. Τι γίνεται, όμως, με όσους εξαρτούν την ψυχική τους ισορροπία και την αυτοεικόνα τους από την στάση του «αντί»; Τότε απλώς η «αντισυστημικότητα» γίνεται σημαία ευκαιρίας για να οργανωθεί ο ψυχισμός με τρόπο που θα συνεισφέρει στην αυτοεκτίμηση. Το να παλεύεις για να αλλάξεις κάτι είναι σαφώς ελκυστικότερο από το να αγωνίζεσαι για να προστατέψεις κάτι.
Η διαχρονική αυτή ανάγκη φιλτράρεται από τους σύγχρονους καιρούς και παίρνει έτσι μια ιδιάζουσα μορφή. Αυτό που έχει σημασία στην εποχή μας είναι να αισθάνεται κανείς ζωντανός, πως η ζωή είναι συναρπαστική και όχι προκαθορισμένη, καθώς και η δυνατότητα να θέσει κανείς την προσωπική του σφραγίδα στις επιλογές του. Πρόκειται για μια προσδοκία που αδυνατεί να ικανοποιηθεί απλώς ψηφίζοντας ανά τετραετία ή επιλέγοντας ειδησεογραφικό κανάλι. Το να προφυλάξεις έναν θεσμό που βρήκες έτοιμο από τους άλλους ελάχιστη συναρπαστικότητα προσφέρει.
Εδώ ο ψυχισμός πιέζει για ένα βίωμα που μόνο η ζωηρή αντισυστημικότητα χαρίζει. Για να αποκτήσει χρώμα η πολιτική ζωή πρέπει να κινητοποιηθεί συναισθηματικά ο ψυχισμός ώστε το άτομο να νοιώσει ότι ξεχωρίζει από τη μάζα, ότι καταξιώνεται ως προσωπικότητα και δεν χάνεται μέσα στα «πρόβατα», ότι διαθέτει την ευφυΐα εκείνη που απαιτείται για να μην προσλαμβάνει ανεπεξέργαστα ό,τι τού σερβίρουν.
Προς τον σκοπό αυτό χρειάζεται η ένταση την οποία εξασφαλίζει η αντιπαράθεση και η διχοτομική λογική (καλοί-κακοί, Ελλάδα-Δύση, πιστοί-άθεοι). Σε αυτή τη γραμμή ο πολίτης δικαιώνεται μόνο μέσα από την εναντίωση, την καχυποψία, την αυτοηρωοποίηση.
Το ανάλογο αυτής της κατάστασης στην ατομική ψυχοπαθολογία συναντούμε στην οριακή προσωπικότητα. Ο τύπος αυτός οργάνωσης του χαρακτήρα, με την αστάθεια και το ψυχικό κενό ως κύρια γνωρίσματά του, οδυνηρός και υπολειτουργικός όπως είναι, έχει αναδειχθεί σε εμβληματική διαταραχή της Μετανεωτερικότητας. Οι κλινικοί βλέπουμε μια αλματώδη αύξηση της εν λόγω παθολογίας, που συχνά συνοδεύεται από αυτοτραυματισμούς, ρευστότητα της ταυτότητας φύλου, αισθητική του παράδοξου και του αποκλίνοντος (κάτι που νομιμοποιήθηκε από την σύγχρονη τέχνη). Η οριακή προσωπικότητα παλεύει «σώμα με σώμα» με τον ψυχικό θάνατο, γι’ αυτό και απεγνωσμένα χρειάζεται δραστηριότητες που θα τής χαρίζουν (ψευδ)αίσθηση ζωής, έστω και αν το τίμημα γι’ αυτές θα είναι να περιλαμβάνουν και πόνο.
Η συσχέτιση την οποία επιχειρώ δεν ισχυρίζεται ότι όλα τα αντισυστημικά υποκείμενα είναι οριακές προσωπικότητες. Κάθε άλλο: μεταξύ των αντιπάλων της δημοκρατίας βρίσκουμε αρκετούς πολίτες οι οποίοι αισθάνονται κατηγορηματικά αντίθετη την ιδιοσυγκρασία τους προς τους μεταμοντέρνους νεαρούς. Ούτε τούς καταλαβαίνουν ούτε θέλουν να τούς καταλάβουν. Συχνά, μάλιστα, τούς κατηγορούν ως καλομαθημένους δικαιωματιστές. Αλλά τότε; Πώς πέφτουν στην ίδια ψυχολογική παγίδα με αυτούς;
Αυτό συμβαίνει επειδή η ψυχοδυναμική της οριακής προσωπικότητας έχει πλέον αναγορευθεί σε κοινωνικό χαρακτηριστικό. Το πρότυπο του ψυχικού θανάτου και της απέξω εισαγωγής ενός στοιχείου το οποίο δήθεν τόν «θεραπεύει» και ζωογονεί το άτομο, βρίσκεται ήδη εδώ από δεκαετίες και υλοποιείται από την διαφήμιση. Εξαιτίας τόσο της ευρύτατης εμβέλειας όσο και της αναπαραστατικής ζωντάνιας του, έχει πλέον μεταβληθεί σε πολιτισμική σταθερά της Μετανεωτερικότητας, ικανή έτσι να εσωτερικευθεί και από ανθρώπους οι οποίοι συνειδητά αισθάνονται εχθροί απέναντι στο περιεχόμενο αξιών του πολιτισμικού αυτού σταδίου. Για το οριακό μοντέλο οργάνωσης η ανία είναι η θανάσιμη «αμαρτία». Η διαφήμιση, στο σημείο όπου μάς συναντά η υπόσχεση του καινούργιου και απολαυστικού, υποδεικνύει πώς πρέπει να αισθανόμαστε και στους υπόλοιπους τομείς της ζωής.
Με άλλα λόγια, η δημοκρατία κινδυνεύει από τη φύση της Μετανεωτερικότητας καθεαυτήν. Όσο και αν είναι εσωτερικευμένοι οι πολιτικοί θεσμοί (κάτι που συμβαίνει στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη, αλλά όχι στη χώρα μας, καθιστώντας την έτσι ακόμη περισσότερο ευάλωτη), αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να καταπολεμήσουν τον ψυχικό θάνατο. Προκειμένου να αισθανθεί το υποκείμενο ζωντανό απαιτείται να επιστρατευθούν εξωτερικευμένες δράσεις, όπως η απόρριψη της δημοκρατίας, η καχυποψία, οι πράξεις διαμαρτυρίας, η διάδοση ψευδούς ή τοξικού περιεχομένου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γενικά κάθε είδους «πέρασμα στην πράξη». Η διαφύλαξη και η προστασία της δημοκρατίας (ηρωικού χαρακτήρα σε άλλες εποχές) γίνονται απωθητικές διότι συνειρμικά συνδέονται με την απουσία, τη μη πράξη, το αδρανές. Θετικό πρόσημο αποκτά μόνο η δράση. Σημασία έχει η αίσθηση παρουσίας, με οποιαδήποτε μορφή.
Στον βαθμό που όλα αυτά περιέχουν κάποιες αλήθειες, εννοείται πως οι παράγοντες της δημοκρατίας στο σύγχρονο πολιτικοκοινωνικό τοπίο χρειάζεται να προβληματισθούν πολύ σοβαρά – και μάλιστα επειγόντως. Έχουν να αναλογισθούν τρόπους με τους οποίους η δημοκρατία θα ξαναγίνει ελκυστική, όπως κάποτε που πολλοί θυσίαζαν την ασφάλειά τους, ή έδιναν και το αίμα τους ακόμη, για την προάσπιση και εδραίωσή της.