Dado Ruvic via Reuters
Το FBI συνέλαβε ένα παντρεμένο ζευγάρι το πρωί της Τρίτης (8/2), με την κατηγορία ότι συνωμότησαν για να ξεπλύνουν κρυπτονομίσματα που είχαν κλαπεί από το χακάρισμα του 2016 στο εικονικό ανταλλακτήριο νομισμάτων Bitfinex, ενώ αποκάλυψε ότι οι αρχές επιβολής του νόμου των ΗΠΑ έχουν ήδη κατασχέσει πάνω από 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια σε κρυπτονομίσματα που συνδέονται με την υπόθεση.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη οικονομική κατάσχεση που έχει πραγματοποιήσει το Υπουργείου Δικαιοσύνης, τόνισε η αναπληρώτρια γενική εισαγγελέας Λίζα Μονακό, προσθέτοντας σε δήλωση της ότι τα κρυπτονομίσματα «δεν είναι ασφαλές καταφύγιο για εγκληματίες».
Ο Ίλια Λιχτενστάιν, 34 ετών και η σύζυγός του Χέδερ Μόργκαν, 31 ετών, θα παρουσιαστούν ενώπιον ενός ομοσπονδιακού δικαστή της Νότιας Νέας Υόρκης αργότερα την Τρίτη (8/2).
Το ζευγάρι κατηγορείται για το ξέπλυμα 119.754 bitcoins που κλάπηκαν, μετά την επίθεση ενός χάκερ στη Bitfinex και την έναρξη περισσότερων από 2.0000 μη εξουσιοδοτημένων συναλλαγών.
Οι αξιωματούχοι του υπουργείου Δικαιοσύνης δήλωσαν ότι οι συναλλαγές εκείνη την εποχή αποτιμήθηκαν στα 71 εκατομμύρια δολάρια σε Bitcoin, αλλά με την άνοδο της αξίας του κρυπτονομίσματος, η αξία τους πλέον ξεπερνά τα 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με τους εισαγγελείς και το FBI, τα ψηφιακά νομίσματα εντοπίστηκαν σε ένα ψηφιακό πορτοφόλι που ήλεγχε ο Ίλια Λιχτενστάιν, ο οποίος, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συστήνεται ως ένας «επιχειρηματίας στην τεχνολογία και επενδυτής».
O εισαγγελέας Μάθιου Γκρέιβς ανέφερε ότι τα χρήματα διακινήθηκαν μέσω ενός μεγάλου χρηματιστηρίου darknet που συνδέεται με μια σειρά από εγκλήματα, καθώς και με διευθύνσεις κρυπτονομισμάτων που συνδέονται με υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Η ποινική καταγγελία της Τρίτης έγινε περίπου τέσσερις μήνες αφότου η Μονακό ανακοίνωσε ότι το υπουργείο ίδρυσε μια νέα Εθνική Ομάδα Επιβολής Κρυπτονομισμάτων, η οποία αποτελείται από ένα μείγμα εμπειρογνωμόνων κατά του ξεπλύματος χρήματος και της κυβερνοασφάλειας.