Ο πληθωρισμός στη Γερμανία κατέγραψε νέο υψηλό ποσοστό για δεύτερο συνεχόμενο μήνα τον Απρίλιο, καθώς οι καταναλωτές πλήρωσαν (ακόμα) περισσότερα για τρόφιμα και ενέργεια, ενώ ο επικεφαλής της Bundesbank είπε ότι η οικονομία πρέπει να προετοιμαστεί για αύξηση των επιτοκίων.
Οι τιμές στην Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 7,8% τον Απρίλιο, ανακοίνωσε την Τετάρτη (11 Απριλίου) η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, επικαλούμενη προκαταρκτικά στοιχεία που έχουν προσαρμοστεί ώστε να είναι συγκρίσιμα με τα στοιχεία για τον πληθωρισμό από άλλες χώρες της ΕΕ. Όπως σημειώνει, ο πληθωρισμός που καταγράφεται είναι ο υψηλότερος από την επανένωση της Γερμανίας το 1990.
Ο Απρίλιος ήταν ο δεύτερος συνεχόμενος μήνας όπου το ποσοστό παρέμεινε πάνω από το 7%, αφού ο Μάρτιος σημείωσε άλμα στις τιμές καταναλωτή κατά 7,6% σε σύγκριση με το 2021, κυρίως λόγω της ενέργειας. Τον Απρίλιο, η στατιστική υπηρεσία επισήμανε την απότομη αύξηση της τιμής των τροφίμων ως τον κύριο παράγοντα που σπρώχνει προς τα πάνω τις τιμές.
«Αυτό που ξεχωρίζει τον Απρίλιο του 2022 είναι οι άνω του μέσου όρου αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων», ανέφερε: «Εδώ είναι που ο αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία γίνεται όλο και πιο ορατός».
″Πανικός” για γάλα και αλεύρι
Η τιμή ενός λίτρου γάλακτος έχει αυξηθεί περισσότερο από 11% από την αρχή του έτους, ενώ ένα κιλό αλεύρι έχει εκτιναχθεί περίπου 40% από την αρχή του έτους, σύμφωνα με έρευνα που έγινε για λογαριασμό της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt. Πολλοί Γερμανοί αγόραζαν πανικόβλητοι και αποθήκευαν βασικά είδη, ειδικά αλεύρι και λάδι, από φόβους για ελλείψεις που θα μπορούσε να προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Ο πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας, της Bundesbank, Χοακίμ Νάγκελ, προειδοποίησε σε ομιλία του ότι η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει μια παρατεταμένη περίοδο υψηλότερων τιμών. «Οι κυβερνήσεις και οι χρηματοπιστωτικές αγορές πρέπει να προετοιμαστούν για την αύξηση των επιτοκίων», είπε ο Νάγκελ κατά τη διάρκεια συνεδρίου.
Προέτρεψε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αναλάβει πιο επιθετική δράση για να αντιμετωπίσει το σπιράλ αυξήσεων των τιμών, επισημαίνοντας το γεγονός ότι ακόμη και πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, οι τιμές καταναλωτή ήταν υψηλές εν μέρει λόγω των περιορισμών που επιβλήθηκαν στις οικονομίες σε όλο τον κόσμο προκειμένου να σταματήσουν την εξάπλωση του κορονοϊού.
Μετά τον κορονοϊό, ο πόλεμος
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο πληθωρισμός έχει φτάσει σε ύψη-ρεκόρ επί έξι συνεχόμενους μήνες και η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Eurostat, έχει προβλέψει πληθωρισμό 7,5% για τον Απρίλιο. Η αβεβαιότητα γύρω από τον ρωσικό ενεργειακό εφοδιασμό στην Ευρώπη έχει προκαλέσει αγωνία, με τους οικονομολόγους να προειδοποιούν ότι ένα εμπάργκο στο ρωσικό φυσικό αέριο θα μπορούσε να οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ύφεση.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας μειώνοντας τους φόρους στη βενζίνη και προσφέροντας μηνιαίο πάσο δημόσιας συγκοινωνίας προς 10 ευρώ, από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο.
Όμως, οι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός όλο το καλοκαίρι, επηρεάζοντας πρώτα τις επιχειρήσεις και μετά τους καταναλωτές.
Από την πλευρά της, η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας, σε ομιλία της την Τετάρτη (11 Απριλίου) άφησε να εννοηθεί ότι η τράπεζα θα είναι έτοιμη να αυξήσει τα επιτόκιά της πριν τελειώσει το καλοκαίρι.
Μετά από μια δεκαετία συνεχούς αποπληθωρισμού, η ανάκαμψη από την πανδημία του κορονοϊού, ακολουθούμενη από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, «έχει επιδεινώσει όλους τους κύριους μοχλούς του πληθωρισμού, ενώ επίσης —ως κλασικό σοκ προσφοράς— αυξάνει την οικονομική αβεβαιότητα και θολώνει τις προοπτικές ανάπτυξης», είπε η Λαγκάρντ.
«Αυτό έχει περιπλέξει ακόμη περισσότερο την κατάσταση που αντιμετωπίζει η νομισματική πολιτική αφού, βραχυπρόθεσμα, ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις», είπε. Η ΕΚΤ σχεδιάζει να ανταποκριθεί τερματίζοντας τα μέτρα τόνωσης που έθεσε σε εφαρμογή κατά την περίοδο της πανδημίας, ενώ θα μπορούσε στη συνέχεια να αυξήσει τα επιτόκια, όπως ανέφερε.