Η ανάγκη μετάβασης σε περισσότερο βιώσιμα μοντέλα ανάπτυξης έχει ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση στην κοινωνία. 

Η Ευρώπη ηγείται της προσπάθειας αυτής με την Πράσινη Συμφωνία, το νέο αναπτυξιακό της μοντέλο, τροφοδοτούμενο από την καινοτομία, την καθαρή ενέργεια και την κυκλική οικονομία. Για τη χρηματοδότησης της Πράσινης Συμφωνίας, περίπου το ένα τρίτο του Ταμείου Ανάκαμψης και του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) θα υποστηρίξουν πράσινα και βιώσιμα έργα (πάνω από 500 δισεκατομμύρια ευρώ, μέχρι το 2027). Είναι ισχυρή η πεποίθηση της Ευρωπαϊκής ηγεσίας πως η δέσμευση στις σχετικές δράσεις για την προστασία του κλίματος και του περιβάλλοντος πρέπει να γίνεται συγχρόνως με την προσπάθεια ανάκαμψης από τον κορωνοϊό.

Aδήριτη όμως είναι και η ανάγκη για περιορισμό των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό σημαίνει πως ο αγώνας προστασίας του πλανήτη πρέπει να συνδεθεί με τη μάχη κατά των ανισοτήτων. Εδώ τα πράγματα γίνονται περισσότερο σύνθετα, καθώς η μετάβαση σε μία οικονομία περιβαλλοντικά φιλική και κλιματικά προστατευτική συνεπάγεται ένα κόστος που θα πρέπει κάποιοι να επωμιστούν.

«Υπάρχουν δύο δρόμοι με τους οποίους θα συμβεί η πράσινη μετάβαση: είτε θα την οδηγήσουμε εμείς είτε κάποιος άλλος θα την οδηγήσει με τους δικούς του όρους. Θέλουμε να ηγηθούμε και να οδηγήσουμε τη μετάβαση, ώστε να μην αφήνει κανέναν πίσω». Οι δηλώσεις αυτές ανήκουν στον Φρανς Τίμερμανς, 1ο Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδιο για την Πράσινη Συμφωνία. Οι νέες πολιτικές προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών πρέπει να οδηγούν σε μία κλιματικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά προστατευτική μετάβαση. 

Αυτό μπορεί να συμβεί σχεδιάζοντας σε δύο άξονες, που αλληλοσυνδέονται. Ο πρώτος αφορά στην προώθηση της ενεργειακής δημοκρατίας στην πράξη.

Πώς; Mετατρέποντας τον πολίτη σε αυτοπαραγωγό καθαρής ενέργειας, που μπορεί να συμμετέχει ομότιμα στην ενεργειακή αγορά. Κάτι τέτοιο καθίσταται εφικτό με δράσεις που αφορούν στην ενίσχυση και στον εκσυγχρονισμό των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, μέσα από εκτεταμένες επενδύσεις στα δίκτυα διανομής ενέργειας.

Με αυτό τον τρόπο μπορεί να αυξηθεί ο διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος για παραγωγή καθαρής ενέργειας από τους απλούς πολίτες / μικροεπενδυτές, καθώς και από συνεργατικά σχήματα, όπως είναι οι ενεργειακές κοινότητες.

Έτσι, μειώνεται η εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, και συνεπαγόμενα μειώνεται το κόστος παραγωγής, τόσο στον πρωτογενή τομέα όσο και στη μεταποίηση.

Ο δεύτερος άξονας αφορά στην καταπολέμησης της ενεργειακής φτώχειας. Για παράδειγμα η επιδότηση του φυσικού αερίου και του πετρελαίου θέρμανσης θεωρείται διεθνώς αναποτελεσματική και μη διαρθρωτική πολιτική, καθώς δεν επιλύει οριστικά το πρόβλημα για τα ευάλωτα νοικοκυριά.

Η λύση μπορεί να έρθει από την χρηματοδότηση ολοκληρωμένων ενεργειακών αναβαθμίσεων των κτιρίων, μαζί με την παροχή δωρεάν φωτοβολταϊκών πάνελ ή μεριδίων σε ενεργειακές κοινότητες, για να παράγουν οι ίδιοι οι ενεργειακά ευάλωτοι πολίτες την καθαρή ενέργεια που καλύπτει τις ανάγκες τους.

Αν η Κυβέρνηση είχε διαθέσει το 1 δισ. ευρώ των επιδοτήσεων (που έχει ανακοινώσει από το Σεπτέμβριο του 2021) για να παράγουν τη δική τους ενέργεια από φωτοβολταϊκά συστήματα τα νοικοκυριά, σήμερα πάνω από 400.000 ευάλωτα νοικοκυριά θα είχαν 3.500 kWh δωρεάν ηλεκτρισμού (περισσότερο από το 50% της ετήσιας κατανάλωσής τους) κάθε χρόνο για 30 χρόνια. 

Στη ίδια κατεύθυνση, δράσεις ενίσχυσης των χρηματοδοτήσεων για προώθηση ενός κύματος ενεργειακών αναβαθμίσεων και ανθεκτικότητας του κτιριακού αποθέματος της χώρας έχουν υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία, δημιουργώντας πολλές και καλές θέσεις εργασίας.

Είναι εύκολη η προώθηση αυτών των πολιτικών; «Ας είμαστε απολύτως ξεκάθαροι: η πορεία μπροστά θα είναι επίπονη» για να επανέλθουμε στα λόγια του Τίμερμανς (“bloody hard” ο όρος που χρησιμοποίησε για να καταδείξει τη δυσκολία του εγχειρήματος). 

Αν όμως δεν προχωρήσουμε μαζί με τους πολίτες, σε μία νέα πράσινη, κοινωνική συμφωνία, προς μία περισσότερο βιώσιμη, δίκαιη και ανθεκτική σε μελλοντικές κρίσεις κοινωνία, τότε ελλοχεύει ο εξής κίνδυνος. Να χαθεί η τελευταία ίσως ευκαιρία που δίνεται στην χώρα για μία διαφορετική αρχή. Και η πράσινη μετάβαση, αξίας άνω των 6 δις ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, να αφορά σε άλλο ένα απαρχαιωμένο οικονομικό “deal”, πελατειασμού και συντήρησης για λίγους και «εκλεκτούς». Με το κόστος της όμως να το επωμίζεται η μεσαία τάξη και τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, όπως συμβαίνει με τη σημερινή κρίση τιμών, που πλήττει τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τους αγρότες. 

Το 2022 μπορεί η χώρα μας να τολμήσει το μεγάλο βήμα, στην κατεύθυνση της πραγματικής συμμετοχής και συνεργασίας. Συν-διαμορφώνοντας μία νέα αναπτυξιακή πρόταση ενεργειακής ανεξαρτησίας, με έναν κεντρικό στόχο: 

Κανείς να μην μένει πίσω. 

 ***

Χάρης Δούκας, Αν. Καθηγητής ΕΜΠ





ΠΗΓΗ