Η Πολιτική Επιστήμη δεν επιτρέπεται να κάνει προβλέψεις για τα μελλοντικά πολιτικά γεγονότα. Όχι γιατί δεν έχει τα εργαλεία ανάλυσης. Αλλά γιατί στα πολιτικά φαινόμενα ασκεί μεγάλη επίδραση ο αστάθμητος ανθρώπινος παράγοντας και η μεταβλητότητα του πολιτικού πλαισίου. Η ικανότητα ενός ανθρώπου να λειτουργήσει ηγετικά και να προσελκύσει την υποστήριξη μίας ικανής πλειοψηφίας για να επιτύχουν έναν δημόσιο σκοπό. 

Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι πέντε χρόνια αφότου ανέλαβε οικονομικός σύμβουλος του προέδρου της Γαλλίας ο Μακρόν θα εκλεγόταν ο ίδιος πρόεδρος με έναν δικό του κομματικό σχηματισμό, ο οποίος υποσκέλισε τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας;

Δύσκολα θα μπορούσε να εκτιμήσει κάποιος το 2000, έτος εκλογής της Μέρκελ στην προεδρία του CDU, ότι θα γίνει η πολυνίκης καγκελάριος (2005-2021). Ότι η ακλόνητη Θάτσερ θα τερμάτιζε την τρίτη θητεία της με την αρνητική ψήφο των βουλευτών της. Ότι ο Τραμπ θα εκλεγόταν πρόεδρος, και θα έσωζε τις ΗΠΑ από την θεσμική παρακμή ένας «έφεδρος» πολιτικός με μακρά κοινοβουλευτική εμπειρία και θητεία αντιπροέδρου. Ότι η ανόητη επιλογή του Κάμερον να κάνει δημοψήφισμα για να περιορίσει το UKIP θα έφερνε το Brexit. 

Το πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι δημοκρατίες είναι η ανάκτηση του ενδιαφέροντος των πολιτών στα πολιτικά ζητήματα και τις υποθέσεις της διακυβέρνησης. Γιατί, δυστυχώς, μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος διατηρεί χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς.

Δημιουργείται μία δημοκρατία του θεάματος η οποία παρακολουθεί τα πολιτικά δρώμενα με όρους προσωποληψίας. Μη δυνάμενοι αρκετοί πολίτες να κατανοήσουν το σύνολο των οικονομικών, διοικητικών, κοινωνικών και άλλων πόρων οι οποίοι υπεισέρχονται κατά τα διαδοχικά στάδια ανάπτυξης των δημοσίων πολιτικών.

Τελικά πολιτικοί και κρατικοί θεσμοί κρίνονται από μία αφηρημένη αποτελεσματικότητα, η οποία δεν μπορεί παρά να έχει κυρίως υποκειμενικά ερείσματα, άρα να ελέγχεται για σφάλματα. Μία ρηχή αντίληψη της διακυβέρνησης είναι μοιραία επιρρεπής στις εύκολες τεχνικές του πολιτικού marketing, ενώ ακόμη και οι καλύτερες κυβερνητικές προθέσεις κινδυνεύουν να χαθούν στην χοάνη των social media.

Ας μην είμαστε, όμως, τόσο απαισιόδοξοι. Στην Ελλάδα πρυτάνευσε, έστω με δυσκολία, η κοινή λογική μετά την πρώτη συντριβή του λαϊκιστικού ιδεώδους το καλοκαίρι 2015. Το εκλογικό σώμα απέβαλλε τους εχθρούς του κοινοβουλευτισμού. Σημειώνεται πλέον μία πρωτόγνωρη σταθερότητα στις θεμελιώδεις πολιτικές του κράτους (δημοσιονομικά, εξωτερική πολιτική ασφάλεια), και η αντιπαράθεση περιορίζεται στους τρόπους διαχείρισης.

Δύο «ευεργετικές εξωγενείς» επιδράσεις (covid και Τουρκία) μας ώθησαν να αναδιοργανώσουμε αποφασιστικά κρίσιμους τομείς (δημόσια υγεία, ψηφιακός μετασχηματισμός κράτους και οικονομίας, αμυντικός εξοπλισμός και διπλωματικές σχέσεις). 

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το Brexit και η πανδημία δημιούργησαν νέα θετικά δεδομένα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το μεν πρώτο αποδυνάμωσε τους θύλακες του ευρωσκεπτικισμού σε διάφορες χώρες, ενώ το Ταμείο Ανάκαμψης θα είναι το επιστέγασμα της επωφελούς συμμετοχής στην ΕΕ για κράτη και λαούς μεσοπρόθεσμα. 

Η διαδοχή ηγεσίας κατά την περίοδο αυτή μας διδάσκει ότι η πολιτική δεν είναι μόνο η επικοινωνία των προσώπων.

Η διαδοχή Μέρκελστην Γερμανία στηρίζεται στον προηγούμενο «ευαγγελισμό» του νέου καγκελαρίου Σόλτσ στην πραγματικότητα της οικονομικής διακυβέρνησης και τον ευρωπαϊκό ρόλο της χώρας.

Στην Ιταλία ο Ντράγκι αποκατέστησε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, και προκύπτει το ερώτημα του διαδόχου του εάν ο ίδιος πράγματι επιλέξει την προεδρία της χώρας.

Στην Πορτογαλία το φάσμα της κυβερνητικής αστάθειας θα κριθεί στις προσεχείς εκλογές, όπως και η διάσωση της προσπάθειας την οποία ομολογουμένως κατέβαλλαν στην χώρα αυτή το προηγούμενο διάστημα. 

Τέλος, η μητέρα των μαχών το 2022 είναι η Γαλλία, η οποία αναλαμβάνει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το πρώτο εξάμηνο, και ταυτόχρονα προετοιμάζεται για την μεγάλη μάχη των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών. Η τύχη του Μακρόν, o οποίος έχει υποστεί πλέον και την φθορά της τέλειας καταιγίδας κατά την πρώτη θητεία του, θα κριθεί κυρίως στον πρώτο γύρο, λόγω του κατακερματισμού του κομματικού συστήματος. Αν καταφέρει να προκριθεί, δύσκολα θα χάσει την προεδρική εκλογή, ιδιαίτερα απέναντι στην Λε πέν . 

Καταλήγοντας, το 2022 μας προσκαλεί να επιστρέψουμε στις πολιτικές υποθέσεις, όχι ως απόμακροι θεατές, αλλά ως πολίτες οι οποίοι αναζητούν να κατανοήσουν την πολιτική πραγματικότητα. Γιατί στην πολιτική οι πολίτες γράφουν το σενάριο για τους πρωταγωνιστές και απονέμουν τους ρόλους. Όταν δεν το κάνουν καλά, πρέπει να έχουν την δυνατότητα να το διορθώσουν. “It’s politics stupid”, όπως θα ήταν το ορθότερο στο γνωστό μότο του Κλίντον. 

 ***

Μάνος Γ. Παπάζογλου 

Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων

Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων 

Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου 

  





ΠΗΓΗ