Ο χάρτης τής εξέλιξης της ακρίβειας στην Ελλάδα, σε σχέση με την περυσινή χρονιά, θα μπορούσε να αποτυπωθεί λακωνικά ως εξής: Το φυσικό αέριο είναι περίπου 120% ακριβότερο, το ρεύμα 90%, το πετρέλαιο θέρμανσης 25%, το ίδιο περίπου και η βενζίνη.

Όλες αυτές οι αυξήσεις έχουν συμπαρασύρει τις τιμές λιανικής πώλησης μιας σειράς προϊόντων και υπηρεσιών ενώ αν συνυπολογίσει κανείς και την απώλεια της αγοραστικής δύναμηςτων πολιτών λόγω της αύξησης του πληθωρισμού, θα διαπιστώσει πως οι Έλληνες γίνονται κάθε ημέρα που περνάει ολοένα και φτωχότεροι (έστω, κι αν σε πείσμα των υπουργικών απόψεων, διαθέτουν αυτοκίνητο!).

Η αντιμετώπιση αυτής της δύσκολης κατάστασης, ειδικά για τα μικρά και μεσαία εισοδήματα, σε θεσμικό επίπεδο εκ μέρους της κυβέρνησης δείχνει πως θα επιδιωχθεί να γίνει για ακόμα μία φορά δια της τακτικής τωνεπιδομάτων, έστω κι αν αυτά δεν θα δοθούν μέσα από… σακούλες και εποποιίες!

Τακτική την οποία μάλιστα θα φροντίσει να διαφημίσει ως επιθυμητή λύση κρύβοντας επιμελώς το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πρόσκαιρη ασπιρίνη.

Το κράτος μοιάζει εθισμένο στην επιδοματική πολιτική, μιας και αποτελεί πρόσφορη λύση που δεν απαιτεί ουσιαστικό πολιτικό σχεδιασμό, αντί να προωθεί αναπτυξιακές πολιτικές ικανές να κάνουν τα επιδόματα αχρείαστα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρότερη ανάπτυξη από την Ελλάδα έχουν πολύ μικρότερα ποσοστά ανατιμήσεων στην ενέργεια αλλά και στα είδη πρώτης ανάγκης.

Οι αιτίες που οδήγησαν στην έξαρση της ακρίβειας εστιάζονται, όπως τουλάχιστον διατυπώθηκε από τα κυβερνητικά στελέχη, στην παγκόσμια οικονομική κατάσταση. Είναι όμως έτσι; Δεν υπάρχουν, στ’ αλήθεια, περιθώρια αυτόνομης πορείας μέσα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία τού εικοστού πρώτου αιώνα;

Η διεθνής πολιτική και οικονομική συγκυρία δεν είναι τυχαίο ότι επανέρχεται έντονα στο προσκήνιο της δημοσιότητας κάθε φορά που υπάρχει περίοδος κρίσης και οικονομικής ύφεσης. Συνήθως αποτελεί το άλλοθι σε μια σειρά ανεπαρκειών της πολιτικής είτε να προβλέψει και να προετοιμάσει τις κοινωνίες για τις δυσκολίες είτε να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά όταν αυτές οι δυσκολίες έχουν ορατές και άμεσες επιπτώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών.

Στο σημείο αυτό λοιπόν θα πρέπει να θέσουμε ακόμα ένα κρίσιμο ερώτημα: Η παγκοσμιοποίηση είναι αποτέλεσμα μιας προσεκτικά σχεδιασμένης νομοθετικής διαδικασίας εκ μέρους των κρατών; Ή μήπως είναι προϊόν μιας πολιτικής που αναγκαστικά εφαρμόζεται από τα κράτη επειδή συμπαρασύρονται από τις δράσεις φορέων που λειτουργούν ανεξάρτητα από τις κυβερνήσεις, όπως οι υπερεθνικές επιχειρήσεις και τα γιγαντιαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά και από γεωπολιτικά συμφέρονται που ουδόλως ενδιαφέρονται για το καλώς έχειν των κοινωνιών τού κόσμου;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θέτει τις βάσεις για την κατανόηση της θέσης τής πολιτικής μέσα στο διεθνές οικονομικό σύστημα, κατανόηση που είναι απολύτως απαραίτητη και αναγκαία για να οριοθετηθεί το πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί κάθε εθνικό κράτος και συνεπώς και η κοινωνική δυναμική που αναπτύσσεται μέσα σ’ αυτό.

Αν λοιπόν υποθέσουμε πως δεν είναι η πολιτική που καθορίζει την οικονομία αλλά η οικονομία που καθορίζει την πολιτική τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι πράγματι, για την εξέλιξη του κόσμου αλλά και για την καθημερινότητά του, οι κυβερνήσεις έχουν μικρό μερίδιο ευθύνης. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, κάθε καλό αλλά και κάθε κακό, όπως η διαρκώς αυξανόμενη ακρίβεια που πλήττει τα ελληνικά νοικοκυριά, θα μπορούσε δικαιολογημένα να εκληφθεί ως προϊόν της διεθνούς συγκυρίας για το οποίο η ελληνική κυβέρνηση λίγα μπορεί να κάνει.

Δεν είναι όμως έτσι! Καμία χώρα δεν είναι, ή δεν θα έπρεπε να είναι, προτεκτοράτο τής απρόσωπης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Υπάρχει βεβαίως η ιστορική αναγκαιότητα να συμβαδίσει κάθε κράτος με τους ρυθμούς τού πλανήτη, αλλά υπάρχουν και οι άνθρωποι!

Οι άνθρωποι της καθημερινής ζωής, ο υπάλληλος, ο ελεύθερος επαγγελματίας, ο συνταξιούχος, ο πατέρας, ο μαθητής, που στην παρούσα συγκυρία δεν μπορούν να ικανοποιήσουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής τους κάτω από το βάρος της ασφυκτικής πίεσης που ασκεί επάνω τους το βαρύ κύμα της ακρίβειας. Κι εδώ ακριβώς είναι που έχει ιερή υποχρέωση η κυβέρνηση να φροντίσει ώστε κανείς από τους ανθρώπους αυτούς να μην απωλέσει την αξιοπρέπειά του.

Οι αδιέξοδες, ενίοτε και ανέξοδες, υποσχέσεις, η στείρα προτάσεων αντιπολίτευση και οι -κουραστικοί πια- παράλληλοι μονόλογοι έχει αποδειχτεί πως δεν είναι ικανοί να διεγείρουν την ανάπτυξη που τόση ανάγκη έχει ο τόπος. Τι υπάρχει μέσα στα όνειρα ενός παιδιού;

Μήπως κάποιο πενταετές οικονομικό σχέδιο ανάκαμψης, όμοιο με όλα εκείνα τα σχέδια που εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα έμειναν απλώς σχέδια; Μήπως κάποιο master plan που θα οδηγήσει τη χώρα στην ευφορία; Ή μήπως εκείνη η μεγάλη και ωραία αίσθηση της δημιουργίας ενός μέλλοντος ίδιου με τη φαντασία του, το οποίο όμως για να γίνει πραγματικότητα θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του τα κατάλληλα εφόδια που σήμερα στερείται;

Δεν πρέπει κανένας πολίτης να αισθανθεί έχθρα απέναντι στην ίδια του τη χώρα επειδή αυτή ούτε μπορεί ούτε επιθυμεί, κατά πώς φαίνεται, να του προσφέρει τα εφόδια για να ικανοποιήσει τις ανάγκες και τα όνειρά του.

Η σχετικότητα της θεωρίας ότι φταίει η διεθνής συγκυρία για τη σημερινή δύσκολη κατάσταση στην Ελλάδα είναι τόσο αδύναμη όσο και οι πολιτικές προδιαγραφές με τις οποίες η κυβέρνηση σχεδιάζει επιδόματα αντί σοβαρών προτάσεων. Διότι, εμείς οι πολίτες, δεν θέλουμε απλώς να υπάρχουμε αλλά να ζούμε!

 ***

Κώστας Θερμογιάννης

https://thermoyiannis.gr 





ΠΗΓΗ