Θεωρείται και όχι άδικα ένα από τα πλέον εμβληματικά αεροσκάφη όλων των εποχών. Ήταν, άλλωστε, ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: από τη δυτική Ευρώπη, τη Μεσόγειο, τη Βόρεια Αφρική και τη Σοβιετική Ένωση, έως την Άπω Ανατολή και τον Νότιο Ειρηνικό, και το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με τη συμμαχική νίκη ενάντια στον ναζισμό.

Υπήρξε το μοναδικό πολεμικό αεροσκάφος που διατηρήθηκε στην παραγωγή πριν, κατά και μετά τον πόλεμο. Κατασκευάστηκαν συνολικά 20.341 Spitfire, ενώ ξεπέρασαν τις είκοσι οι διαφορετικές εκδόσεις του, χωρίς να συμπεριλάβει κανείς τις τροποποιήσεις που έγιναν εκτός εργοστασίου. Αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο μαχητικό αεροσκάφος από τους πιλότους που το πέταξαν σε επιχειρήσεις για την αξιοπιστία του ως υπέρτατο αναχαιτιστικό καταδιωκτικό, αλλά και τις αδρές σχεδιαστικές γραμμές του με τις ελλειπτικές πτέρυγές του.

«Το Spitfire, είναι σαν ένα καθαρόαιμο (άλογο) κούρσας, ελαφρύ, γρήγορο, ευέλικτο και πάνω απ’ όλα, όμορφο», έχει τονίσει παλαιότερα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πτέραρχος Κωνσταντίνος Χατζηλάκος, ένας από τους τελευταίους εν ζωή βετεράνους αεροπόρους της Μέσης Ανατολής, που προσγειώθηκε μ’ ένα τέτοιο αεροσκάφος στην απελευθερωμένη από τους Ναζί Αθήνα τον Νοέμβριο του 1944.

Στις 5 Μαρτίου συμπληρώθηκαν 85 χρόνια από την πρώτη δοκιμαστική πτήση του πρωτότυπου Spitfire K5054 από το Χαμσάιρ της νοτιοανατολικής Αγγλίας, μια περιοχή όπου το καλοκαίρι του 1940 εκτυλίχθηκαν οι σφοδρότερες αερομαχίες μεταξύ της Βασιλικής Αεροπορίας και της Λουφτβάφε, στη διάρκεια της Μάχης της Αγγλίας, όταν ο Χίτλερ ήθελε ν’ αποκτήσει αεροπορική υπεροχή πάνω από την Μεγάλη Βρετανία, προκειμένου να ξεκινήσει επιχείρηση εισβολής από τη θάλασσα.

Ένας θρύλος γεννιέται…

Το Spitfire «πνευματικό παιδί» του ιδιοφυούς Βρετανού αεροναυπηγού Ρέτζιναλντ Τζ. Μίτσελ, αρχισχεδιαστή της κατασκευάστριας εταιρείας Supermarine είχε αγωνιστικές καταβολές, από την εποχή που η εταιρία κατασκεύαζε αγωνιστικά υδροπλάνα υψηλών ταχυτήτων τη δεκαετία του 1930. Μ’ ένα τέτοιο υδροπλάνo, που είχε σχεδιάσει ο Μίτσελ οι Βρετανοί είχαν κερδίσει το 1931, για δεύτερη συνεχή χρονιά, το «Σνάιντερ Τρόφι» τους διεθνείς αεροπορικούς αγώνες της εποχής. Σύντομα το υδροπλάνο αυτό θα έσπαγε και το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας πετώντας με 651 χλμ./ώρα.

Όταν στις 5 Μαρτίου 1936, ο δοκιμαστής πιλότος της Supermarine, Ματ Σάμερς, έτοιμος να απογειωθεί έκλεινε την καλύπτρα από το πιλοτήριο του πρωτοτύπου Spitfire τύπου 300, το οποίο είχε δίφυλλη ξύλινη έλικα και έναν κινητήρα Rolls-Royce Merlin 750 ίππων, δεν μπορούσε να φανταστεί πως με την ιστορική του αυτή πτήση θα ήταν ουσιαστικά ο πρώτος των «Λίγων», δηλαδή των πιλότων που υπερασπίστηκαν τέσσερα χρόνια αργότερα το Ηνωμένο Βασίλειο με τέτοια αεροσκάφη από τις επιδρομές της Λουφτβάφε και απέτρεψαν την γερμανική εισβολή.

«Μην αγγίξει κανείς τίποτα», φαίνεται να είπε στους μηχανικούς όταν προσγειώθηκε 15 λεπτά αργότερα. Σύμφωνα με μαρτυρίες στην παρθενική αυτή πτήση δεν είχε ανασυρθεί το σύστημα προσγείωσης για το φόβο κάποιας απρόβλεπτης εμπλοκής. Άλλωστε, ήταν και ένα από τα πρώτα καταδιωκτικά με ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης.

Η αρχική σχεδίαση έκανε λόγο μόνο για τέσσερα πολυβόλα, αντί των οκτώ που εξοπλίστηκε αργότερα, επειδή απλά υπήρχε έλλειψη πολυβόλων λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως η επιμονή ενός αξιωματικού-συμβούλου της RAF του Φρεντ Χιλ, που με την 13χρονη κόρη του Χέιζελ, η οποία ήταν ιδιοφυία στα μαθηματικά, απέδειξαν με βάση πολύπλοκους αλγόριθμους, πως το νέο υπέρ-καταδιωκτικό έπρεπε να εξοπλιστεί με οκτώ πολυβόλα, ικανά να ρίχνουν το λιγότερο 1000 σφαίρες το λεπτό εάν ήθελαν να έχουν ένα αεροσκάφος δίωξης ανώτερο των μαχητικών της εποχής.

Τον Σεπτέμβριο του 1937, το K5054 σχεδιάστηκε να φέρει οκτώ πολυβόλα Brauning των 0.303 ιντσών και ήταν έτοιμο για βιομηχανική παραγωγή. O πρώτος αυτός τύπος ήταν το «Spitfire Mark I». Η πρώτη παραγγελία από το yπουργείο Αεροπορίας έκανε λόγο για 310 αεροσκάφη. Η 19η Μοίρα Δίωξης της RAF ήταν η πρώτη που εφοδιάστηκε με «Mark I».

Δυστυχώς ο σχεδιαστής του Spitfire, Ρέτζιναλντ Τζ. Μίτσελ, δεν πρόλαβε να δει το επίτευγμά του να βγαίνει στη βιομηχανική παραγωγή, αλλά και ούτε να κυριαρχεί στους αιθέρες, αφού έφυγε από τη ζωή νικημένος από τον καρκίνο στα 42 του χρόνια το καλοκαίρι του 1937. Για τραγική ειρωνεία το πρωτότυπο Κ5054 συνετρίβη στις 4 Σεπτεμβρίου 1939, σκοτώνοντας τον χειριστή του, μόλις μια ημέρα αφότου η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στη ναζιστική Γερμανία, έχοντας ήδη επιτελέσει το σκοπό για τον οποίο σχεδιάστηκε: Ένα ιδεώδες αεροπλάνο την στιγμή που έπρεπε να υπερασπιστεί τα Βρετανικά Νησιά από επίθεση προερχόμενη από την ηπειρωτική Ευρώπη.

Από τον 20ό στον 21ο αιώνα

Από τα 20.000 και πλέον Spitfire που κατασκευάστηκαν για τις ανάγκες του πολέμου από το 1938 έως και το 1948, σήμερα διασώζονται μόνο 240, από τα οποία 60 περίπου βρίσκονται σε πτήσιμη κατάσταση. Ένα από αυτά είναι και το ελληνικό Spitfire MJ755, που ανακατασκευάστηκε πρόσφατα στο Μπίγκιν Χιλ της Μεγάλης Βρετανίας για λογαριασμό της Πολεμικής Αεροπορίας, και αναμένεται να επιστρέψει στην Ελλάδα με τη λήξη της καραντίνας, προκειμένου να συμμετέχει με τις πτήσεις του σε ιστορικές επετείους και άλλες εκδηλώσεις.

Υπάρχουν και άλλα 70, που κοσμούν μουσεία και ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο ως στατικά εκθέματα, ενώ άλλα 110 βρίσκονται αποθηκευμένα περιμένοντας την ανακατασκευή τους.

Ο εντοπισμός, η ανάσυρση και η ανακατασκευή ενός Spitfire είναι μια δύσκολη πολλές φορές υπόθεση και αρκετά πολυδάπανη. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και το Spitfire P9374, τύπου «Mk1», που ανασύρθηκε τη δεκαετία του 80 από παραλία του Καλαί, όπου βρισκόταν εκεί θαμμένο για σαράντα χρόνια μετά την Μάχη της Δουνκέρκης, και παρόλο που αρχικά η ταυτότητα του αεροπλάνου αποτελούσε ένα μυστήριο τελικά ταυτοποιήθηκε.

Ο πιλότος του υποσμηναγός της RAF, Πίτερ Κασενόβο, είχε επιβιώσει της συντριβής, πιαστεί αιχμάλωτος από τους Ναζί, αλλά δυστυχώς είχε πεθάνει λίγο πριν το αεροπλάνο του ανασυρθεί, και προς έκπληξη όλων τα πολυβόλα του αεροσκάφους μπορούσαν ακόμα να λειτουργούν.

Το αεροπλάνο μετά από πλήρη ανακατασκευή σε πτήσιμη κατάσταση, ξαναβρέθηκε στους ουρανούς πάνω από το ιστορικό αεροδρόμιο του Ντάξφορντ στο Κεϊμπριτζσάιρ το 2011, εβδομήντα-ένα χρόνια μετά την συντριβή του στις αμμώδεις ακτές του Καλέ.



ΠΗΓΗ