Αποτελεί σίγουρα ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον case study στα παγκόσμια εγκληματολογικά χρονικά: πώς μια σχετικά μικρή πόλη στον ισπανικό νότο έχει καταντήσει η παγκόσμια έδρα του οργανωμένου εγκλήματος.

Η Μαρμπέγια με πληθυσμό 140.000 κατοίκους (σαν την Λάρισα, ας πούμε) είναι μια πόλη στην Κόστα ντελ Σολ στην οποία σήμερα συμβιώνουν πάνω από 113 συμμορίες από 59 τουλάχιστον διαφορετικές εθνικότητες και τα επίπεδα εγκληματικότητας να έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.

Πώς όμως φτάσαμε ως εδώ; Όλα ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’60, κατά τη διάρκεια του «οικονομικού θαύματος» της Ισπανίας, όταν η Ανδαλουσία μετατράπηκε στον απόλυτα αγαπημένο τουριστικό προορισμό της νότιας Ευρώπης. «Στην αρχή έφτασαν εδώ απλοί πολίτες και σύντομα ακολούθησαν οι jet-setters και οι πλούσιοι που ανακάλυψαν στη Μαρμπέγια έναν καλοκαιρινό παράδεισο. Η ανάπτυξη της περιοχής επιτεύχθηκε μεν, με μεγάλο αντίτιμο δε», γράφει σχετικό δημοσίευμα της Guardian.

Όπως εξηγεί στη βρετανική εφημερίδα ο συγγραφέας και ερευνητής Αντόνιο Ρομέρο, «αυτή ήταν η συμφωνία των φρανκιστών: Εσείς, οι εγκληματίες, ελάτε εδώ να χαλαρώσετε, μην κάνετε εγκλήματα και φέρτε μαζί τα χρήματα σας». Και όντως ήρθαν: Γιουγκοσλάβοι, Σοβιετικοί και Μαροκινοί και από το 1990 και μετά Ρώσοι, Γεωργιανοί, Σέρβοι, Κροάτες και Ολλανδοί.

Τι είναι όμως αυτό που έχει η Μαρμπέγια και την καθιστά ως θελκτικό προορισμό για όλους τους συμμορίτες και τους εγκληματίες; Καταρχάς η γεωγραφική της θέση: η Κόστα ντελ Σολ συνδέεται προς το νότο μέσω της θάλασσας με το Μαρόκο, τον μεγαλύτερο παραγωγό χασίς στον κόσμο, ενώ μόλις μια ώρα μακριά με το αυτοκίνητο είναι το βασικό σημείο εισόδου της κοκαΐνης στην Ευρώπη, το λιμάνι Αλχεθίρας.

«Επίσης, πολύ σημαντικό, ότι πολύ κοντά στη Μαρμπέγια βρίσκεται το Γιβραλτάρ, ένας φορολογικός παράδεισος που χωρίζεται από την Ισπανία με ένα απλό συρματόπλεγμα. Αν σε αυτό συνυπολογιστεί το γεγονός ότι στα γύρω βουνά της Μάλαγα και της Γρανάδα καλλιεργείται το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής μαριχουάνας, γίνεται απόλυτα κατανοητό, γιατί η πόλη έχει γίνει το κέντρο του οργανωμένου εγκλήματος», σημειώνει το άρθρο.

«Μέχρι πρόσφατα το οργανωμένο έγκλημα ήταν στο μεγαλύτερο τμήμα του εντελώς αόρατο στην περιοχή», δηλώνει στη Guardian ο Ρικάρντο Αλβάρεζ Οσόριο, δικηγόρος πολλών ντόπιων μαφιόζων. «Πρόκειται για ανθρώπους πλούσιους, εύπορους που ζουν καλά και ξοδεύουν πολλά. Είναι αυτοί που μαζί με τους σεΐχηδες ανέπτυξαν τη Μαρμπέγια και κανείς δεν έχει πρόβλημα με αυτό», προσθέτει.

Οι τομείς της εγκληματικότητας είναι προσεκτικά χωρισμένοι: οι Ρώσοι είναι φυσικά αυτοί που κινούν πολλά από τα νήματα, αλλά στην πραγματικότητα κάθε εθνική ομάδα έχει τη δική της «εξειδίκευση»: λόγου χάρη, οι Γάλλοι φέρνουν χασίς από το Μαρόκο και οι Ιρλανδοί ελέγχουν τις εισαγωγές κοκαΐνης και όπλων.

Δίπλα σε αυτές τις συμμορίες υπάρχουν οι ιδιαιτέρως βίαιες αντιμαχόμενες συμμορίες από τη Σερβία και άλλες βαλκανικές χώρες, η ναπολιτάνικη Καμόρα, αλλά και οι σκληρόπετσες βρετανικές συμμορίες από το Λίβερπουλ και το Μάντσεστερ που πλακώνονται στο κέντρο της Μαρμπέγια. Οι κάτοικοι της περιοχής είναι καταδικασμένοι να ζουν με το φόβο τους, «αφού ότι και να κάνει η αστυνομία, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, γιατί πολύ απλά τα λεφτά από τα ναρκωτικά κάνουν τον κόσμο να κινείται».

«Δεν είναι ότι η Mαρμπέγια είναι μια ιδιαίτερα βίαιη πόλη», λέει στην εφημερίδα ένας ντόπιος αστυνομικός, «αλλά είναι εξαιρετική απρόβλεπτη. Οι αστυνομικοί που κάνουν περιπολίες δεν βγαίνουν ποτέ χωρίς να φορούν αλεξίσφαιρα γιλέκα», αναφέρει το εκτενές άρθρο της βρετανικής Guardian. Το αρνητικό με την όλη κατάσταση είναι ότι η αστυνομία της Μαρμπέγια βασίζεται σε πολύ λιγότερους πόρους από οποιασδήποτε άλλη επαρχιακή πόλη της Ισπανίας και παρά τα κατά πολύ υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας σε σχέση με τις υπόλοιπες πόλεις.

Το αστυνομικό τμήμα της πόλης λαμβάνει περίπου 150 κλήσεις την ημέρα και χειρίζεται περίπου 32.000 υποθέσεις ετησίως – αριθμοί που «αρμόζουν» σε πόλεις δύο ή και τρεις φορές μεγαλύτερες. Η έλλειψη πόρων και προσωπικού είναι το μόνιμο παράπονο των αστυνομικών που μίλησαν στη Guardian. «Έχουμε μόνο τέσσερα περιπολικά», είπε ένας αξιωματικός που υπηρετεί στη Μαρμπέγια, «και όταν ο [πρώην πρωθυπουργοί] Χοσέ Μαρία Αθνάρ και ο Φελίπε Γκονζάλες παραθερίζουν εδώ το καλοκαίρι, πρέπει να τους αναθέσουμε δύο επιπλέον αστυνομικούς για την ασφάλειά τους. Δεν έχουμε καν αρκετά αλεξίσφαιρα μπουφάν».

«Πλέον, είμαστε πολύ πιο “μπροστά” από την αστυνομία, δεν μας ανησυχεί τόσο πολύ. Έχουμε μεγαλύτερους πόρους και καλύτερη τεχνολογία», υπερηφανεύεται ένας ιταλός μαφιόζος με έδρα την Μαρμπέγια, ενώ τα όργανα της τάξης υπερθεματίζουν πάνω σε αυτό: «Ισχύει. Η πραγματικότητα είναι ότι είμαστε πάντα ένα βήμα πίσω», δήλωσε ο επικεφαλής του αστυνομικό τμήματος του Ούντικο, Ροντρίγκεζ Πουέρτα. Και ένας άλλος αστυνομικός συμπληρώνει: «Δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας. Οι “κακοί” είναι μίλια μπροστά ενώ εμείς εμποδιζόμαστε από κάθε είδους νομική γραφειοκρατία. Κάθε μήνα πρέπει να αιτιολογούμε τις τηλεφωνικές κινήσεις και την παρακολούθηση. Είναι σαν το μόνο που έχουμε να είναι ένα μικρό [σκυλί] τσιουάουα, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα τεράστιο πίτμπουλ».

«Η Μαρμπέγια είναι ο ΟΗΕ των γκάνγκστερ», αναφέρει ένας αξιωματούχος της ντόπιας αστυνομίας στην ισπανική εφημερίδα El Pais, η οποία παρουσίασε ένα εκτενές ρεπορτάζ για τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος στην πόλη. «Μιλάμε πλέον ξεκάθαρα για την “Uber-οποίηση” του οργανωμένου εγκλήματος», τόνισε ένας ντόπιος εισαγγελέας που μίλησε στην εφημερίδα.

Παράπονα όμως δεν έχουν μόνο οι αστυνομικοί, αλλά και οι μαφιόζοι… παλαιάς κοπής. «Οι νέοι που έρχονται τώρα δεν έχουν κώδικες, αξίες, δεν σέβονται τίποτα», λέει στην ισπανική εφημερίδα ένας παλιός ισπανός γκάνγκστερ αποκαλύπτοντας μια ακόμη πτυχή της εγκληματικότητας στη πόλη: «Αυτό που άλλαξε στη Μαρμπέγια είναι ότι τώρα συναντάς εγκληματίες κατώτερης τάξης. Αυτοί πλακώνονται στους δρόμους, ενώ τα αφεντικά τους βρίσκονται στο Ντουμπάι».

Τέλος, έχουμε και τον παράγοντα του φόβου. Τα περισσότερα θύματα των επιθέσεων αρνούνται να καταθέσουν ή δεν αναφέρουν καν το περιστατικό στην αστυνομία. Πρόσφατα ένας Πολωνός εισήχθη σε νοσοκομείο με σφαίρες και στα δύο πόδια. Τον είχε πυροβολήσει μια συμμορία Σουηδών μαφιόζων, ωστόσο αυτός αρνήθηκε να καταθέσει».

Και, ελλείψει της ικανής αστυνόμευσης, η κατάσταση αυτή διαιωνίζεται σε αυτήν την μικρή και πανέμορφη πόλη του ισπανικού νότου…



ΠΗΓΗ