Όσο κι αν η Ιστορία αμφιταλαντεύεται ακόμα αν πρέπει να αναγορεύσει τον Στάλιν σε σπουδαίο άντρα ή αν αντιθέτως πρέπει να τον αποκαθηλώσει στιγματίζοντάς τον ως στυγνό δικτάτορα, ο σοβιετικός ηγέτης σημάδεψε αναμφίβολα τον μεταπολεμικό κόσμο όσο λίγοι.

Στον κολοφώνα της ακμής του, ήταν ένας πανίσχυρος άνθρωπος που διαφέντευε τις τύχες 200 εκατ. πολιτών, κυβερνώντας στο 1/6 περίπου των εδαφών του πλανήτη.

Μια τόσο επιβλητική προσωπικότητα ήταν καταδικασμένη λες να επισκιάσει τους πάντες γύρω του, μεταξύ αυτών και τα παιδιά του.

Ο Στάλιν είχε έναν γιο (Γιάκοβ Τζουγκασβίλι) με την πρώτη του γυναίκα, Αικατερίνη Σβανίντζε, την οποία παντρεύτηκε το 1906. Με τη δεύτερη σύζυγό του, Ναντέζντα Αλιλούγεβα, απέκτησε άλλα δύο παιδιά, τον Βασίλι και τη Σβετλάνα.

Αυτός ήταν ο «πρίγκιπας του Στάλιν», όπως τον αποκαλούσε μάλλον πικρόχολα η Σβετλάνα, καθώς απολάμβανε προνόμια που τα άλλα παιδιά ούτε να ονειρευτούν δεν μπορούσαν.

Γεννημένος στα υψηλότερα στρώματα της σοβιετικής κοινωνίας, ο νεαρός Βασίλι είχε μεν ό,τι ήθελε, δεν έπαυε όμως να είναι γιος ενός τουλάχιστον ιδιαίτερου ανθρώπου.

Παρά το γεγονός ότι δεν άφησε ποτέ το δικό του στίγμα στην ΕΣΣΔ, ο Βασίλι αναρριχήθηκε εύκολα στον κρατικό μηχανισμό, καθώς είχε ένα επώνυμο που άνοιγε όλες τις πόρτες.

Το ίδιο επώνυμο θα έριχνε βέβαια βαριά τη σκιά του στη ζωή του, καθώς ο μικρός φοβόταν τόσο τον πατέρα του, όσο και τον κύκλο των ανθρώπων που τον περιέβαλλαν.

Ο γιος του Στάλιν έμεινε πάντα γιος του Στάλιν. Και όταν ο Στάλιν ήταν εκτός κάδρου, ο Βασίλι έμεινε κυριολεκτικά απροστάτευτος. Αυτή είναι η τραγική ιστορία του…

Το μάλλον δυσλειτουργικό σπίτι του Βασίλι Στάλιν

Ο Βασίλι Τζουγκασβίλι ήρθε στον κόσμο τον Μάρτιο του 1921, σε μια εποχή που το μεγάλο όνομα της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ο Βλαντιμίρ Λένιν, ο πρώτος ηγέτης της ΕΣΣΔ. Η μητέρα του, Ναντέζντα Αλιλούγεβα, ήταν η δεύτερη σύζυγος του πατέρα του και εκείνος ο δεύτερος γιος του.

Ταγμένο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, η Ναντέζντα ήταν η γραμματέας του μπολσεβίκου ηγέτη Λένιν, ο Στάλιν έκανε ωστόσο κάθε μέρα και πιο σαφές πως θα προτιμούσε να έμενε σπίτι για να μεγαλώσει τον γιο τους, Βασίλι.

Όπως έγραψε ο διακεκριμένος ιστορικός του Princeton, Stephen Kotkin, η Ναντέζντα ήταν μια ανεξάρτητη γυναίκα και απεχθανόταν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, φαινόταν όμως πως δεν είχε και πολλά περιθώρια.

Λίγους μήνες μετά τη γέννηση του δεύτερου γιου του, ο Στάλιν έδιωξε τη γυναίκα του από τον κομματικό μηχανισμό στην προσπάθειά του να τη στρέψει στα οικιακά.

Αφού πέρασε από μερικές κρατικές θέσεις χωρίς ουσιαστικά καθήκοντα, αποφάσισε πως ο ρόλος της Πρώτης Κυρίας δεν της ταίριαζε. Το 1929 γράφτηκε στη Βιομηχανική Ακαδημία για να σπουδάσει μηχανικός, αναζητώντας μια νέα διέξοδο στα επαγγελματικά της.

Παρά τις αντιρρήσεις του Στάλιν, προσέλαβε μια παραμάνα για να προσέχει τον Βασίλι και την αδερφή του, Σβετλάνα (γεννημένη το 1926). Ο μικρός είδε τη ζωή του να αλλάζει δραστικά: ο πατέρας του ήταν πάντα απών και τώρα έλειπε και η μαμά του από το σπίτι.

Μεγάλωνε με τις γκουβερνάντες και τους φύλακες και, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, ένιωθε παραμελημένος.

Υπάρχουν μαρτυρίες για τα ξεσπάσματα του θυμού του αυτή την εποχή και την πειστικότερη μας τη δίνει η αδερφή του, η οποία γράφει: «Ο αδερφός μου Βασίλι … του άρεσε να καταστρέφει πράγματα. Έπαιρνε τις κούκλες μου και ξερίζωνε τα λουλούδια που φυτεύαμε … με περιφρονεί».

Και τότε, ένα απογευματάκι του 1932, στη 15η επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, άκουσε τους γονείς τους να τσακώνονται. Λίγες ώρες αργότερα, η μητέρα του θα ήταν νεκρή.

Η Αλιλούγεβα επέστρεψε στο Κρεμλίνο σε κακή κατάσταση. Όλοι είχαν παρατηρήσει το γεγονός ότι δεν είχε υψώσει το ποτήρι της στην πρόποση του Στάλιν.

Όταν μπήκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της, έγραψε μια φαρμακερή επιστολή που αποκαλούσε τον άντρα της «τύραννο», τόσο για τον λαό του όσο και την οικογένειά του, και το επόμενο πρωί (9 Νοεμβρίου) αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά.

Σύμφωνα με τον διαπρεπή βρετανό ιστορικό και αυθεντία στα αρχεία του Στάλιν, Simon Montefiore, τα δυο της παιδιά δεν θα μάθαιναν την αλήθεια παρά 10 χρόνια αργότερα. Κι αυτό όταν η Σβετλάνα θα διάβαζε για την αυτοκτονία της σε βρετανική εφημερίδα το 1942.

Ο «Πατερούλης» πήρε την απόφαση να συγκαλύψει την αυτοκτονία, αλλάζοντάς τη σε θάνατο από περιτονίτιδα, μην έχοντας φυσικά σκοπό να αποκαλύψει το οικογενειακό μυστικό.

«Η αυτοκτονία τού προκάλεσε τέτοιο σοκ που οι φίλοι του ανησυχούσαν επί εβδομάδες ότι θα έβαζε και ο ίδιος τέλος στη ζωή του», εξηγεί ο Montefiore, «όταν ανέκαμψε, δεν έπαυε να επαναλαμβάνει ότι η αυτοκτονία της Ναντέζντα ήταν προδοσία, ότι το έκανε για να τον πλήξει!».

Ο Στάλιν δεν παρέστη στην κηδεία της και έφτασε ακόμα και να την αποκηρύξει, λέγοντας στην κόρη του πως η μαμά της «πέθανε σαν εχθρός». Ούτε τον τάφο της επισκέφθηκε ποτέ. Μόνο στον Βασίλι επιτράπηκε να πάει στην κλειστή στον κόσμο τελετή.

Σύμφωνα με τη Σβετλάνα, ο Βασίλι ήταν «τελείως συντετριμμένος» από τον θάνατό της. Έγινε έτσι ακόμα πιο νευρικός, απαιτητικός και «τσαμπουκάς», όπως μας λέει.

Κακομαθημένος ήταν ήδη, έτσι τον μάλωνε και ο μπαμπάς του («είναι ένα κακομαθημένο αγόρι με μέτριες ικανότητες, λίγο βίαιος και όχι πάντα έμπιστος»), μόνο που κανένας γύρω του δεν τολμούσε να τον νουθετήσει στην ντάτσα που έμεναν έξω από τη Μόσχα.

Ο Στάλιν έκοψε εξάλλου τις επισκέψεις στην οικογενειακή εστία μετά την αυτοκτονία της συζύγου του.

Κι έτσι ήδη από την τρυφερή ηλικία των 13 ετών εκείνος βρήκε παρηγοριά στο ποτό. Μεθούσε με τους φύλακες που τον πρόσεχαν και χρόνια αργότερα θα έλεγε πως εκείνη την εποχή την πέρασε «ανάμεσα σε ενήλικες, ανάμεσα σε φρουρούς».

«Προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή του πατέρα του, γράφοντάς του ακόμα και γράμματα για το τι έκανε, αλλά ο Στάλιν ο πρεσβύτερος δεν ανταποκρινόταν», μας λέει ο Montefiore.

Ο στρατός και το αλκοόλ

Το 1938, όταν οι μέρες του σχολείου πήραν τέλος, αποφάσισε πως ήθελε να γίνει πιλότος στη σοβιετική Πολεμική Αεροπορία.

Στο πλευρό του κατά την εκπαίδευση είχε τον Λαβρέντι Μπέρια, επικεφαλής πια του κρατικού μηχανισμού ασφαλείας, ο οποίος και διασφάλιζε πως καμία επιθυμία του μικρού δεν ήταν παρατραβηγμένη.

Ο Βασίλι έμενε σε δικά του διαμερίσματα και τρεφόταν πολύ καλύτερα από τον απλό σπουδαστή της ακαδημίας.

Όταν το έμαθε πάντως ο πατέρας του, θύμωσε πολύ και παρήγγειλε να επιστρέψει ο 18χρονος δόκιμος πίσω στον θάλαμο με τους άλλους, αποστερώντας τον ουσιαστικά από τα προνόμια που απολάμβανε λόγω του ονόματός του.

Παρά το γεγονός ότι ως μαθητής υπήρξε κακός και πλημμελής, στη στρατιωτική ακαδημία σημείωσε καλές επιδόσεις. Όταν βγήκε το 1940 ως υποσμηναγός από τη σχολή, τον τοποθέτησαν σε υπηρεσία στη Μόσχα, όπου μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ αλκοόλ και γυναικών.

Σύμφωνα με τον ούγγρο ιστορικό Miklos Kun, ο Βασίλι δεν ήταν καθόλου αρεστός στους συναδέλφους του και η φήμη εντός υπηρεσίας τον ήθελε να καρφώνει στον Στάλιν όποιον του έμπαινε στο μάτι.

Αυτή την εποχή γνώρισε και την Γκαλίνα, μια 19χρονη φοιτήτρια, την οποία παντρεύτηκε στα τέλη του 1940.

Όταν πληροφορήθηκε τον γάμο ο πατέρας του, του έστειλε μια επιστολή, γραμμένη με κόκκινη μελάνη, όπου τον ρώτησε: «Γιατί δεν ζήτησες την άδειά μου για να παντρευτείς; Ο διάολος σε κερδίζει. Τη λυπάμαι: παντρεύτηκε έναν ανόητο».

Παρά ταύτα, ο Στάλιν κάλεσε το νεαρό ζευγάρι να μείνει στο Κρεμλίνο, όπου πέρασαν ένα διάστημα οικογενειακής ευτυχίας. Απέκτησαν δύο παιδιά και όλα έμοιαζαν ρόδινα, εκείνος θα επέστρεφε ωστόσο στο ποτό και τον ποδόγυρο.

Όσο ο Χίτλερ επιβουλευόταν την ΕΣΣΔ και έκανε όνειρα για εισβολή στα εδάφη της, ο γάμος του διολίσθαινε προς τη φάρσα…

Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και γρήγορη άνοδος

Ο μεγαλύτερος και ετεροθαλής αδερφός του, ο Γιάκοβ, ήταν επίσης μέλος του Κόκκινου Στρατού, όπως ήταν και ο τρίτος του γιος, ο Αρτιόμ, ένα παιδί που υιοθέτησε ο Στάλιν χωρίς να είναι βιολογικός του πατέρας.

Και οι δύο υπηρετούσαν στο μέτωπο, κατ’ εντολή του πατέρα τους. Τον Ιούλιο του 1941, ο Γιάκοβ και η μονάδα του έπεσαν στα χέρια των Γερμανών, άλλο ένα χτύπημα του γιου προς τον πατέρα του.

Ο Στάλιν εμφανιζόταν ταπεινωμένος από τη δεινή κατάσταση, καθώς είχε διατάξει τους στρατιώτες του να μην παραδίδονται. Όπως είχε διαμηνύσει μάλιστα για τους «μοχθηρούς αποστάτες», όπως αποκαλούσε όσους έριχναν τα όπλα, «οι οικογένειές τους θα συλλαμβάνονται».

Ο Γιάκοβ πέθανε στα χέρια των Ναζί, καθώς ο «Πατερούλης» δεν ήθελε να τον φέρει πίσω. Τρεις φορές αρνήθηκε τις προτάσεις του εχθρού. Όταν του πρότειναν να τον αφήσουν με αντάλλαγμα την απελευθέρωση ενός γερμανού στρατάρχη, ο Στάλιν απάντησε πως «δεν θα ανταλλάξω έναν αρχιστράτηγο με έναν υπολοχαγό».

Στις δύο επόμενες κρούσεις των Γερμανών είπε «δεν έχω κανέναν γιο που να ονομάζεται Γιάκοβ» και μετά πως «όλοι οι σοβιετικοί στρατιώτες είναι παιδιά μου». Κατόπιν συνέλαβε και τη νύφη του και την έστειλε στη Σιβηρία, αφήνοντας την τρίχρονη εγγονή του χωρίς γονείς.

Με την περιπέτεια του Γιάκοβ να τον στοιχειώνει, δεν θα επέτρεπε στον Βασίλι να πάει στην πρώτη γραμμή. Έκανε μεν κάποιες αποστολές, όλοι όμως ήξεραν ποιος είναι (παρά το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε) και δεν τον άφηναν να κινδυνεύει.

Ακόμα κι έτσι, εκείνος ανέβαινε γοργά τις τάξεις της στρατιωτικής ιεραρχίας, φτάνοντας μέσα σε έναν χρόνο από υποσμηναγός να γίνει σμήναρχος.

Σύμφωνα με τον Montefiore, που επικαλείται συνάδελφο του Βασίλι, δεν ήταν ακριβώς υπόδειγμα αξιωματικού: «Ο Βασίλι έπινε πολύ σχεδόν κάθε μέρα, δεν ερχόταν για δουλειά ακόμα και για βδομάδες και δεν μπορούσε να πάρει τα χέρια του από τις γυναίκες».

Όταν ο πόλεμος έκλινε προς τη μεριά των Σοβιετικών, ο Στάλιν άφησε επιτέλους τον γιο του να πάρει μέρος σε πραγματικές αερομαχίες. Ο Βασίλι διακρίθηκε ως πιλότος μαχητικού, συμμετείχε σε 29 μάχες και λέγεται πως κατέρριψε και δύο γερμανικά αεροπλάνα.

Η αναγνώριση από τον πατέρα του δεν θα ερχόταν ποτέ, το στράτευμα τον αντάμειψε ωστόσο με γενναίες προαγωγές. Στα 25 του (1946) ήταν ήδη υποπτέραρχος, ο νεότερος υποστράτηγος στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού.

Το 1947 έγινε αντιπτέραρχος και την επόμενη χρονιά διοικητής όλων των αεροπορικών βάσεων που υπάγονταν στη Μόσχα.

Εθισμός στο αλκοόλ και τέλος

Στα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο, έχασε κάθε ενδιαφέρον για την καριέρα του. Τώρα ασχολιόταν με τα σπορ. Αγαπούσε ιδιαίτερα το χόκεϊ στον πάγο και έγινε τελικά προπονητής της εθνικής ομάδας.

Τον Ιανουάριο του 1950, το αεροπλάνο που μετέφερε τους παίκτες της ομάδας συνετρίβη και όλοι τους βρήκαν τραγικό θάνατο. Τρομοκρατημένος, ο Βασίλι σταμάτησε κάθε εμπλοκή του με τον επαγγελματικό αθλητισμό.

Αλλά και τα υψηλόβαθμα καθήκοντά του τα εκτελούσε ανεπαρκώς. Δεν είχε περάσει την εκπαίδευση που απαιτούσε κάθε θέση, κι έτσι υπολειπόταν κατά πολύ σε βασικές γνώσεις, γνώσεις απαραίτητες για τον υψηλό του ρόλο.

Τον Μάιο του 1952, μέσα στη μέθη του έδωσε εντολή για μια αεροπορική αποστολή, παρά την κακοκαιρία. Η απόφασή του κατέληξε στον θάνατο των δύο πιλότων του αεροσκάφους. Εξοργισμένος ο Στάλιν, του πήρε ουσιαστικά τη διοίκηση γιατί «έπινε πολύ και διέφθειρε το σύνταγμα».

Παρά το γεγονός ότι δεν τα πήγαν ποτέ καλά με τον πατέρα του, ο Βασίλι απολάμβανε πάντα την εύνοια των μεγαλόσχημων Σοβιετικών. «Τον πίεζαν να φτάσει πιο ψηλά», γράφει η Σβετλάνα, «αυτοί που τον πίεζαν δεν ενδιαφέρονταν για τις δυνάμεις του ή τις αδυναμίες του. Η μόνη σκέψη τους ήταν να κερδίσουν την εύνοια του πατέρα μου».

Όταν ο Στάλιν πέθανε όμως το 1953, ο Βασίλι έμεινε ξεκρέμαστος. Κανείς δεν τον χρειαζόταν πια για να φτάσει στον ηγέτη, κι έτσι περιέπεσε αμέσως στην αφάνεια. Ακόμα χειρότερα, τον κατηγόρησαν για εγκληματική αμέλεια, αλλά και για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος.

Χωρίς τον «Πατερούλη» στο πλευρό του, ήταν εύκολος στόχος. Σε λιγότερο από δύο μήνες μετά τον χαμό του Στάλιν, ο Νικίτα Χρουστσόφ του ξήλωσε τα γαλόνια και τα παράσημα και του στέρησε ακόμα και την ελευθερία του.

Τον πέταξαν σε μια φυλακή επειδή τον είδαν να τρώει σε εστιατόριο με ξένους διπλωμάτες. Τώρα τον κατηγορούσαν και για αντισοβιετική προπαγάνδα. Τον δίκασαν κεκλεισμένων των θυρών και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 8 ετών. Η έκκλησή του στον Χρουστόφ για επιείκεια δεν πήρε ποτέ απάντηση.

Πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, η υγεία του επιδεινώθηκε, επιβαρυμένη καθώς ήταν από τον χρόνιο αλκοολισμό. Ο Χρουστσόφ τον λυπήθηκε τελικά τον Ιανουάριο του 1960 και τον αποφυλάκισε πρόωρα.

Του έδωσε μια πενιχρή σύνταξη, ένα διαμερισμάτακι στη Μόσχα και το προνόμιο να φορά την βαριά στολή του στρατηγού. Ο Βασίλι συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε: έπινε συνέχεια.

Δύο μέρες πριν κλείσει τα 41 χρόνια ζωής, τον Μάρτιο του 1962, έφυγε από τον κόσμο. Ήταν «πέρα για πέρα αλκοολικός», είπε η Σβετλάνα για τον αδερφό της.

Το όνομά του αποκαταστάθηκε μερικώς το 1999, όταν το κράτος τον απάλλαξε από την κατηγορία της αντισοβιετικής προπαγάνδας…



ΠΗΓΗ