Η άρθρωση αποτελεσματικής αποτρεπτικής στρατηγικής εκ μέρους των απειλούμενων κρατών συνδέεται διϊστορικά με τους όρους σταθεροποίησης των διακρατικών σχέσεων. Όταν ένα κράτος υποστηρικτικό προς το status quo απειλείται, τότε ορθολογικά αναμένεται να χαράξει αποτρεπτική στρατηγική, μέσω της οποίας θα καθίσταται σαφές στον αποσταθεροποιητικό παράγοντα ότι το κόστος μιας επιθετικής ενέργειας του θα είναι δυσανάλογο εν σχέσει με το προσδοκώμενο όφελος. Εφόσον καλλιεργηθεί επιτυχώς αυτή η πεποίθηση στον αντίπαλο, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες διαφύλαξης της σταθερότητας. Ενδεχόμενη διολίσθηση σε γενικευμένη πολεμική σύρραξη σημαίνει αποτυχία της αποτρεπτικής στρατηγικής, η οποία λειτουργεί έως το στάδιο ενός θερμού επεισοδίου ή μιας βραχείας και περιορισμένης ένοπλης αντιπαράθεσης.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η επιτυχής εφαρμογή της αποτροπής ενέχει αδιαμφισβήτητα τη διάσταση της απειλής. Κατά μία έννοια, δηλαδή, ο αμυνόμενος εκφράζει μια αποτρεπτική απειλή ή μια «ανταπειλή» έναντι της αναθεωρητικής στρατηγικής του «αρχικώς» απειλούντα.

Στην περίπτωση, συνεπώς, του ελληνοτουρκικού συστήματος, η Αθήνα οφείλει να αποτρέπει την Άγκυρα αντιπαρατάσσοντας τη δική της απειλή διαρκείας, κατά τη συλλογιστική: «Αν με πειράξεις, θα ανταποδώσω τα ίσα ή και πολλαπλάσια».

Προφανώς, για να είναι πειστικό ένα τέτοιου περιεχομένου μήνυμα, πρέπει να συνοδεύεται από επαρκείς συντελεστές ισχύος (στρατιωτική ισχύς, στελεχιακό δυναμικό, ΑΕΠ, τεχνολογία, αρκούντως αυτονομημένη τεχνογνωσία, πολιτική βούληση κ.ο.κ.), καθώς σε διαφορετική περίπτωση είναι τρόπον τινά σαν ένας πεζός να διασχίζει το δρόμο με κόκκινο φανάρι αναμένοντας ότι θα φοβίσει το διερχόμενο φορτηγό ώστε εκείνο να σταματήσει.

Η εν λόγω αποτρεπτική απειλή, για να είναι αποτελεσματική και αξιόπιστη, οφείλει να έχει διάρκεια και έκταση, αλλά να είναι και δυσκόλως προβλέψιμη, καθόσον το επιχειρησιακό σκέλος του όλου παιγνίου είναι αναμφίβολα πολυδιάστατο. Κατά συνέπεια, διαμέσου της επισήμανσης περί «διαρκείας» νοείται ότι η αποτρεπτική απειλή οφείλει να συντηρείται ως σενάριο στρατιωτικής απάντησης είτε αμέσως είτε προληπτικά, καθώς άλλωστε τούτο δίδεται ως νόμιμο δικαίωμα άμυνας μέσω του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (άρθρο 51). Τονίζεται ότι αναφερόμαστε σε «αποτρεπτική απειλή διαρκείας» σε όλα τα επίπεδα, σε όλα τα δυνητικά θέατρα πολέμου και σε όλους τους χρόνους, για όσο χρονικό διάστημα τίθεται ηγεμονική απειλή, ευδιάκριτη εξ απόψεως ισορροπίας δυνάμεων, γεωγραφικής εγγύτητας και δεδηλωμένων προθέσεων.

Εξάλλου, η διεξαγωγή ενός προληπτικού πλήγματος δεν ανακοινώνεται, αλλά σίγουρα πρέπει να δηλώνεται ότι δεν απορρίπτεται ως σενάριο. Όλα τα ενδεχόμενα πρέπει να συντηρούνται ανοιχτά, ούτως ώστε ο αμυνόμενος να επιτυγχάνει την «ισορροπία του φόβου», η οποία εν τέλει θα αποσοβήσει την οιαδήποτε εις βάρος του μεταβολή στους συσχετισμούς δυνάμεων, κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η «ισορροπία του φόβου» διαφυλάττει την «ισορροπία ισχύος» και κατ’ επέκταση την ειρήνη και τη σταθερότητα. Αντιστρόφως, όταν (εκτιμάται ότι) διαταράσσεται η εν λόγω ισορροπία, τότε προκύπτει η αστάθεια και η κλιμάκωση.

Όπως επισημάνθηκε αναλυτικότερα και σε προηγούμενο άρθρο του γράφοντος, αν κάτι παρωθεί την Τουρκία σε ακραίες επιθετικές ενέργειες στην παρούσα συγκυρία, αυτή είναι κυρίως η πεποίθηση του τουρκικού κατεστημένου ότι κινδυνεύει να χάσει το timing της νομικής και της θεσμικής αποτύπωσης των διαχρονικών νεοοθωμανικών αξιώσεων.

Η περίοδος της ακραίας απίσχνασης των ελληνικών συντελεστών ισχύος έχει φθάσει στο τέλος, η διεθνής συγκυρία δεν ευνοεί αναθεωρητισμούς, η Τουρκία έχει πλέον εισέλθει σε ένα φαύλο κύκλο ακραίας ύφεσης και αδυναμίας εκτέλεσης των επόμενων ζωτικής σημασίας για την ίδια εξοπλιστικών προγραμμάτων και όλα αυτά σε συνδυασμό με τις τουρκικές εκλογές, το τέλος του πολιτικού χρόνου του Ερντογάν και την επιθυμία αφύπνισης των εθνικιστικών ενστίκτων των ψηφοφόρων από πλευράς του συνόλου των τουρκικών πολιτικών κομμάτων έχουν οδηγήσει την Άγκυρα στην εκτίμηση ότι «δεν μπορεί να περιμένει άλλο, τώρα είναι η ώρα».

Απέναντι στην εν λόγω πεποίθηση, η αποτροπή συνιστά τη μοναδική επιλογή και αυτή θα κρίνει μακροπρόθεσμα την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή. Ο κατευνασμός, η υποχωρητικότητα και η μη επίδειξη πολιτικής βούλησης θα οδηγήσουν αργά ή γρήγορα τα πράγματα σε ένα σημείο, όπου ο αμυνόμενος θα είναι πλέον αναγκασμένος να πολεμήσει από ιδιαίτερα δυσχερή θέση, αφού πρώτα θα έχει παραιτηθεί των δικαιωμάτων του.

Γι’ αυτό το λόγο, η εν Ελλάδι συζήτηση οφείλεται να επαναπροσδιοριστεί ως προς ποιοι είναι υπέρ της ειρήνης και ποιοι είναι πολεμοκάπηλοι, ποιοι ομιλούν με γνώμονα τη σταθερότητα και ποιων οι προτάσεις θα οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια εν τέλει σε πολεμική σύγκρουση και μάλιστα, με την Ελλάδα σε εξαιρετικά μειονεκτική θέση.

Και για να επαναπροσδιοριστεί η συζήτηση, πρέπει να κατανοηθούν διαδοχικά η άναρχη φύση του διεθνούς συστήματος, η φυσική και δημοκρατική ροπή των εθνοκρατών να είναι ανεξάρτητα και ελεύθερα, η ανάγκη τους να εξασφαλίζουν την αυτοβοήθειά τους προς αυτό το σκοπό και η λήψη αποτρεπτικών μέσων όταν απειλούνται από ηγεμονικούς δρώντες τόσο τα εθνοκράτη καθαυτά όσο και η ίδια η ειρήνη και η σταθερότητα.





ΠΗΓΗ