Η κλιματική αλλαγή/κρίση έχει για τα καλά εισέλθει στο λεξιλόγιο μας. Αποτελεί μία θεωρητική αναφορά που επαναλαμβάνεται σε επίπεδο κυβερνήσεων, διεθνών οργανισμών, εταιρειών και πλήθους φορέων. Έχει μετατραπεί σε έναν όρο που ταιριάζει παντού και συνεπάγεται δεσμεύσεις χωρίς χρονοδιαγράμματα και ουσιαστικά αποτελέσματα. Από κοντά και ο όρος βιωσιμότητα. Και με αυτό τον τρόπο φτάσαμε σήμερα να αγνοούμε δεδομένα επιστημονικά, γεγονότα και να θεωρούμε την κλιματική αλλαγή ως φαινόμενο που δεν σχετίζεται με την καθημερινή ζωή μας.

Ακόμα και σήμερα η έλλειψη ουσιαστικού συντονιστικού μηχανισμού σε διεθνές επίπεδο αλλά και η έλλειψη στόχευσης ως προς τις δυνάμεις που μπορούν να επιτελέσουν ένα αποφασιστικό ρόλο συμβάλλουν στη μειωμένη σημασία της κλιματικής αλλαγής και το μειωμένο ενδιαφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας.

Πεντακόσιες διαφορετικές διεθνώς αναγνωρισμένες συμφωνίες έχουν υπογραφεί κατά τα τελευταία χρόνια, 35 οργανισμοί των Ηνωμένων Εθνών εμπλέκονται και επηρεάζουν την παγκόσμια περιβαλλοντική διακυβέρνηση, όταν η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου δεσμευτικού πλαισίου και ενός κεντρικού συντονιστικού οργάνου είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.

Την ίδια στιγμή, διαπιστώνεται διαφορετική ταχύτητα και στόχευση στη θέσπιση κριτηρίων από τους νομοθέτες, ενώ οι στόχοι παραμένουν θολοί. Υπάρχουν όμως και αντιφατικές πολιτικές που στην ουσία συμβάλλουν στην τροφοδότηση της κρίσης. Το 2017 για παράδειγμα οι κυβερνήσεις σε διεθνές επίπεδο δαπανούσαν σχεδόν 500 δις ετησίως για να υποστηρίξουν πρακτικές ζημιογόνες για τη βιοποικιλότητα, πόροι που ξεπερνούσαν πέντε έως έξι φορές τις συνολικές δαπάνες τους για την προστασία της βιοποικιλότητας.

Ένα ακόμα παράδειγμα είναι το γεγονός πως την ίδια χρονιά οι χώρες που συμμετέχουν στον Ο.Ο.Σ.Α. παρείχαν 700 εκατ. δολάρια σε εταιρείες και ιδιώτες που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της αλιείας. To 40% αυτών των πόρων κατευθύνθηκαν για τη μείωση του κόστους λειτουργίας τους, ενισχύοντας εμμέσως και σε πολλές περιπτώσεις πρακτικές υπεραλίευσης, παράνομης αλίευσης κ.τ.λ.

Σήμερα οι περισσότεροι πολίτες δεν γνωρίζουν με ποιον τρόπο συμβάλλουν στην τροφοδότηση της κρίσης όπως και δεν γνωρίζουν το ρόλο που θα μπορούσαν να έχουν στην αντιμετώπιση της κρίσης. Τόσο η τροφοδότηση όσο και η αντιμετώπιση της κρίσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την καθημερινότητα μας, τις καταναλωτικές αγορές μας, τη διατροφή μας, την ένδυση μας.

Σύμφωνα με μελέτη των Ηνωμένων Εθνών ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται να αυξηθεί στα 9,6 δισεκατομμύρια ανθρώπους έως το 2050. Τρεις ακόμα πλανήτες θα ήταν απαραίτητοι για να εξασφαλιστούν οι πόροι που θα μπορούσαν να διατηρήσουν τον υφιστάμενο τρόπο ζωής. Ο μέσος πολίτης στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμ. Πολιτείες καταναλώνει 4 φορές και 7 φορές αντίστοιχα περισσότερους πόρους συγκριτικά με τον μέσο πολίτη στην Ινδία.

Ωστόσο, πολλά από τα αγαθά που παράγουμε μολύνουν τον αέρα μας, τον υδροφόρο ορίζοντα και το έδαφος. Σχεδόν το 1/5 των εξαγωγών βοδινού κρέατος και σόγιας από τη Βραζιλία στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνδέεται με παράνομες πρακτικές αποψίλωσης των τροπικών δασών, ενώ ο καφές, το κακάο και το φοινικέλαιο συνθέτουν την πρώτη πεντάδα των προϊόντων που συμβάλλουν την καταστροφή των οικοτόπων. Την ίδια στιγμή, όμως οι πολίτες απορρίπτουν το 40% του φαγητού που παράγεται.

Αλλά και σε επίπεδο δημόσιας υγείας δυσμενείς επιπτώσεις προκύπτουν από την αποψίλωση, καθώς υπολογίζεται πως το 31% των πρωτοεμφανιζόμενων ασθενειών συνδέονται με την αλλαγή της χρήσης της γης.

Η περιβαλλοντική καταστροφή, η κλιματική κρίση είναι δίπλα μας, τα στοιχεία είναι πολλά και ενδεικτικά και οι επιπτώσεις αγγίζουν κάθε πτυχή της οικονομίας και της κοινωνίας. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν πως ως κοινωνία θα πρέπει να στραφούμε προς ένα διαφορετικό μοντέλο βασιζόμενο σε διαφορετικά πρότυπα κατανάλωσης. Στην προσπάθεια αυτή ο ρόλος του πολίτη, του καταναλωτή είναι κεντρικός διαμορφώνοντας τη ζήτηση των προϊόντων και παρέχοντας κατευθύνσεις στις εταιρείες σχετικά με τα προϊόντα που παράγουν και πωλούν.

Ο καταναλωτής είναι αυτός που πρώτος από όλους μπορεί να επικοινωνήσει την ανάγκη κατάργησης των πλαστικών μιας χρήσης, όταν μάλιστα εκατομμύρια τόνοι πλαστικού κάθε χρόνο απορρίπτονται στο έδαφος και στη θάλασσα και επιστρέφουν στο πιάτο μας με τη μορφή μικροπλαστικών. Καμία κλιματική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αν ο πολίτης δεν καταστεί συμμέτοχος ή οδηγός σε αυτή την προσπάθεια.

Στο πλαίσιο αυτό, αναγκαία προϋπόθεση για να αναδειχθεί περαιτέρω ο ρόλος του πολίτη αποτελεί η ενίσχυση της περιβαλλοντικής δημοκρατίας, η δυνατότητα δηλαδή του πολίτη να ενημερώνεται και να συμμετέχει στη λήψη των σημαντικών αποφάσεων όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος. Κάτι τέτοιο θα ενθαρρύνει τη συμμετοχή του πολίτη σε πρωτοβουλίες που σήμερα είτε απουσιάζουν ή μοιάζουν ανώφελες. Κυριότερα όμως θα αναδείξει και τον ρόλο της ατομικής ευθύνης προκειμένου η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης να ξεκινήσει πρώτα από όλα από την καθημερινότητα μας.

Η αλλαγή του μοντέλου ζωής μας και των συνηθειών μας δεν μπορεί να περιμένει όπως και η καθημερινότητα μας δεν μπορεί να βασίζεται στην αντίληψη πως η περιβαλλοντική κρίση αποτελεί μία έννοια που θα πρέπει να απασχολεί μόνο τις τοπικές, εθνικές και διεθνείς αρχές. Οι έως σήμερα πολιτικές και στρατηγικές έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικές. Η αναζήτηση νέων στοχευμένων στρατηγικών θα είναι προς το συμφέρον όλων μας.





ΠΗΓΗ