Δια μέσου των αιώνων οι εξελίξεις στο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον πάντοτε επηρέαζαν την Κύπρο. Αυτό ισχύει και στην σημερινή συγκυρία. Υπάρχει σήμερα ένα πολύπλοκο πολυπολικό διεθνές περιβάλλον καθώς και ένας συνεχιζόμενος ανταγωνισμός δυνάμεων. Η Κύπρος έχει τα δικά της προβλήματα αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί αιτία εσωστρέφειας.

Αντ’ αυτού, καλείται να αξιολογεί επαρκώς τα τεκταινόμενα και να τοποθετείται αναλόγως. Αυτή η προσέγγιση αποτελεί προτεραιότητα καθώς και αναγκαία προϋπόθεση για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. 

Η ουκρανική κρίση προκαλεί το διεθνές ενδιαφέρον καθώς το διακύβευμα είναι υψίστης σημασίας.

Για τις ΗΠΑ και την ΕΕ υφίσταται μια ρωσική επιθετικότητα η οποία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Από τη σκοπιά της Ρωσίας η όλη αξιολόγηση είναι διαμετρικά αντίθετη: οι εξελίξεις στην Ουκρανία εντάσσονται στους ευρύτερους αμερικανικούς σχεδιασμούς όχι μόνο για την ανάσχεσή της αλλά και για τον περαιτέρω περιορισμό της Μόσχας. Μπορεί να λεχθεί ότι οι όροι αυτοί ανήκουν στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Παρά ταύτα, ο γεωστρατηγικός ανταγωνισμός συνεχίζεται με τις ανάλογες συνέπειες. 

Κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων το 1962, οι ΗΠΑ ζητούσαν από την τότε Σοβιετική Ένωση να αποσύρει τους πυραύλους από την Κούβα, την οποία θεωρούσε ως το μαλακό της υπογάστριο. Και όπως οι ΗΠΑ το 1962 δεν μπορούσαν να αποδεχθούν την παρουσία σοβιετικών πυραύλων στην Κούβα, έτσι και σήμερα η Ρωσία δεν ανέχεται την υπαγωγή της Ουκρανίας στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. 

Προσωπικά θεωρώ ότι η αρχιτεκτονική ασφαλείας της ΕΕ αλλά και του διεθνούς συστήματος ενισχύεται όταν υπάρχει μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ Ρωσίας-ΗΠΑ καθώς και Ρωσίας-ΕΕ.

Στην απουσία μιας τέτοιας συνεργασίας ελλοχεύει ο κίνδυνος ευρύτερης αποσταθεροποίησης ή τουλάχιστον συνεχών εντάσεων και τριβών. Επιπρόσθετα, σε μια περίοδο όπου είναι η Κίνα που θεωρείται από την Ουάσιγκτον ο κύριος ανταγωνιστής των ΗΠΑ, η προσέγγιση με την Ρωσία θα ήταν η πιο ορθολογιστική κίνηση. 

Πέραν τούτου, είναι γνωστό ότι όταν υπάρχει ένταση στις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης, η στρατηγική σημασία της Τουρκίας αναβαθμίζεται. Η κατάσταση αυτή και οι προεκτάσεις της πρέπει να αξιολογούνται ανάλογα από την Αθήνα και τη Λευκωσία.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που παρά την τουρκική επιθετικότητα, τα δημοκρατικά ελλείμματα καθώς και τις παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων εντός και εκτός Τουρκίας, η ανοχή της ΕΕ και των ΗΠΑ προς την Άγκυρα είναι άνευ ορίων.

Πέραν τούτου, η αλαζονεία της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και η αντιμετώπιση της οποίας τυγχάνει δεν είναι τυχαία. Ως εκ τούτου οι τοποθετήσεις της δικής μας πλευράς δεν μπορούν να κινούνται πλέον στα πλαίσια παραδοσιακών προσεγγίσεων. Αντίθετα, η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να πολιτεύεται με διεκδικητικό πραγματισμό. 

Είναι επίσης γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια η Τουρκία κινείται στη βάση ενός μεγαλοϊδεατισμού. Δεν αρκείται στο να είναι μόνο μια περιφερειακή δύναμη. Αντίθετα κινείται στα πλαίσια μιας πολιτικής η οποία στοχεύει στην ανάδειξη της Τουρκίας ως μιας υπολογίσιμης δύναμης εντός του υφιστάμενου διεθνούς πολυπολικού συστήματος.

Είναι γι’ αυτό που η Άγκυρα δεν επιθυμεί να θεωρείται δεδομένη για τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα. Η πολιτική αυτή έχει τα όριά της καθώς εκτός από τα διαρθρωτικά οικονομικά προβλήματα η Τουρκία αντιμετωπίζει την πρόκληση της υπερεπέκτασης. 

Βλέπουμε επίσης το τελευταίο διάστημα τις προσπάθειες της Άγκυρας για αναθέρμανση των σχέσεων της με το Ισραήλ. Η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη. Αυτό πρέπει να μας υπενθυμίζει ότι στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν μόνιμες φιλίες αλλά μεταβαλλόμενα συμφέροντα. Και η δική μας πλευρά και πάλιν καλείται να τοποθετείται ανάλογα.

Σημειώνεται συναφώς ότι ήταν υπερβολικές οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί από την προοπτική του αγωγού East Med. Άλλωστε αρκετοί εμπειρογνώμονες από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την ΕΕ κατ’ επανάληψιν είχαν υποδείξει ότι η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου της Ανατολικής Μεσογείου θα ήταν από τις χώρες της περιοχής. 

Στην όλη εξέλιξη των χαρακτηριστικών του σημερινού διεθνούς περιβάλλοντος δεν μας διαφεύγει ο ρόλος της ΕΕ και του ΟΗΕ.

Η ΕΕ δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί ως μια γεωπολιτική οντότητα. Γι’ αυτό δεν μας εκπλήττει και η χλιαρή της στάση έναντι της τουρκικής πολιτικής έναντι της Κύπρου.

Και ο ΟΗΕ εξακολουθεί να λειτουργεί περισσότερο με βάση τα χαρακτηριστικά του διεθνούς περιβάλλοντος και λιγότερο με βάση τις αρχές του διεθνούς δικαίου. Τα δεδομένα αυτά δεν πρέπει να μας απογοητεύσουν. Θα πρέπει όμως να αποτρέπουν την άσκηση πολιτικής η οποία να στηρίζεται σε ψευδαισθήσεις. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που τα δεδομένα για την Κύπρο είναι δύσκολα. Παρά τις αντιξοότητες η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να προσβλέπει σε ένα καλύτερο μέλλον. Η χώρα μας θα πρέπει να συνεχίζει να ασκεί μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και ταυτόχρονα να ενισχύει τα ερείσματά της σε όλα τα επίπεδα. Εννοείται επίσης ότι πρέπει να αποφεύγεται πάση θυσία η ιδεολογικοποίηση της εξωτερικής μας πολιτικής καθώς και του Κυπριακού.

Αντίθετα προβάλλεται η ανάγκη για πολιτικές που να στοχεύουν στη σύζευξη συμφερόντων με άλλες δυνάμεις καθώς και την προβολή αρχών οι οποίες είναι ευρέως αποδεκτές.

*** 

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.





ΠΗΓΗ