Πολύ πριν η Τουρκία αρθρώσει την μπλόφα της περί λύσης δύο κρατών στην Κύπρο, τα ίδια τα δύο ελληνικά πολιτικά συστήματα (ελλαδικό και κυπριακό) προέκριναν μια «λύση δύο κρατών» μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, με τη δεύτερη να είναι μάλιστα αφελληνισμένη.
Η συγκεκριμένη λογική, η οποία έχει καλλιεργήσει συνειδήσεις και σε επίπεδο κοινωνικών μειοψηφιών, συνδέεται άμεσα με τη θέση ότι «η Κύπρος κείται μακράν» και τη σταδιακή απεμπόληση του ενιαίου αμυντικού δόγματος κατά τα τελευταία 20-25 έτη.
Αναφερόμαστε συχνά στην Κύπρο ως ένα κράτος της Υποσαχάριας Αφρικής, έναντι του οποίου η Ελλάδα δεν έχει καμία σπουδαία υποχρέωση πέραν της περιλάλητης «συμπαράστασης».
Δυστυχώς, αυτό το αφήγημα έχει επεκταθεί σε όλα τα επίπεδα και με θλίψη το βλέπουμε να επιστρατεύεται ακόμη και στο πλαίσιο της εν Ελλάδι φθηνής μικροκομματικής αντιπαράθεσης, με άγνοια έστω και της νομικής διασύνδεσής μας με την Κύπρο, αν κάποιος θέλει να παραβλέψει την ηθική και εθνική.
Η αφορμή για τα προαναφερθέντα δίνεται από το περιεχόμενο της κριτικής έναντι του διορισμού Κύπριου πολιτικού στη θέση Υπουργού της Ελληνικής Δημοκρατίας. Όχι Γάλλου, όχι Κονγκολέζου, όχι Περουβιανού, αλλά Κύπριου!
Αν η κριτική είναι απέναντι σε συγκεκριμένο πρόσωπο, προφανώς και είναι δεκτή και πολλά από τα σημεία αυτής είναι και εύλογα, ιδιαιτέρως όσα αφορούν σχέσεις με γνωστά «ευαγή» ιδρύματα διαμόρφωσης της ελληνικής και της κυπριακής κοινής γνώμης.
Όμως, η κριτική η οποία αναφέρεται σε «εισαγωγές Υπουργών» και σε «συνταγματική υποχρέωση να είναι Έλληνες πολίτες»ή τα ευτελή σχόλια σύμφωνα με τα οποία «ας διορίσουμε Υπουργό και από τη Ρουμανία ή την Ισλανδία» δεν μπορούν να έχουν θέση στο δημόσιο διάλογο και να αρθρώνονται, μάλιστα, από ανθρώπους, οι οποίοι ενδεχομένως να κληθούν να υπερασπιστούν το εθνικό συμφέρον από κυβερνητικές θέσεις στο μέλλον.
Το ελληνικό έθνος δυστυχώς έχει συρρικνωθεί τον τελευταίο αιώνα, ακολουθώντας μια αντίστροφη πορεία εν σχέσει με εκείνη που προσπάθησε να χαράξει κατά το 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου. Με απαρχή τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατόπιν το διωγμό των Ελλήνων της Πόλης, την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τα παρανόμως κατεχόμενα εδάφη, την εγκατάλειψη από την Αθήνα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου και την αδιαφορία για τις τόσες ελληνικές κοινότητες στα βόρεια σύνορά μας και αλλού έως και σήμερα.
Ιστορικά, ο ελληνισμός συνιστούσε ένα οντολογικά προσδιορισμένο φαινόμενο, το οποίο εκτάθηκε πέραν της μητρόπολης και των συνόρων του ελλαδικού κράτους. Εντούτοις, στη σύγχρονη εποχή των εθνοκρατών, η μητρόπολη όφειλε και οφείλει να διαδραματίζει ρόλο προστάτιδας δύναμης των συμφερόντων και των δικαίων των ανθρώπων, οι οποίοι ταυτοτικά, συνειδησιακά, γλωσσικά, πολιτισμικά ταυτίζονται με την ιδιοσυστασία του ελλαδικού κράτους και γιατί όχι… να αντλεί τις σημαντικότερες προσωπικότητες και να τις επιστρατεύει επ’ ονόματι του εθνικού συμφέροντος.
Είναι γνωστό ιστορικά πόσο έχει ζημιωθεί η χώρα από τις λογικές των αντιπαραθέσεων «αυτοχθόνων-ετεροχθόνων» και τις επιλογές προσώπων, όχι με βάση τις ικανότητές τους αλλά με αμφιλεγόμενα κριτήρια.
Προφανώς, για τον καλόπιστο αναγνώστη ο οποίος έχει τύχει να διαβάσει και παλαιότερα κείμενα του γράφοντος, οφείλεται να σημειωθεί ότι η ανωτέρω κριτική είναι πέραν μικροκομματικών στεγανών, καθότι ουδεμία έκπληξη θα προκαλείτο αν η ίδια αντιπαράθεση συνέβαινε με αντεστραμμένους ρόλους κυβέρνησης-αντιπολίτευσης. Άλλωστε, το πρόβλημα είναι οριζόντιο και αφορά συνολικά το πολιτικό σύστημα – φοβάμαι – και της Κύπρου.