Anadolu Agency via Getty Images

Μετά τον Ερντογάν… τι; Αυτό το ερώτημα πλανάται πάνω από την Ευρύτερη Μέση Ανατολή, η αποσταθεροποίηση της οποίας κατά τα τελευταία έτη έχει ταυτιστεί με την παρουσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον πρωθυπουργικό και μετέπειτα στον προεδρικό θώκο της Τουρκίας. Θα αποχωρήσει ο «κακός Ερντογάν» και όλα «θα πάνε καλύτερα» με την «επιστροφή της ειρήνης και της σταθερότητας» [sic];!

Ο βασικός λόγος συντονισμένης εκδήλωσης του τουρκικού αναθεωρητισμού προς όλα τα αζιμούθια συνδέεται με τη θέση της Τουρκίας στην κατανομή ισχύος και τις συμπαρομαρτούσες εκτιμήσεις της ηγεσίας της.

Η άνοδος της τουρκικής ισχύος με την αλματώδη αύξηση του Α.Ε.Π. μεταξύ κυρίως 2005-2015 και η ισχυροποίηση, η οποία έφθασε έως τη συγκρότηση εδραίου κρατικού μηχανισμού (πρόσληψη 700 εμπειρογνωμόνων επί θητείας Αχμέτ Νταβούτογλου στο Υπουργείο Εξωτερικών) και την κλιμακούμενη αυτονόμηση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση στη Ελλάδα και τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, επέτρεψαν στην Τουρκία να εκτιμήσει ότι θα μπορούσε να θέσει σε εφαρμογή το νεοοθωμανικό σχέδιό της. Άλλωστε, η τουρκική βούληση συνδυάστηκε με την αντίστοιχη απουσία βούλησης από πλευράς των δυνητικών (και όχι πραγματικών) εξισορροπητών, όπως η χώρα μας.

Συνεπώς, η αιτία της τουρκικής στρατηγικής συμπεριφοράς δεν είναι ο Ερντογάν, αλλά οι συντελούμενες ενδοσυστημικές αλλαγές, με άξονα μια ανακατανομή ισχύος και ρόλων απολύτως συνδεδεμένη με ό,τι εκτυλίσσεται στο πλανητικό επίπεδο, με τη μεταλλαγή των επιχειρησιακών προτεραιοτήτων των Η.Π.Α. και την επαναδραστηριοποίηση της Γαλλίας στο Μαγκρέμπ και στη Μέση Ανατολή.

Πρώτο συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι η αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας συνεχίζεται, ανεξαρτήτου ηγεσίας, όσο εκτιμά ότι η κατανομή ισχύος είναι ευνοϊκή για την ίδια. Το βλέπουμε αυτό, εξάλλου, στις δηλώσεις των στελεχών της Αντιπολίτευσης στην Τουρκία.

Άρα, τί το διαφορετικό κομίζει η παρουσία του Ερντογάν και συνολικά της ισλαμιστικής ελίτ του Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης; Την τακτική.

Η επιλογή θέσης εν κινδύνω της σχέσης με τη Δύση, η προσέγγιση και ο ανταγωνισμός ταυτοχρόνως της Ρωσίας, ο πρόδηλος επεμβατισμός στη Λιβύη, στη Συρία, στο Ιράκ και στον Καύκασο ή η προμήθεια του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 αποτελούν βασικές πτυχές μιας τακτικής συμπεριφοράς, η οποία πάντοτε έχει στόχο τη στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας εις βάρος των γειτονικών της κρατών, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος.

Κατ’ επέκταση η ενδεχόμενη αποχώρηση του Ερντογάν από την εξουσία μπορεί να επιφέρει μια πρόσκαιρη αλλαγή «ύφους» ή τακτικών κινήσεων, αλλά η ατζέντα των διεκδικήσεων θα παραμείνει ενεργή.

Και αν η παρούσα τουρκική Κυβέρνηση έχει διαπράξει πολλά λάθη αγνοώντας τη γεωπολιτική πραγματικότητα της δεσπόζουσας αγγλοσαξονικής παρουσίας επί της περιμέτρου της Ευρασίας, υπάρχει ισχυρό ενδεχόμενο μια νέα ηγεσία να μη διαπράξει τα ίδια λάθη, παραμένοντας όμως προσκολλημένη στις ίδιες – και ίσως ακόμη πιο διευρυμένες – αναθεωρητικές αξιώσεις.

Χωρίς να εθελοτυφλεί ότι το κυβερνητικό τέλος του Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης θα επιφέρει και το τέλος του νεοοθωμανισμού, η Ελλάδα οφείλει να προετοιμαστεί για αυτή την επόμενη ημέρα… χθες.

Αφ’ ενός στοεξοπλιστικό σκέλος προβαίνοντας σε επιλογές, που θα της παρέχουν τη μέγιστη δυνατή και αξιόπιστη στρατηγική κάλυψη, με εγγύηση ενδεχομένως και αμυντικής συνδρομής. Αφ’ ετέρου στο γραφειοκρατικό και οργανωτικό σκέλος συγκροτώντας επιτέλους θεσμικές δομές χάραξης στρατηγικής, οι οποίες θα λειτουργούν αποστειρωμένα από κομματικές αντιπαραθέσεις, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και φυσικά συμβουλευτικά προς τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη εκάστοτε εκτελεστική εξουσία.

Ο εν γένει στρατηγικός σχεδιασμός της Ελλάδας πρέπει να βαρύνεται από την αρχή ότι η Τουρκία διευρύνει διαρκώς τις αξιώσεις της, καθώς η νεοοθωμανική ιδιοσυστασία του κράτους της αναγιγνώσκει σταθερές προκλήσεις και διαχρονικά διακυβεύματα, αναζητώντας διαρκώς γεωστρατηγικές ευκαιρίες. Τα πρόσωπα παρέρχονται, αλλά η στρατηγική νοοτροπία παραμένει.





ΠΗΓΗ