Τα γεγονότα που συνέβησαν στα Γλυκά Νερά είναι κυριολεκτικά φρικιαστικά. Μια εικοσάχρονη γυναίκα και μητέρα στραγγαλίστηκε, ο σύζυγός της δέθηκε σε καρέκλα, το βρέφος τους βρέθηκε πάνω στη νεκρή μητέρα και το κατοικίδιο ζώο της οικογένειας κρεμάστηκε.
Δεν μπορεί αυτό το βάρβαρο και αποτρόπαιο έγκλημα να μείνει ατιμώρητο.
Πολύ περισσότερο όμως, δεν μπορεί η πολιτική για την αυτοάμυνα στο πλαίσιο της οικιακής εστίας και παράλληλα η πολιτική για την επιτήρηση των δημόσιων χώρων να παραμείνει η ίδια. Πρέπει να αλλάξει «χθες».
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η αστυνομία έχει επιδοθεί σε μία μεγάλη επιχείρηση αναζήτησης και σύλληψης των δραστών των συγκεκριμένων εγκλημάτων.
Γεγονός είναι ότι σε κάθε κανονικό μέσο άνθρωπο αυτό το περιστατικό προκαλεί αποτροπιασμό, σοκ, θλίψη και οργή. Με κίνητρο τη ληστεία, κάποιοι, που κατ’ ευφημισμόν μόνο μπορούν να αποκαλούνται άνθρωποι, εισέβαλαν στην οικιακή εστία και διέπραξαν όσα διέπραξαν.
Είναι η ώρα να ανοίξει ξανά, αλλά σοβαρά, η συζήτηση για την αυτοάμυνα και παράλληλα η συζήτηση για την επιτήρηση των δημόσιων χώρων για λόγους ασφαλείας.
Πολλοί ήδη μιλούν για νομιμοποίηση της οπλοκατοχής με σκοπό τη χρήση του όπλου σε κατάσταση νόμιμης αυτοάμυνας, όταν απειλείται η σωματική ακεραιότητα κάποιου στο σπίτι ή στην εργασία του. Το θέμα είναι μεγάλο και πολύπλοκο.
Η επίκληση της αμερικανικής εμπειρίας έχει κάποια βάση, με επιχειρήματα υπέρ του συγκεκριμένου μέτρου.
Ταυτόχρονα όμως, τα αντεπιχειρήματα είναι εξίσου πολύ σημαντικά.
Η θετική επιχειρηματολογία υποστηρίζει ότι αν κάποιος, προκειμένου να γλυτώσει τη ζωή του ή τη ζωή μελών της οικογένειάς του από βέβαιο φόνο, κάνει χρήση όπλου, θα έπρεπε είτε να μην έχει καμία ποινική συνέπεια είτε η συνέπεια αυτή να είναι ουσιαστικά ανεπαίσθητη.
Στον αντίποδα, η νομιμοποίηση της οπλοκατοχής στην Ελλάδα θα μπορούσε να οδηγήσει, δυνητικά, σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις αυτοδικίας με το πρόσχημα της προστασίας του οικογενειακού ασύλου ή και αργότερα εντελώς απροσχημάτιστα.
Σε μία κοινωνία που έχει βιώσει απανωτά σκληρές κρίσεις – σε οικονομικό, μεταναστευτικό και υγειονομικό επίπεδο – μέσα σε μόλις μία δεκαετία, δεν ξέρω πόσο σοφή επιλογή θα ήταν ένα τέτοιο μέτρο τη δεδομένη στιγμή. Φυσικά, η συζήτηση είναι αμιγώς πολιτική.
Στο νομικό πεδίο, μπορούν να παρουσιαστούν επιπρόσθετα επιχειρήματα από τη σκοπιά της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου, του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του μεγάλου πλέγματος δικαιωμάτων που ορίζει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Πέρα όμως από την οπλοκατοχή, υπάρχουν άλλες λύσεις που θα μπορούσαν να αναζητηθούν από το νομοθέτη.
Μία τέτοια είναι η αλλαγή του πλαισίου αυτοάμυνας. Είναι αδιανόητο κάποιος που δέχεται επίθεση στο σπίτι του να κινδυνεύει να αντιμετωπίσει βαριές ποινές φυλάκισεις αν σκοτώσει με κάποιο τρόπο τον δράστη που αποπειράθηκε να του αφαιρέσει τη ζωή.
Επιπλέον, κρίσιμος τομέας είναι η επιτήρηση των δημόσιων χώρωνμέσω καμερών ασφαλείας, σε συνδυασμό με δυνατό φωτισμό. Ο δυνατός δημόσιος φωτισμός αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης του αισθήματος ασφάλειας σε μια περιοχή.
Ταυτόχρονα οι κάμερες αποκαλύπτουν παραβατικές πράξεις σε όλο το εύρος ενός δημόσιου χώρου, μέχρι τις παρυφές της ιδιωτικής κατοικίας.
Οι κάμερες υποχρεωτικά πρέπει να είναι συνδεδεμένες με κεντρική διαχείριση στις εγκαταστάσεις της Ελληνικής Αστυνομίας.
Έτσι, οι πιθανοί δράστες μπορούν να «συλληφθούν» οπτικά πριν προβούν σε εγκληματικές πράξεις και να δοθεί η δυνατότητα στις αρχές να κινηθούν άμεσα προς αποτροπή.
Εν τέλει, είναι κρίσιμο να ξεκινήσει ξανά, σοβαρά, συστηματικά και με θάρρος η συζήτηση για αυτά τα θέματα.
Το κοινωνικό σώμα, σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες και βεβαίως στην ελληνική, χαρακτηρίζεται και από φαινόμενα εγκλημάτων μίσους, σαδισμού και σκληρών φονικών μεθόδων.
Είναι αδιανόητο όμως η ανθρώπινη ζωή στην οικιακή εστία να μην προστατεύεται επαρκώς από το θεσμικό πλαίσιο και τη σύγχρονη τεχνολογία.
Δυνατότητες και μέσα υπάρχουν. Βούληση χρειάζεται για να μη θρηνήσουμε άλλα θύματα παρόμοιων περιστατικών.