Διάγουμε περίοδο πολιτισμικού μετασχηματισμού που μας πλήττει οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά αλλά και αξιακά, δηλαδή ηθικά. Η εκπαίδευση, η παιδεία, που λέμε, συγκαταλέγεται στα πεδία των παθών μας, επειδή, συν τοις άλλοις, στην Ελλάδα ουδέποτε καλλιεργήθηκε η ιδιότητα του πολίτη (citizenship).

Στην αρχαία σκέψη, ιδίως του Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), εντοπίζουμε τα θεσμικά ίχνη του πολίτη, ο οποίος συμμετέχοντας στην πολιτεία του, στην πόλη του, διδασκόταν την τέχνη να είναι πολίτης· μορφωνόταν σε μια διαδικασία κοινής παιδείας με κάποιον σκοπό, μια εντελέχεια.

Η αρχαία πόλη-κράτος ήταν θεσμός «πολιτοτικής» συμμετοχής, δηλαδή συμμετοχής του πολίτη στη δημοκρατία που ήταν το πολίτευμα της, ενώ το νεότερο έθνος-κράτος περιχαρακώνει με τα σύνορά του, κατά προτεραιότητα, την «ιδιοκτησία» και την «ταυτότητα», π.χ. γλώσσα, δόγμα, φυλή.

Στην ιστορική πορεία οι σμικρύνσεις του ανθρώπου σε μεσαιωνικό δουλοπάροικο και κολίγα, οι ποικίλες πολιτειακές μεταλλάξεις, οι ενέσεις του ετεροχρονισμένου μοντερνισμού και οι ατελείς μεταβάσεις της νεότερης Ελλάδας στη νεοτερικότητα, αποτέλεσαν ανάπηρες προϋποθέσεις που απέδωσαν κάποιον οιονεί εκσυγχρονισμό, ο οποίος αποφασιζόταν άνωθεν και εσαεί παρέμενε ασυγχρόνιστος με τον λαό.

Ποιες, λοιπόν, είναι οι προϋποθέσεις για την διεκδίκηση των πολιτικών αξιωμάτων; Ποιοι πολίτες είναι πρόσφοροι για να ασκούν την εξουσία στην «πόλη»; 

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις θέσεις του Αριστοτέλη, ότι δηλαδή:

α) η πόλη-κράτος είναι φυσική ύπαρξη, η οποία υπερτερεί του ανθρώπου ως ατόμου,

β) σκοπός της πόλης-κράτους εκτός από το ζῆν είναι το εὖ ζῆν και υπέρτατο αγαθό η αὐτάρκεια και γ) ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν, δηλαδή ον από τη φύση πλασμένο να ζει σε πολιτεία, δηλαδή σε οργανωμένη κοινωνία με πολίτευμα και νόμους, καταλήγουμε στο εξής επιχείρημα: 

1. Για να διαμορφώσουμε πολίτες οφείλουμε πρώτα να θεσπίσουμε την πόλη με το κατάλληλο πολίτευμα, δηλαδή την πολιτεία που επιθυμούμε

 

2. Για να έχουν κοινά χαρακτηριστικά οι πολίτες οφείλουμε να τους εκπαιδεύσουμε με κοινή παιδεία

 

3. Η σπουδαία πόλη ή κοινωνία -που είναι ευνομούμενη και επιτυχημένη- δεν είναι τέτοια από τύχη, αλλά προκύπτει με γνώση και πνευματική διάκριση, που οφείλουν να έχουν όσοι αποφασίζουν την πολιτική πορεία της και οι οποίοι προέρχονται από το σώμα των πολιτών της 

Συνεπώς: Οι πολίτες οφείλουν να έχουν παιδεία με κοινά χαρακτηριστικά, ώστε να μην χάνεται η επαφή τους με τη βιωματική αλήθεια των ετέρων συμπολιτών τους που είναι συνάμα και πολιτειακοί εταίροι τους.

Ώστε, δεν πρέπει να χάνεται η βιωματική αλήθεια των ετέρων και εταίρων-συμπολιτών μας! Αυτό συμβαίνει αναποδράστως, όταν οι ολιγαρχικές ομάδες ή οι ελίτ που εμβαπτίζονται σε αλλότριες της πόλεως αξίες και σε είδη πολιτείας αλλότρια της οικείας πατρίδας αποκτούν α-σύγχρονες αντιλήψεις, τις υιοθετούν ετερόχρονες στα καθ’ ημάς και επιχειρούν σχέδια α-σύγχρονα.

Η αποδοχή αλλότριων της οικείας πατρίδας αξιακών κωδίκων αποτελεί βασική αιτία για την παταγώδη αποτυχία του εκσυγχρονισμού της χώρας, που οφείλεται κοντολογίς στην κραυγαλέα -και ασφαλώς ταξικής προέλευσης- έλλειψη συγχρονισμού μεταξύ αρχόντων και αρχομένων, κυβερνώντων και κυβερνωμένων. 

Ομολογουμένως, ο ισχυρισμός του συμπεράσματος είναι ουτοπικός, επειδή οι ρευστές συνθήκες της  παγκοσμιοποίησης και οι μεγάλες κλίμακες της πληροφορίας και της μάθησης, στις οποίες αναπτύσσεται δυνητικά η γνώση, είναι αδύνατον να διαμορφώσουν το πλαίσιο της πολιτείας που επιθυμούμε.

Βέβαια, αποδείχθηκε πως ούτε η κοινή παιδεία των πολιτικών ηγετών εξασφαλίζει την εκ μέρους τους επιδίωξη του κοινού (λαϊκού και εθνικού) συμφέροντος. Δείτε, λόγου χάρη, ποιος πρόσφατος πολιτικός ηγέτης αποφοίτησε από ελληνικό ΑΕΙ, ποιος από το Άμ(χ)ερστ της Μασαχουσέτης και ποιος από το Χάρβαρντ και βγάλτε …συμπέρασμα! 

Ίσως, λοιπόν, το αριστοτελικό «κοινό συμφέρον» για τους wannabe πολιτικούς ηγέτες πρέπει να ενσαρκώνεται από ευγενείς και σώφρονες πολίτες με κοινά χαρακτηριστικά που τα αποκτούν από την κοινή παιδεία, την κοινή κουλτούρα, και την κοινή εργασία, δηλαδή τη χειρωνακτική εργασία σε βιοτεχνία με χτύπημα κάρτας, χαμαλίκι και ένσημα, και από την αδιάρρηκτη σχέση μας στο πεζοδρόμιο της βιωμένης καθημερινότητας με τους οικείους της πατρίδας συμπολίτες μας, με την Εκκλησία του Δήμου, η οποία στα καθ’ ημάς είναι συνάμα Εκκλησία πιστών.

Αλλά τούτο από μόνο του αποτελεί μιαν άλλη καίρια συζήτηση. 

 ***

Ο Κώστας Θεολόγου διδάσκει στο ΕΜΠ και στο ΕΑΠ

cstheol@mail.ntua.gr

 





ΠΗΓΗ