Στις 24 Απριλίου 2021, ανήμερα της συμπλήρωσης 106 ετών από την έναρξη της γενοκτονίας των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, αναγνώρισε για πρώτη φορά το έγκλημα αυτό με τον όρο «γενοκτονία».
Ήταν μία μεγάλη υπόθεση δεκαετιών για τους Αρμένιους αδελφούς μας και ένα πραγματικά μεγάλο βήμα προς την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, το οποίο φυσικά θα ολοκληρωθεί μόνο όταν ο ίδιος ο θύτης το αναγνωρίσει, δηλαδή η σημερινή Τουρκία.
Περαιτέρω, αξίζει να διερευνηθεί η θέση της Ελλάδας και οι ευκαιρίες διεκδίκησης της αναγνώρισης ανάλογων ιστορικών εγκλημάτων που έχουν διαπραχθεί εις βάρος του Ελληνισμού.
Είναι γεγονός ότι η Αρμενία άσκησε επί δεκαετίες πολυδιάστατες πιέσεις προς το αμερικανικό κατεστημένο προκειμένου να επιτύχει το σκοπό της ιστορικής δικαίωσης για το τουρκικό έγκλημα εις βάρος του έθνους της.
Ωστόσο, παράλληλα οι τουρκικές αντίθετες προσπάθειες ήταν σταθερά επιτυχείς καθώς κατόρθωναν να προλαμβάνουν και να ελέγχουν, ακόμη και την τελευταία στιγμή, τις αντιδράσεις της αμερικανικής πλευράς.
Αυτό λάμβανε χώρα τόσο μέσω φιλικών αξιωματούχων στην αμερικανική γραφειοκρατία όσο και μέσω επικοινωνιακής πίεσης από εταιρείες δημοσίων σχέσεων, καθώς και από δεξαμενές σκέψης.
Παρ’ όλα αυτά, η φετινή συγκυρία είναι, όπως φαίνεται, κάπως διαφορετική. Αφενός μεν στη διακυβέρνηση της υπερδύναμης έχει ανέλθει πλέον ένας άνθρωπος ο οποίος γνωρίζει όσο λίγοι προκάτοχοί του ποικίλα ζητήματα διεθνούς και εξωτερικής πολιτικής.
Χωρίς αυτό να προδιαγράφει εκ των προτέρων το μέλλον, το γεγονός ότι ο Τζο Μπάιντεν έχει αποκρυσταλλωμένες απόψεις σχετικά με τον παρεμβατικό-εξισορροπητικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στο διεθνές σύστημα, καθώς και σχετικά με την αναγκαιότητα του ΝΑΤΟως αμυντικού οργανισμού και αντίπαλου δέους των ρωσικών επιδιώξεων, δείχνει πολλά για τους στόχους του προέδρου.
Στο τελευταίο ιδίως πλαίσιο, ο Μπάιντεν αντιλαμβάνεται τον ρόλο της Τουρκίας ως χώρας που δεν πρέπει να «φύγει» από τη νατοϊκή αγκαλιά, αλλά και που ταυτόχρονα πρέπει να μάθει να παίζει αποκλειστικά με τους κανόνες της συμμαχίας.
Σε περίπτωση που δεν το κάνει, οι συνέπειες θα είναι σαν αυτές που ήδη διαφάνηκαν.
Αφενός με την αποβολή της από το πρόγραμμα παραγωγής και προμήθειας των υπερσύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών F-35 και αφετέρου – και ας μην αμφιβάλλουμε ότι η πράξη αυτή είχε και γεωπολιτικό κίνητρο – με την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων πριν από έναν αιώνα από τον πολιτικό πρόγονο της σημερινής Τουρκίας, την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στον κατάλογο των κινήσεων του Προέδρου Μπάιντεν κατά της Τουρκίας του Ερντογάν πρέπει να σημειωθούν και οι ειδικές κυρώσεις που ανακοίνωσε στις αρχές Απριλίου το State Department με στόχο την τουρκική αμυντική βιομηχανία εξαιτίας της αγοράς του πυραυλικού συστήματος S-400 από τη Ρωσία, στην οποία προέβησαν οι Τούρκοι.
Η τελευταία πράξη του Μπάιντεν, η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, εγγράφεται παράλληλα στην κεντρική πολιτική ατζέντα του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου, η οποία θέτει στο επίκεντρο της διεθνούς πολιτικής την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αξιών της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας, επιδιώκοντας να καταστήσει σαφές το όριο μεταξύ «δυτικών δημοκρατιών» και «ευρασιατικών ολοκληρωτισμών».
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα μοιάζει να έχει μία αρκετά σημαντική ευκαιρία. Η συγκυρία δεν είναι μόνο σπάνια, αλλά μπορεί να αποβεί και θετική για τη χώρα μας, αν κινηθούμε έξυπνα.
Η Ελλάδα, εγειρόμενη, ύστερα από δεκαετίες απραξίας, από τον λήθαργο της παθητικής διπλωματίας, αναγκάστηκε μετά την… «αιφνίδια» υπογραφή του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου να δει τι συμβαίνει πραγματικά στην ευρύτερη περιοχή της.
Ξεκίνησε έκτοτε μία μεγάλη προσπάθεια δημιουργίας νέων συμμαχιών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (με Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, Ιορδανία, Λίβανο) και διατήρησης και επαύξησης των ήδη υφιστάμενων αποτελεσματικών συμμαχικών/συνεργατικών σχημάτων (Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος, Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ, με παράλληλο τον ενεργό ρόλο των ΗΠΑ).
Παράλληλα, η ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της χώρας και στα τρία σώματα των Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία ήδη πραγματοποιείται, ήταν και παραμένει εξαιρετικά αναγκαία προϋπόθεση εθνικής επιβίωσης.
Παράλληλα όμως με την ενεργητική εξωτερική πολιτική, την ενεργό αμυντική διπλωματία και την εξοπλιστική ενίσχυση, η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί εντονότερα και σε ένα δεύτερο επίπεδο, εξίσου σημαντικό. Αυτό της λεγόμενης «ήπιας» διπλωματίας.
Παίρνοντας αφορμή από την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων και βεβαίως από την από μακρού χρόνου αναγνώριση του εγκλήματος του Ολοκαυτώματος των Εβραίων από τη Ναζιστική Γερμανία, η χώρα μας πρέπει τώρα να κινηθεί ξανά, κεντρικά, έντονα και συστηματικά, για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Ένα διαρκές έγκλημα που διέπραξαν οι Νεότουρκοι από το 1914 έως το 1923 και που ολοκληρώθηκε με τη «διαγραφή» του από τη θεσμική μνήμη της νέας Τουρκίας, παραμένοντας απλώς ένα αντικείμενο πόνου και αγώνα από τα ποντιακά και μικρασιατικά σωματεία ανά τον κόσμο.
Η Ελλάδα έχει τώρα την ευκαιρία να δείξει σε όλο τον κόσμο πού ανήκει και να καταστήσει αντιληπτό ποιοι είναι εκείνοι που και σήμερα εποφθαλμιούν τα δικαιώματά της και υπονομεύουν διαρκώς την ειρηνική συνύπαρξη στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Η σύγχρονη Τουρκία ήταν και παραμένει ένα κράτος με «ποινικό μητρώο».
Είναι ίσως η μοναδική σύγχρονη χώρα που παίζει τόσο ενεργό ρόλο στο διεθνές σύστημα χωρίς να έχει αναγνωρίσει τα εγκλήματα του παρελθόντος της, όπως έκανε λ.χ. η Γερμανία με το Ολοκαύτωμα και η Ρωσία με τη Σφαγή στο Κατίν.
Η Ελλάδα δεν έχει το παραμικρό να φοβάται από μία χώρα – εκβιαστή της περιοχής.
Αντιθέτως, η χώρα μας είναι το κράτος που μετέχει σε όλα τα διεθνή fora, που βρίσκεται και παραμένει στον πυρήνα της ευρωπαϊκής οικογένειας (ασχέτως του αν πολλοί εντός και εκτός τειχών θα ήθελαν να τη δουν εκτός αυτού), η χώρα με τους καλύτερους πιλότους στο ΝΑΤΟ και τα καλύτερα υποβρύχια της συμμαχίας που αποτελούν ένα ελάχιστο δείγμα της αποτρεπτικής ισχύος μας.
Αυτά δεν αποτελούν επ’ ουδενί ρητορικά σχήματα ή ευχολογικές αναφορές. Αποτελούν δεδομένα.
Στο χέρι μας είναι να προσθέσουμε στο επίκεντρο της εθνικής προσπάθειας άλλη μία διάσταση:Αυτή του αγώνα για τη διεθνή αναγνώριση των εγκλημάτων που έχουν συντελεστεί κατά του Ελληνισμού στη σύγχρονη εποχή.
Την αναγνώριση που οφείλει στους Πόντιους και τους Μικρασιάτες Έλληνες η διεθνής κοινότητα και τέλος ο ίδιος ο θύτης, η Τουρκία.