«Τότ’ εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό, και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα, πλήθος αίμα Ελληνικό» γράφει ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός στην όγδοη στροφή του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Και είναι τελικά μία από τις πολλές αναφορές που φανερώνουν το μεγάλο σκοπό της ελληνικής επανάστασης του 1821. Η κατάκτηση της Ελευθερίας με κάθε τίμημα, με κόστος την ίδια τη ζωή.

Η ελληνική επανάσταση υπήρξε μία επανάσταση πρωτίστως «υπέρ πίστεως και πατρίδος».

Η διακήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» που εξέδωσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στις 24 Φεβρουαρίου του 1821 αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο του θεωρητικού αφηγήματος της Ελληνικής Επανάστασης. Ουδεμία παρερμηνεία μπορεί να υπάρξει επ’ αυτού.

Οι Έλληνες, υπόδουλοι επί τέσσερις αιώνες στον οθωμανικό ζυγό, αποφάσισαν να διεκδικήσουν την ελευθερία τους.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα το επεδίωκαν μέσα στα τετρακόσια μαύρα χρόνια της σκλαβιάς. Ήταν όμως η στιγμή που οι περισσότερες συνθήκες έμοιαζαν να λειτουργούν υπέρ αυτού του Αγώνα.

Ο περιορισμένος αριθμός οθωμανικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο εξαιτίας του πολέμου του σουλτάνου με τον Αλή Πασά της Ηπείρου, η κραταιά ελληνική διασπορά, το φιλελληνικό κίνημα και φυσικά ο πόθος των υπόδουλων Ελλήνων ήταν ορισμένες από αυτές τις συνθήκες.

Στην επανάσταση συμμετείχαν οι πάντες. Πρωτίστως οι απλοί άνθρωποι. Χωρικοί, αγράμματοι και κακοπαθημένοι Έλληνες, κλέφτες και αρματολοί, ψαράδες, έμποροι, ποιητές, φιλέλληνες, ιερωμένοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Κινητήριοι μοχλοί της προσπάθειας ήταν η Φιλική Εταιρεία, ο Αλέξανδρος και ο Δημήτριος Υψηλάντης και φυσικά οι στρατιωτικές ιδιοφυίες του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά, του Γεωργίου Καραϊσκάκη και άλλων.

Φέτος συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από εκείνη τη μεγάλη ώρα του ελληνικού γένους.

Από τη χρονική στιγμή της ελληνικής εθνικής παλιγγενεσίας. Το 1821 είναι μία ρωγμή του χρόνου, ένα μεταίχμιο ανάμεσα στην Ελλάδα ως έθνος χωρίς κράτος σε ένα έθνος-κράτος, ελεύθερο και ανεξάρτητο.

Έκτοτε οι συζητήσεις γύρω από το νόημα του Αγώνα, τις εσωτερικές διαμάχες του, τις αντινομίες και τα επιμέρους συμφέροντα έχουν απασχολήσει τους ιστορικούς και όχι μόνο.

Κάθε χρόνο είναι πλέον της μόδας η «αποκάλυψη» των «κρυφών αληθειών» της επανάστασης που υποτίθεται ότι αγνοούμε επιδεικτικά οι περισσότεροι, καθώς στο σχολείο μάθαμε μόνο τη θετική πλευρά της ιστορίας.

Γεγονός είναι ότι η αποστολή του σχολείου συνοψίζεται – εκτός της εκμάθησης βασικών γνώσεων – στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των Ελλήνων και των Ελληνίδων.

Η ενίσχυση της αίσθησης του ανήκειν σε μία ευρύτερη ομάδα ανθρώπων που συνδέονται με δεσμούς γλώσσας, κοινής καταγωγής και θρησκείας οι περισσότεροι.

Στο πλαίσιο αυτό η «σχολική» ιστορία παίζει το ρόλο του καταλύτη. Δίνει στους νέους κάποια ψήγματα γνώσης για το ποια είναι η χώρα στην οποία μεγαλώνουν, ποιο το παρελθόν της, ποιοι οι άνθρωποι που την έφτασαν εδώ που βρίσκεται σήμερα.

Στο ίδιο πλαίσιο, διαμορφώνεται σε ένα βαθμό και η εθνική συνείδηση – πολύ ορθά κατ’ εμέ.

Διότι αν δεν υπηρετούσε και αυτόν – όχι μόνο αυτόν – τον σκοπό η διδασκαλία της ιστορίας στο δημόσιο τουλάχιστον σχολείο, τότε δεν θα επρόκειτο για σχολείο, αλλά για ομάδα μελέτης, think tank ή οτιδήποτε άλλο πέρα από την παροχή εκπαίδευσης από το επίσημο εθνικό κράτος προς τους μελλοντικούς πολίτες του.

Φέτος με τη συμπλήρωση δύο αιώνων από την έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας, η συζήτηση και η αμφισβήτηση της ουσίας της επανάστασης του 1821 προέρχεται και από μία άλλη σκοπία. Τη λεγόμενη «φιλελεύθερη».

Η ανάλυση που επιδιώκεται χρησιμοποιεί εργαλεία και έννοιες του 20ού  και του 21ου αιώνα για να σχολιάσει και να αναλύσει γεγονότα του 19ου.

Πρόκειται στην ουσία για άλλη μία «ταξική» θεώρηση των γεγονότων της εποχής.

Στο πλαίσιο της ανάλυσης των Συνταγμάτων του Αγώνα λησμονείται συχνότατα η ουσία αυτών των, πραγματικά πρωτοποριακών, κειμένων, των εμπνευσμένων από την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση.

Μίας έμπνευσης που ήδη κείται στο ίδιο το σώμα του μετέπειτα εθνικού μας ύμνου. Στην εικοστή δεύτερη στροφή: «Γκαρδιακά χαροποιήθη και του Βάσινγκτων η γη, και τα σίδερα ενθυμήθη που την έδεναν κι αυτή».

Η ουσία της ελληνικής επανάστασης του 1821 πρέπει πολύ συνοπτικά να εντοπιστεί στο δίπολο Ελευθερία και Ανεξαρτησία. Ελευθερία, δηλαδή δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία, αν θέλουμε να μιλήσουμε με όρους της πολιτικής επιστήμης.

Στον αντίποδα αυτής της ανάλυσης, τοποθετείται η θεώρηση των γεγονότων του ’21 ως μίας αλληλουχίας επαναστατικών πράξεων στις οποίες κυριαρχεί το ταξικό πρόσημο. Φτωχοί αγρότες εναντίον πλούσιων κοτζαμπάσηδων, φιλελεύθεροι έμποροι εναντίον άξεστων οπλαρχηγών, πολιτικοί εναντίων στρατιωτικών, λαός κατά εκκλησίας.

Προσοχή. Δεν πρέπει η κεντρική προσέγγιση του μηνύματος του Αγώνα να παραγνωρίσει τα πραγματικά γεγονότα των εσωτερικών διαιρέσεων και των πάμπολλών επιμέρους μικροσυμφερόντων.

Εξάλλου, αδιάψευστο μάρτυρα της φθοροποιού δύναμης αυτών των παραγόντων συνιστούν οι εμφύλιοι πόλεμοι που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της επανάστασης και που συνέβαλαν στην αρνητική στρατιωτική της έκβαση, γεγονός που κατέστησε αναγκαία την παρέμβαση των τριών μεγάλων δυνάμεων και την καταναυμάχηση του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο, για να ολοκληρωθεί νικηφόρα ο Αγώνας της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

Η ταξική-κοινωνική ανάλυση όμως επιμένει, εμμονικά και ιδεοληπτικά, να επιλέγει το δέντρο από το δάσος διότι έτσι εξυπηρετείται η ίδια ιστορικά, επιστημονικά και πολιτικά. 

Το κεντρικό γεγονός της ελληνικής επανάστασης του 1821 ήταν ένα: Η συνένωση όλων των Ελλήνων απέναντι στον Τούρκο δυνάστη.

Ο αγώνας υπήρξε παλλαϊκός, εθνικός, απελευθερωτικός, δημοκρατικός και κυρίως πηγαίος. Ναι, κάποιοι έκαναν την αρχή (Φιλικοί, οπλαρχηγοί) και φυσικά κάποιοι άλλοι δεν επιθυμούσαν να γίνει ποτέ αυτή η αρχή διότι είχαν βολευτεί στην μέχρι τότε υφιστάμενη κατάσταση (προεστοί, καθεστηκυία εκκλησιαστική τάξη).

Η αρχή όμως έγινε διότι αυτό ήταν το θέλημα των πάμπολλων – όλων ουσιαστικά των Ελλήνων που δένονταν μεταξύ τους με «πίστη και πατρίδα», ανεξαρτήτως του αν ήταν μορφωμένοι όπως οι Έλληνες της διασποράς ή αμόρφωτοι όπως οι περισσότεροι Έλληνες του εσωτερικού.

Ανεξαρτήτως του αν ήταν κοσμοπολίτες έμποροι ή άξεστοι χωρικοί, θαλασσοπόροι ή ορεσίβιοι, έμπειροι ή άπειροι στον πόλεμο, άντρες ή γυναίκες, πλούσιοι ή φτωχοί.

Αντιθέτως, με τα λάθη τους, τις αντινομίες τους, τις εσωτερικές τους έριδες, είδαν τη λεγόμενη «μεγάλη εικόνα», όπως μας αρέσει να λέμε σήμερα: Ότι μόνο ενωμένοι όλοι μαζί θα ήταν δυνατό να επιτύχουν τον κοινό σκοπό: την ελευθερία και ανεξαρτησία τους. 

Αντί άλλου σχετικού σχολίου, αρκεί η αναφορά του Γέρου του Μοριά:

«Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις το σκοπό αυτό και εκάμαμε την Επανάσταση.»

Η εφετινή επέτειος είναι επέτειος μνήμης, αλήθειας και υπερηφάνειας. Είναι η επέτειος της περισυλλογής γύρω από όσα κατορθώσαμε ως Έλληνες στα διακόσια αυτά χρόνια που υπάρχουμε ως επίσημο έθνος-κράτος.

Μία συλλογική μαρτυρία επιτυχιών και αποτυχιών, αλλά πρωτίστως μία μεγάλη υπενθύμιση: Υπενθύμιση αγώνα, εθνικού φρονήματος και πίστης σε αξίες όπως η Ελευθερίας, η Εθνική Ανεξαρτησία, η Ειρήνη και η Αυτοδιάθεση, που όσο και αν στις εκάστοτε καθημερινές δυσκολίες ξεχνιούνται, εντούτοις στις πραγματικά μεγάλες εθνικές προκλήσεις επανέρχονται για να μας θυμίσουν τον Ανδρέα Κάλβο και το νόημα των αγώνων του ελληνικού έθνους, συνέχεια του οποίου είμαστε και εμείς:

«Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». 

Χρόνια πολλά, Έλληνες! Χρόνια πολλά, Ελλάδα!





ΠΗΓΗ