Σε μια συνέντευξή του το 1958, ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ερωτηθείς σχετικά με τηνκακοδαιμονία του τόπου,εντόπισε την αιτία στην «ασυμφωνία μεταξύ του πνεύματος της εκάστοτε ηγεσίας μας και του “ήθους” που χαρακτηρίζει τον βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό του ελληνικού λαού, στο σύνολό του».
Συνεχίζοντας ανέφερε ότι «από την ημέρα που έγινε η Ελλάδα κράτος, έως σήμερα, οι πολιτικές πράξεις θα έλεγε κανείς ότι σχεδιάζονται και εκτελούνται ερήμην των αντιλήψεων για την ζωή, και γενικότερα των ιδανικών που είχε διαμορφώσει ο Ελληνισμός μέσα στην υγιή κοινοτική του οργάνωση και στην παράδοση των μεγάλων αγώνων για την ανεξαρτησία του». Ολοκληρώνοντας την συνέντευξή του αναφέρει,«ο Ελληνισμός, για την ώρα, επέτυχε ως Γένος, αλλ’ απέτυχε ως Κράτος!».
Την αιτία της αποτυχίας του ελλαδικού κράτους, την ασυμβατότητα και την αντιμαχία του με τον Ελληνισμό και το ανθρωποκεντρικό του κεκτημένο, τον ρόλο του στην αποδόμηση και στην γεωπολιτική εξαφάνιση του μείζονος Ελληνισμού και τον μεταπολιτευτικό προσανατολισμό του στην πολιτισμική-ταυτοτική αποδόμηση και του ελάσσονος Ελληνισμού, έρχεται να καταυγάσει ο καθηγητής και κορυφαίος διανοητής της εποχής μας Γιώργος Κοντογιώργης, υπό το φως της νέας κοινωνικής επιστήμης της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας που ο ίδιος θεμελίωσε, στο έργο του με τον τίτλο«Ελληνισμός και ελλαδικό κράτος: δύο αιώνες αντιμαχίας 1821-2021»,που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ποιότητα.
Η κοσμοσυστημική γνωσιολογία, συνιστά μία καθολική γνωσιολογική μέθοδο, που αξιώνει να ερμηνεύσει καθολικά τους κοινωνικούς θεσμούς, τις δράσεις των ανθρώπων εντός αυτών, καθώς και τον τρόπο εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών.
Πρόκειται για έναν νέο τρόπο θέασης των κοινωνικών φαινομένων με μέτρο την ελευθερία και μονάδα ανάλυσης το κοσμοσύστημα.
Το μέτρο της ελευθερίας διακρίνει την ύπαρξη δυο βασικών κοσμοσυστημάτων, του δεσποτικού, όπου ελλείπει η ελευθερία και τα μέλη των κοινωνιών ανήκουν στον κύριο του συστήματος με όρους ιδιοκτησίας, και του ανθρωποκεντρικού, που το απαρτίζουν κοινωνίες εν ελευθερία, και εντός τους αναπτύσσονται οι ανθρωποκεντρικές παράμετροι της νομισματικής οικονομίας, της εταιρικής οικονομίας και της καθολικής ελευθερίας .
Σύμφωνα με τα πορίσματα της νέας αυτής κοινωνικής επιστήμης, τα οποία αναπτύσσονται διεξοδικά στο νέο βιβλίο του καθηγητή Κοντογιώργη, ο Ελληνικός Κόσμος συγκροτείται ως πολιτισμική/εθνική οντότητα, ως Κοσμοσύστημα (σύνολο κρατών) από την Κρητο-Μηκυναική εποχή, με θεμέλια κοινωνία την πόλη-κράτος, που είναι κοινωνία εν ελευθερία, και πορεύτηκε αδιαλείπτως ως Έθνος- Κοσμοσύστημα μέχρι τον 19ο αιώνα, διερχόμενο από δύο φάσεις, την κρατοκεντρική (έως τον 4ο αιώνα) και την Οικουμενική (έως τον 15ο αιώνα και υπό μία έννοια έως τον 19ο αιώνα).
Στο μεταίχμιο, από την μέση προς την άνω εποχή του Βυζαντίου θα ανοίξει στο Ελληνικό/ Ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα η φάση της μετάβασης, από την μικρή κλίμακα (της πόλης-κράτους), στην μεγάλη κλίμακα (του κράτους-έθνους), μέσω δύο δρόμων, του Ελληνικού, που διατηρεί το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο (καθολική ελευθερία, εταιρική και νομισματική οικονομία) και του δυτικού δρόμου, που εκκινεί από μηδενική αφετηρία, λόγω της εξόδου της Εσπερίας από το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα με την κατάκτηση της Ρώμης από τα Γερμανο-Σκανδιναβικά φύλα το 476 και την περιέλευσή της σε καθεστώς δεσποτείας.
Σύμφωνα με την εξελικτική βιολογία του κοινωνικού ανθρώπου, ο Ελληνικός δρόμος αναγόταν στην τελική φάση του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι, ενώ Δυτικός δρόμος στο στάδιο της μετάβασης από την δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό.
Ο ελληνισμός το 1821 είχε ως πρόταγμα την ανάκτηση του κράτους της Βυζαντινής οικουμένης με την επαναστατική υποκατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε να διαχειριστεί σωρρευτικά:
α) τις συνθήκες της κατάκτησης (άρα την διαχείριση του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου και την ηγεσία του ζωτικού του χώρου),
β) την σχέση του με το ανασυγκροτούμενο ανθρωποκεντρικό σύστημα στην βάση της μεγάλης κλίμακας και
γ) την προοπτική της παλιγγενεσίας. Από την επιτυχία του εγχειρήματος αυτού εξαρτιόταν η ίδια η θέση του Ελληνικού κοσμοσυστήματος και του Ελληνικού κόσμου στο μέλλον.
Η ήττα του 1821 και η αποτυχία της επανάστασης είχε σαν συνέπεια την ήττα του Ελληνικού δρόμου και εδώ έγκειται και η ουσία του προβλήματος του Νεοελληνικού κράτους, ότι δηλαδή ο Ελληνισμός υποχρεώθηκε να εισέλθει στην μεγάλη κλίμακα , όχι από τον Ελληνικό δρόμο, αλλά μέσω του παρένθετου δρόμου της δυτικής δεσποτείας .
Η αποτυχία του προτάγματος της Εθνικής Παλιγγενεσίας και η συνεπακόλουθη ολική αποδόμηση του οικουμενικού ανθρωποκεντρικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της κοσμοπολιτικής ιδέας του κράτους και του έθνους, της εταιρικής οικονομίας και της οικουμενικής αστικής τάξης, αποτελεί μια κοσμοϊστορικής σημασίας απώλεια, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και ιδίως για την ανθρωπότητα, αφού, με την επικράτηση του δυτικού δρόμου κατά την μετάβαση στην μεγάλη κλίμακα, θα κυριαρχήσει σταδιακά σε πλανητικό επίπεδο το δυτικό πρόταγμα του πρώιμου ανθρωποκεντρισμού και θα εφαρμοστεί ως πολίτευμα αρχικά η συνταγματική και στην συνέχεια η εκλόγιμη μοναρχία, γεγονός που από άποψη εξελικτικής βιολογίας αντιστοιχεί στην προ-σολώνεια εποχή.
Και επειδή, κατά την προσφιλή ρήση του Μεγάλου Ναπολέοντα «η ιστορία γράφεται από τους νικητές», για να νομιμοποιηθεί ο δυτικός δρόμος προς την νεοτερικότητα, η Εσπερία θα επιχειρήσει δύο μείζονες ρήξεις με την Ελληνική Κοσμοσυστημική μήτρα της:
α) την υφαρπαγή της κοσμοϊστορίας, με την αποκοπή του ελληνισμού από την αρχαιότητα, προκειμένου να τοποθετηθεί η δυτική φεουδαλική δύση ως γέφυρα με την νεοτερικότητα και
β) την αναγόμωση των εννοιών, προκειμένου να προικισθεί με δημοκρατική νομιμοποίηση το καθεστώς της.
Έτσι σε όλες τις νεοτερικές σχολές σκέψης (φιλελεύθερες και μαρξιστικές/σοσιαλιστικές) η φεουδαρχία εγγράφεται ως ύστερο και ανώτερο στάδιο έναντι της αρχαιότητας, αλλά και ως οργανική συνέχεια μεταξύ των δύο ανθρωποκεντρικών περιόδων, της «αρχαιότητας» και της «νεοτερικότητας».
Τέλος η νικήτρια Εσπερία, με το πρωτόκολλο της 3η Φεβρουαρίου 1830 που υπέγραψαν οι μεγάλες Δυνάμεις, θα εγκαταστήσει το ευρωπαϊκό απολυταρχικό κράτος στην ζωτική μήτρα του Ελληνικού Κοσμοσυστημικού χώρου, και δια της μεθόδου αυτής θα καταλυθεί η αυτονομία του Ελληνισμού, η απολυταρχία θα καταστεί εσωτερική του υπόθεση, που έθετε το δίλημμα, ή να επιβληθεί καταλύοντας τον ελληνισμό και τα ιστορικά κοσμοσυστημικά του θεμέλια, ή να καταρρεύσει.
Σε αυτή την θανάσιμη αντιμαχία δεν υπήρχε δυνατότητα για συμβιβασμούς : στο δίλημμα ή εσείς, δηλαδή ο ιστορικός ελληνικός κόσμος με την εμβέλεια που διέθετε, ή εμείς, το έλασσον Απολυταρχικό κράτος των Αθηνών, στοχοποιήθηκε ο ιστορικός Ελληνισμός και αποδομήθηκε.
Την τραγική μοίρα που περίμενε τον Ελληνισμό εάν ηττάτο το 1821 είχα προφητικά προβλέψει ο «Ανώνυμος» στην Ελληνική Νομαρχία όπου ανέφερε «Αλοίμονον λοιπόν εις το γένος μας, αν κυριευθή από ετερογενές βασίλειον. Τότε οι Έλληνες δεν θέλουν μείνει πλέον Έλληνες , αλλά ολίγον κατ’ ολίγον θέλουν διαφθαρεί τα ήθη των, και θέλομεν μείνει πάλιν δούλοι, και δούλοι ίσως, αλευθέρωτοι δια πολλούς αιώνας…»
Ενόψει του εορτασμού της επετείου των διακοσίων χρόνων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας από το ελλαδικό κράτος, όπως αναφέρει ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης, καθίσταται κρίσιμο το ερώτημα«εάν θα ιστορηθεί ο Ελληνισμός δυνάμει των πεπραγμένων του Κράτους, ή εκείνων του έθνους, και τούτο για την αποτίμηση του παρόντος της ελληνικής κοινωνίας και του μέλλοντός της, για την ανάκτηση της ιστορικής συνείδησης της ελληνικής κοινωνίας, την προβολή του κεκτημένου τηςστο κράτος της μεγάλης κλίμακας,την υπέρβαση των αγκυλώσεων που προκαλεί το κράτος της πρωτοανθρωποκεντρικής νεοτερικότηταςστον εθνικό κορμό και τηνεπιδίωξη της υπέρβασης,που συνεπάγεται τη μετάβασή του από την αιρετή καθόλα εκφυλισμένη εκδοχή της μοναρχικής πολιτείας της εποχής μας, στην κατ’ ελάχιστον αντιπροσωπευτική πολιτεία.