Του Βασίλη Ζαχαρόπουλου, Νομικού, MJur, Aποφοίτου ΕΣΔΔ, ειδικού περί των συστημάτων Υγείας.
Σήμερα 26/2/2021 συμπληρώνουμε έναν χρόνο από την καταγραφή του πρώτου επιβεβαιωμένου κρούσματος του ιού SARS–CoV-2 στην χώρα μας (26.2.2020).
Ως γνωστόν, ήταν εισαγόμενο κρούσμα, δηλαδή ήρθε στην Ελλάδα από το εξωτερικό, «παραβιάζοντας» κάθε σύνορο, φυσικό ή νοερό.
Με ευκαιρία αυτή τη θλιβερή επέτειο, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια αποτίμηση της διαχείρισης της πανδημίας σε εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό/διεθνές επίπεδο, δίνοντας έμφαση στον υγειονομικό παράγοντα και με επιδιωκόμενο σκοπό να εξάγουμε συμπεράσματα για μελλοντική χρήση ως «lessons learnt», δηλαδή μαθήματα που μας παρέδωσε η πανδημική κρίση.
Αυτά τα τελευταία μάλιστα είναι μια πρακτική ιδιαιτέρως προσφιλής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποίο ορθώς θεωρεί ότι οφείλουμε να μαθαίνουμε από τα λάθη μας ώστε να μην τα επαναλαμβάνουμε.
Μια φιλοδοξία που όμως αποδεικνύεται πολύ απαιτητική και ιδιαιτέρως πολύπλοκη, η οποία προϋποθέτει πολιτική βούληση και δέσμευση από όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Δύο προαπαιτούμενα στα οποία τελικά παρατηρείται έντονη υστέρηση.
H Ελλάδα, όπως και σχεδόν όλες οι χώρες της Ε.Ε, αντέδρασε γρήγορα επιβάλλοντας ένα πρωτόγνωρο lockdown, στο οποίο σύσσωμη η κοινωνία πειθάρχησε και εφάρμοσε ευλαβικά, αντιλαμβανόμενη ότι πρόκειται για μια άγνωστη και πολύ επικίνδυνη για την υγεία και τη ζωή απειλή, ένας νέος μεταδιδόμενος ιός του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, που λαμβάνει πανδημικές διαστάσεις.
Και πράγματι, τα μέτρα δημόσιας υγείας απέδωσαν θεαματικά αποτελέσματα, κυρίως διότι οι πολίτες τα εφάρμοσαν και συνέδραμαν την Πολιτεία στο δύσκολο έργο της.
Η επιδημιολογική καμπύλη επιπεδώθηκε και οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ήταν λίγες σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του ιού, τη μεταδοτικότητά του και το επιδημιολογικό προφίλ της χώρας.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο ανέλαβε σχεδόν αποκλειστικά την υγειονομική διαχείριση της πανδημίας, ανταποκρίθηκε αποτελεσματικά παρά τις σοβαρές ελλείψεις του σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνικούς πόρους. Άντεξε στην πίεση με αυτοθυσία, φιλότιμο και υπέρβαση.
Οι ΜΕΘ, αν και ο αριθμός τους δεν ήταν και δεν είναι επαρκής, έφεραν εις πέρας την αποστολή τους με συγκλονιστικό τρόπο.
Δεν μπορεί κανείς να πει τα ίδια για τον ιδιωτικό τομέα υγείας στην Ελλάδα, ο οποίος δεν θέλησε να έχει εμπλοκή στη διαχείριση της πανδημίας, με εξαίρεση τον διαγνωστικό τομέα, ο οποίος ωφελήθηκε πολύ σε οικονομικό επίπεδο, μιας και η Πολιτεία έστερξε, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, να κατευθύνει προς τα εκεί τα δείγματα για έλεγχο.
Έτσι, η Ελλάδα έφτασε την 1 Ιουνίου 2020 να καταγράφει μόλις 2 κρούσματα του νέου ιού1, κάτι το οποίο κατατείνει στο ότι ο ιός είχε σχεδόν εξαφανιστεί από την κοινότητα.
Ο ιός ερχόταν στην Ελλάδα μόνο μέσω της οδού του εξωτερικού ταξιδιού.
Στην αρχή του καλοκαιριού η Ελλάδα είχε πετύχει να νικήσει την πανδημία, όμως ήταν μια πύρρειος νίκη, διότι εκ των υστέρων απεδείχθη ότι χάσαμε ολοσχερώς το στοίχημα του χρόνου.
Είναι πάγια τακτική διαχείρισης πανδημικών κρίσεων, ιδίως όταν η απειλή είναι άγνωστη, οι κυβερνήσεις να θέλουν να κερδίσουν χρόνο ούτως ώστε να ενισχύσουν κατάλληλα τα δημόσια συστήματα υγείας τους, προκειμένου αυτά να μην καταρρεύσουν υπό την ασφυκτική πίεση που δύναται να τους ασκήσει μια πανδημία.
Ως ενίσχυση νοείται η πρόσληψη μόνιμου υγειονομικού προσωπικού με έμφαση στη στελέχωση των ΜΕΘ/ΜΑΦ, η προμήθεια των απαιτούμενων υλικοτεχνικών πόρων, η κατάστρωση πρωτοκόλλων κλινικής διαχείρισης, η ενδυνάμωση και εμπλοκή της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), η εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα κ.ά.
Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν έκανε όσα όφειλε να κάνει ή τουλάχιστον όσα έκανε ήταν παντελώς ανεπαρκή. Και το λέμε αυτό διότι από τα μέσα Οκτώβρη 2020 περίπου σηκώθηκε ένα δεύτερο πανδημικό κύμα, το οποίο έμελλε να είναι πολύ θανατηφόρο.
Σήμερα, ελάχιστοι αμφιβάλλουν με σοβαρή επιχειρηματολογία ότι η βασική αιτία αυτού του δεύτερου κύματος ήταν η εσφαλμένη έναρξη της τουριστικής κίνησης από το εξωτερικό και η εν γένει λειτουργία της τουριστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα.
Ταυτόχρονα και εκθετικά με αυτό, εντελώς εσφαλμένη ήταν και εξακολουθεί να είναι η διαχείριση που επιλέγεται σε σχέση με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς: ενώ έπρεπε να αυξηθούν τα δρομολόγια, εντούτοις αυτά παρέμειναν στην προ κρίσης συχνότητα με συνέπεια τον επικίνδυνο συνωστισμό, ιδίως στα λεωφορεία, κάτι που εκτίναξε την μετάδοση του ιού στην κοινότητα, και παρά την υποχρεωτική χρήση της μάσκας. Τα ΜΜΜ είναι τυπικά σημεία υπερμετάδοσης των ιών, πόσω δε μάλλον του SARS–CoV-2, o οποίος είναι πολύ μεταδόσιμος και δη αεροβίως.
Το δεύτερο κύμα υπήρξε καταστροφικό για την κοινότητα, για το ΕΣΥ και για την οικονομία. Η διαχείριση της Πολιτείας απέτυχε. Γιατί όμως; Ας δούμε μερικές πτυχές αυτής της αποτυχίας.
Πρώτον, έγινε η επιλογή να μην εμπλακεί επαρκώς η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ). Ήταν και είναι μια συνειδητή επιλογή με καθαρά ιδεολογικά και πολιτικά ελατήρια. Δεν ήταν λάθος υπολογισμός.
Όμως, η εμπλοκή της ΠΦΥ είναι sine qua non για την επιτυχή και αποτελεσματική διαχείριση μιας πανδημίας. Έστω και μιας ΠΦΥ όπως η ελληνική: υποστελεχωμένης, υποστεγαζόμενης και υποκινητροδοτούμενης.
Έστω μιας ΠΦΥ η οποία δεν είναι ενσωματωμένη στην κοινότητα, δεν έχει τα απαραίτητα δίκτυα, δεν είναι προσανατολισμένη στην πρόληψη της νόσου και την προαγωγή της υγείας, δεν έχει αναπτύξει συνέργειες με τον τομέα της δημόσιας υγείας, δεν λαμβάνει πρωτοβουλίες και δεν επιδεικνύει εξωστρέφεια. Μιας ΠΦΥ η οποία παρά τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του ν.4468/2017 ακόμη παραπαίει, καθώς ο νόμος δεν εφαρμόζεται ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών.
Ακόμη κι έτσι όμως, η ΠΦΥ θα ήταν κομβική στην ορθή διαχείριση της πανδημίας, πράγμα που συνειδητά δεν έγινε.
Δεύτερον, το ζήτημα της Δημόσιας Υγείας (Public Health), στο οποίο η χώρα υστερεί επικίνδυνα, καθώς φαίνεται ότι κανείς ως τώρα δεν έχει λάβει το θέμα σοβαρά υπόψη, προφανώς υποεκτιμώντας τους ελλοχεύοντες κινδύνους που δύνανται να προκαλέσουν βιολογικοί, χημικοί, περιβαλλοντικοί και άλλοι παράγοντες.
Δυστυχώς, αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα δεν έχει σχέδιο ετοιμότητας ούτε σχέδιο έκτακτης ανάγκης.
Η επιδημιολογική ετοιμότητα και η επιτήρηση απέτυχαν παταγωδώς και η ιχνηλάτηση ακούγεται ως κακόγουστο αστείο. Εκτός της πλήρους αδιαφάνειας, των παράλληλων συστημάτων καταγραφής, της ανεπάρκειας ανθρώπινου δυναμικού και σύγχρονου εξοπλισμού, η Ελλάδα επέλεξε να μετέλθει πειραματικών μεθόδων και εργαλείων, αμφίβολης επιστημονικής επάρκειας και μηδενικής αξιολόγησης, τα οποία ευθύνονται για της εσφαλμένη εκτίμηση της επιδημιολογικής κατάστασης στηχώρα, με τις γνωστές συνέπειες.
Αν η ΠΦΥ δεν χρησιμοποιήθηκε για λόγους πολιτικής οικονομίας, η Δημόσια Υγεία δεν χρησιμοποιήθηκε διότι κατ’ ουσίαν δεν υφίσταται στην Ελλάδα anno 2021.
Tρίτον, οι τακτικές που επελέγησαν σε ό,τι αφορά στο λεγόμενο testing, δηλαδή τους ελέγχους δειγμάτων για την ανίχνευση του ιού. Δυστυχώς, είδαμε και βλέπουμε ότι η πολιτική ήταν η εσφαλμένη «ελάτε σε εμάς» και όχι η ορθή «ερχόμαστε σε εσάς».
Και ερχόμαστε στοχευμένα, τυχαιοποημένα και διαστρωματοποιημένα.
Εκτός του ότι οι απόλυτοι αριθμοί των ελέγχων είναι πολύ μικροί για τα δεδομένα της παρούσας πανδημίας και εκτός του ότι η διεξαγωγή τους είχε ωράριο και δεν ήταν 24/7 όπως θα έπρεπε, ή του ότι και εδώ η διαφάνεια απουσίαζε δημιουργώντας εύλογες ανησυχίες και ερωτηματικά, το πιο σοβαρό απότοκο της εσφαλμένης πολιτικής των ελέγχων ήταν ότι ακόμη και οι εμπειρογνώμονες οι οποίες επιφορτίστηκαν με το έργο να εισηγούνται μέτρα δημόσιας υγείας για τον περιορισμό της μετάδοσης του νέου ιού στην κοινότητα δεν είχαν πρόσβαση σε πραγματικά δεδομένα, επομένως η επιστημονική τους άποψη και εισήγηση έπασχε τεκμηρίωσης, δίχως δική τους ευθύνη.
Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα ποιος διενεργεί τους ελέγχους, που και πότε αποστέλλονται τα δείγματα, που και πότε αποστέλλονται τα αποτελέσματα, πώς αυτά χρησιμοποιούνται και σε τι συμπεράσματα οδηγούν.
Τέταρτον, παρατηρήθηκαν σοβαρά ελλείμματα συντονισμού και αποτελεσματικής διατομεακής συνεργασίας μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων, συναρμόδιων φορέων.
Ως γνωστόν, οι πανδημικές κρίσεις αντιμετωπίζονται, και αυτές, μέσω καλά προετοιμασμένων και εκ των προτέρων οργανωμένων διατομεακών συνεργασιών, βάσει πρωτοκόλλων, σεναριοποίησης και διεπιστημονικής εμπλοκής και συνεργασίας.
Η Ελλάδα έπεσε και αυτή θύμα εσωτερικών ανταγωνισμών μεταξύ Υπουργείων και εποπτευόμενων φορέων με συνέπεια την ελλιπή ιχνηλάτηση, την υποεκτίμηση του κινδύνου και τις επιστημονικά διάτρητες εισηγήσεις.
Πέμπτον, η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε να μην ενισχύσει με μόνιμες προσλήψεις το ΕΣΥ.
Αποφάσισε ότι είναι προτιμότερος ο εθελοντισμός, η ευαισθητοποίηση των συνταξιούχων, οι παρατάσεις των συμβασιούχων και οι νέες συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Ευθυγραμμίστηκε περίπου με την επικρατούσα τάση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Ωστόσο, καμία άλλη χώρα της ΕΕ δεν διαθέτει ένα δημόσιο σύστημα υγείας όπως το ελληνικό. Σύμφωνα με την ΟΕΝΓΕ, οι κενές οργανικές θέσεις του ΕΣΥ αγγίζουν τις 30.0002.
Έστω κι αν τα οργανογράμματα βάσει των οποίων προκύπτει ένα τέτοιος αριθμός είναι απαρχαιωμένα και χρήζουν επείγουσας αναθεώρησης και επικαιροποίησης, οι ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού στο ΕΣΥ ως τάξη μεγέθους είναι τέτοιες ώστε δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να περισσεύσει έστω και μια μόνιμη πρόσληψη υγειονομικού προσωπικού.
Γιατί τότε δεν έγινε ούτε μια μόνιμη πρόσληψη στο ΕΣΥ; Ρητορικό ερώτημα.
Έκτον, η Πολιτεία αποφάσισε να χρησιμοποιεί μέτρα περιοριστικά της κινητικότητας, γνωστά και ως lockdown, ως το βασικό εργαλείο διαχείρισης.
Δεν γνωρίζουμε αν αυτό υπήρξε εισήγηση των ειδικών ή πολιτική απόφαση.
Όμως, πρόκειται για λάθος απόφαση.
Το lockdown είναι ένα ακραίο μέτρο πρόσκαιρου χαρακτήρα το οποίο εφαρμόζεται στην αρχή μιας πανδημίας όταν η Πολιτεία θέλει να κερδίσει χρόνο προκειμένου να διαρθρώσει και εφαρμόσει μέτρα δημόσιας υγείας.
Δεν είναι το lockdown μέτρο δημόσιας υγείας, ειδικά στη διάρκεια και ένταση που εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Εξου και δεν φέρνει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αλλά τα ακριβώς αντίθετα: συντελεί στην κόπωση της κοινότητας, δρα καταπραϋντικά στην αίσθηση του κινδύνου και φυσικά πλήττει την κοινωνία, τη δημοκρατία και την οικονομία, όντας τιμωρία και όχι σωτηρία3.
Έλλειμμα διαπιστώθηκε για άλλη μια φορά σε ενωσιακό και διεθνές επίπεδο.
Φαίνεται ότι η Ένωση δεν έχει διδαχτεί από τα μαθήματα των πιο πρόσφατων επιδημιών που προκάλεσαν οι ιοί SARS–CoV-1 και MERS–CoV ούτε βέβαια η καταστροφική επιδημία του ιού του Ebola στη Δυτική Αφρική, έστω κι αν σε καμία των περιπτώσεων αυτό η Ευρώπη δεν επλήγη στην κλίμακα της παρούσας πανδημίας.
Η Ένωση δυσκολεύεται να αφήσει πίσω της την ΕΟΚ και να λειτουργήσει σαν μια πραγματική Ευρωπαϊκή Ένωση και αυτό φάνηκε στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται ακόμη και σήμερα την κρίση.
Έστω ότι μια αναθεώρηση του άρθρου 168 περί δημόσιας υγείας της Συνθήκης της Λισαβώνας φαντάζει επιστημονική φαντασία, έστω ότι η πρωτοβουλία για μια Ευρωπαϊκή Ένωση Υγείας4 κινείται στην σωστή κατεύθυνση και έστω ότι σε τελική ανάλυση η ΕΕ και τα όργανα/φορείς της δεν διαφέρουν επί της ουσίας από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών που τη συναπαρτίζουν, φάνηκε ότι επαναλήφθηκαν τα λάθη του παρελθόντος και οι ηθμοί και προκλήσεις που είχαν διαπιστωθεί, συνέχισαν να αναιρούν το παραγόμενο έργο.
Το οποίο δεν μπορεί μεν να υπερβεί το συντονισμό των εθνικών μέτρων και τη διευκόλυνση και συγκεντροποίηση δεδομένων και πληροφορίας, ωστόσο δεν εξαντλείται σε αυτό: τόσο η Κομισιόν όσο και το ECDC [European Centre for Disease prevention and Control, Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου των Νόσων] προσφέρουν στα κ-μ προτάσεις για την ορθή διαχείριση της κρίσης, μη δεσμευτικές μεν, ενδεικτικές δε.
Και ήδη ο Ευρωπαίος Ombudsmann (Συνήγορος του Πολίτη) δημοσίευσε ένα σκληρό πόρισμα σχετικά με τη λειτουργία του ECDC κατά τη διάρκεια της πανδημίας με έμφαση στο έλλειμμα πρόσβασης και διαφάνειας των δεδομένων5.
Σε ό,τι δε αφορά στην προμήθεια των εμβολίων, ζήτημα που απαιτεί ξεχωριστής ανάλυσης, η ΕΕ έπεσε θύμα των νεοφιλελεύθερων επιλογών της αλλά και ενός ασυγχώρητου overpromising (υποσχεσιολογία).
Έχοντας όλα τα παραπάνω κατά νου, και κλείνοντας αυτή την επισκόπηση, θα θέλαμε να προτείνουμε συγκεκριμένες προτάσεις οι οποίες μπορούν ακόμη και τώρα να εφαρμοστούν, αλλά οπωσδήποτε εν όψει και της επόμενης πανδημικής κρίσης με στόχο ένα βελτιωμένο και αποτελεσματικό ΕΣΥ:
-
Χαρτογράφηση του τομέα υγείας στην Ελλάδα (δημόσιου και ιδιωτικού)
-
Εκτίμηση των αναγκών του τομέα υγείας στην Ελλάδα (δημόσιου και ιδιωτικού)
-
Ουσιαστική αναβάθμιση της ΠΦΥ ως κεντρικού πυλώνα του ΕΣΥ και υλοποίηση της οικογενειακής ιατρικής με αλλαγή παραδείγματος.
-
Υλοποίηση πολιτικών Δημόσιας Υγείας (public health) σε διαλειτουργία με τους ΟΤΑ αλλά και με άλλους τομείς οι οποίοι εμπλέκονται (διατομεακότητα)
-
Εκπόνηση σχεδίου ετοιμότητας και σχεδίου έκτακτης ανάγκης για το ενδεχόμενο υγειονομικών κρίσεων
-
Εφαρμογή του συστήματος επιδημιολογικού ελέγχου και επιτήρησης τύπου sentinel (σύστημα παρατηρητών νοσηρότητας)
-
Προληπτικό, μαζικό και επιθετικό testing με στόχευση στις εστίες μετάδοσης και υπερμετάδοσης (σχολεία, χώροι εργασίας, ΜΜΜ, κλειστές δομές, μειονότητες, πρόσφυγες και μετανάστες)
-
Εφαρμογή αυστηρών πρωτοκόλλων διαχείρισης κρουσμάτων (ανίχνευση ιού, ιχνηλάτηση επαφών, απομόνωση και καραντίνα)
1 https://eody.gov.gr/wp-content/uploads/2020/06/covid-gr-daily-report-20200601.pdf
2 https://www.oengegr.com/post/%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7-%CF%81%CE%AD%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%BF%CF%85-e%CF%80%CE%AF%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%BC%CE%B5%CE%B8-%CF%8C%CF%87%CE%B9-%CE%BC%CE%AF%CF%83%CE%B8%CF%89%CF%83%CE%B7-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF-%CE%B1%CE%B6%CE%B7%CE%BC%CE%AF%CF%89%CF%84%CE%BF
3 https://www.conferre.tv/covid19vaccine?idU=1
4 https://europeanhealthunion.eu/
5 https://www.ombudsman.europa.eu/el/press-release/en/137880