United Archives via Getty Images

Η Πανδημία θα υποχωρήσει και μετά θα πρέπει ως κοινωνίες να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση της καθημερινότητας. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο καθημερινό από τον βιοπορισμό των μελών μιας κοινωνίας. Η καθημερινή οικονομική δραστηριότητα θα επανέλθει στους ρυθμούς που η πανδημία διέκοψε και τότε θα πρέπει να απαντηθεί ένα σημαντικό ερώτημα. Αν οι εργαζόμενοι δουλέψουνε περισσότερες ώρες και σκληρότερα θα καταφέρουν να αυξήσουν το συλλογικό πλούτο; Το ερώτημα είναι ενδιαφέρον και οι απαντήσεις σε αυτό ακόμα πιο ενδιαφέρουσες. Ας δούμε γιατί η περίπτωση της Ελλάδας αποτελεί την ιδανική περίπτωση για να εξετάσουμε το ερώτημα αυτό. 

Ο Έλληνας εργαζόμενος , σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ, εργάζεται κατά μέσο όρο 1949 ώρες το χρόνο και αυτή είναι μια επίδοση που τον φέρνει στην πέμπτη θέση της διεθνούς κατάταξης του ΟΟΣΑ.

Σύμφωνα με τις στερεοτυπικές απόψεις και την προπαγάνδα που άνθησε από το 2009 έως και το 2015 περίπου στην Ευρώπη1 οι «τεμπέληδες» Έλληνες πρέπει να εργασθούν σκληρότερα για να καταφέρουν να μετάσχουν στο ευρωπαϊκό όνειρο (ένα ολόκληρο βιβλίο μπορεί να γραφεί για τα στερεότυπα στην Ευρώπη και πως αυτά χτίσθηκαν αλλά ας μην επεκταθούμε). Ωστόσο σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία οι Έλληνες εργάζονται ήδη περισσότερες ώρες κάθε χρόνο σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Ας το εμπεδώσουμε αυτό καλύτερα. 

Γιατί δεν πλουτίζουμε εφόσον δουλεύουμε πιο σκληρά από τους άλλους;

Ο Έλληνας εργαζόμενος , σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ, εργάζεται κατά μέσο όρο 1949 ώρες το χρόνο και αυτή είναι μια επίδοση που τον φέρνει στην πέμπτη θέση της διεθνούς κατάταξης του ΟΟΣΑ. Και αυτή η επίδοση της χώρας μας δεν είναι στιγμιαία και ούτε οφείλεται στα μνημόνια. Από το 2000 καταλαμβάνουμε συνεχώς τις πρώτες θέσεις στον ΟΟΣΑ ως προς τις ώρες εργασίας ανα έτος 2. Πώς είναι δυνατόν , λοιπόν, να ήμαστε στην πέμπτη θέση σε ώρες εργασίας και από την άλλη να μας κατηγορούν ως «τεμπέληδες»; Ακόμα χειρότερα γιατί δεν πλουτίζουμε εφόσον δουλεύουμε πιο σκληρά από τους άλλους;

Φυσικά το θέμα χρήζει διερεύνησης. Καταρχάς ας δούμε μαζί με ποιες χώρες ήμαστε πρωταθλητές στις ώρες εργασίας σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Μαζί με την Ελλάδα την πρώτη πεντάδα απαρτίζουν , λοιπόν, το Μεξικό, η Κόστα Ρίκα, η Κορέα και η Ρωσία. Προφανώς και η σύνθεση της ομάδας προκαλεί προβληματισμό. Στην πρώτη πεντάδα δεν βρίσκουμε τους πρωταθλητές του παγκόσμιου ΑΕΠ και σίγουρα καμία προηγμένη ευρωπαϊκή χώρα. Μα αν στην πρώτη θέση εργατικότητας βρίσκονται χώρες που δεν είναι οι πιο πλούσιες του κόσμου τότε ποιες χώρες είναι στον πάτο της λίστας; Στην εν λόγω λίστα, λοιπόν, και από την τελευταία θέση και προς τα άνω έχουμε τη Δανία, τη Νορβηγία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Σουηδία, την Ισλανδία, την Αυστρία, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο και η λίστα συνεχίζεται με χώρες που διαθέτουν τα υψηλότερα ΑΕΠ στον πλανήτη. Προφανώς η αρνητική σχέση ανάμεσα στο μέσο συνολικό αριθμό ωρών εργασίας ανά άτομο και στον εθνικό πλούτο περισσότερο δημιουργεί παρά επιλύει απορίες. 

Ζητούμενο στη σύγχρονη οικονομία είναι όχι το πως θα δεσμεύσει μια εταιρία τον χρόνο εργασίας ενός εργαζομένου αλλά το πώς θα εξάγει τη γνώση και το ταλέντο του προς όφελος του οργανισμού.

Ας δούμε, λοιπόν, τι έχει συμβεί. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μια μεγάλη εξέλιξη συνέβη στο μοντέλο της παραγωγής στις σύγχρονες οικονομίες. Η ανθρώπινη εργασία άρχισε να διαδραματίζει όλο και μικρότερο ρόλο στην παραγωγή αγαθών. Για παράδειγμα ένα σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής αυτοκινήτων χρειάζεται από 13 έως 35 ανθρωποώρες εργασίας 3 για να συναρμολογήσει ένα ολοκληρωμένο αυτοκίνητο σε σύγκριση με τις 625 ανθρωποώρες που απαιτούταν το 19114. Παλιά η ανθρώπινη εργασία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία και όσο περισσότερες ώρες εργαζόταν ένας εργάτης τόσο αυξανόταν η παραγωγή. Σήμερα η τεχνολογική εξέλιξη μειώνει σημαντικά αυτήν την εξάρτηση καθώς η αυτοματοποίηση των διαδικασιών μαζικής παραγωγής μειώνει αντίστοιχα τον αντίκτυπο της ανθρώπινης εργασίας. Η συμμετοχή του ανθρώπου στην παραγωγή μετουσιώνεται από σωματική σε πνευματική. Οι επιχειρήσεις έχουν ανάγκη πλέον από «πνευματικούς» εργάτες.. Σημασία έχει λιγότερο η μηχανιστική επανάληψη ρουτινών και περισσότερο η ενεργή σκέψη του εργαζόμενου. Ζητούμενο στη σύγχρονη οικονομία είναι όχι το πως θα δεσμεύσει μια εταιρία τον χρόνο εργασίας ενός εργαζομένου αλλά το πώς θα εξάγει τη γνώση και το ταλέντο του προς όφελος του οργανισμού. 

Στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού, ωστόσο, απασχολείται είτε σε θέσεις διεκπεραίωσης καθηκόντων (στον κλάδο του τουρισμού, της λιανικής, κλπ) είτε σε θέσεις εργασίας που δεν έχουν σχεδιασθεί για να αντλήσουν τα ταλέντα του εργαζομένου αλλά για να αποτελέσουν γρανάζια σε μια μηχανιστική ροή εργασίας.

Η δυναμική των αλλαγών αυτών δεν είναι εύκολο να γίνει κατανοητή . Υπενθυμίζουμε ότι σε ένα σημαντικό βαθμό τα συστήματα διοίκησης των εργοστασίων που βασίζονται στην πειθαρχία, στην επαναληψιμότητα , στην προβλεψιμότητα και στον έλεγχο δοκιμάστηκαν στην πράξη από τον 18ο αιώνα και θεωρήθηκε αυτονόητο να μεταφερθούν σχεδόν αυτούσια στον κλάδο των υπηρεσιών. Ιδιαίτερα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες όπου έχει διαμορφωθεί μια ιδιάζουσα κατάσταση (ίσως πρώτη φορά στην ιστορία) όπου ένας μέσος εργαζόμενος μπορεί να διαθέτει περισσότερες γνώσεις και αποδεδειγμένα καλύτερες δεξιότητες από έναν προϊστάμενο του. Αυτό αποτελεί εξέλιξη της μαζικής ανώτατης εκπαίδευσης που εφαρμόσθηκε από τον 20ο αιώνα και απευθύνθηκε σε εκατομμύρια νέους που παλιότερα δεν θα λάμβαναν καμία παραπάνω εκπαίδευση πέρα από αυτή που θα αποσκοπούσε σε μια απλή τεχνικών προδιαγραφών επαγγελματική κατάρτιση.

Στην Ελλάδα ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού, ωστόσο, απασχολείται είτε σε θέσεις διεκπεραίωσης καθηκόντων (στον κλάδο του τουρισμού, της λιανικής, κλπ) είτε σε θέσεις εργασίας που δεν έχουν σχεδιασθεί για να αντλήσουν τα ταλέντα του εργαζομένου αλλά για να αποτελέσουν γρανάζια σε μια μηχανιστική ροή εργασίας. Οι εργαζόμενοι τυγχάνουν μαζικής διαχείρισης σε οργανισμούς που διαθέτουν είτε φτωχό διοικητικό πλαίσιο είτε κακή κουλτούρα διοίκησης. Αυτό συμβαίνει λόγω του γεγονότος ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής παραγωγικής οικονομίας προσανατολίσθηκε στην εσωτερική κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική). Μια επιλογή που δεν της επέτρεψε το άνοιγμα σε αγορές του εξωτερικού. Αυτό άλλωστε φαίνεται από τη διαχρονική κατάρρευση του ισοζυγίου εισαγωγών εξαγωγών της χώρας. 

Ένα ποσό της τάξεως των 44 δισ. ευρώ έχει δαπανηθεί-επενδυθεί από την ελληνική πολιτεία μέσα σε μια εικοσαετία για την μόρφωση ατόμων που αναγκάστηκαν να βρουν εργασία στο εξωτερικό

Μεταβληθήκαμε σε μια χώρα υπηρεσιών χαμηλού και μέσου επιπέδου, ως προς την ποιότητα του τελικού παραγόμενου αποτελέσματος. Εντέλει η απορρόφηση των ωρών της εργασίας ενός εργαζομένου δεν αποδίδει υψηλή αξία στην οικονομία δεδομένου ότι δεν έχει αναπτυχθεί ένα πλαίσιο αξιοποίησης των γνώσεων του. Είναι εντυπωσιακό ότι η Ελλάδα υποστηρίζει ένα πολυδάπανο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης (με πόρους που επενδύουμε όλοι οι Έλληνες) το οποίο συνδράμει στη μόρφωση χιλιάδων νέων κάθε έτος οι οποίοι εν καταλήξει δεν μπορούν να αξιοποιηθούν στη χώρα μας. Μάλιστα την τελευταία δεκαετία η επένδυση αυτή καρπώνεται από τις χώρες του εξωτερικού που εντάσσουν στην οικονομία τους μετανάστες Έλληνες εργαζομένους χωρίς να έχουν δαπανήσει τίποτα για την εκπαίδευση τους. Εικάζεται ότι 600.000 εργαζόμενοι έφυγαν από τη χώρα μας από το 2009. Ας υποθέσουμε ότι ένα 90% εξ’ αυτών έλαβε την υποχρεωτική εξαετή εκπαίδευση Γυμνασίου – Λυκείου σε δημόσια σχολεία. Ένα 70% σπούδασε σε ελληνικά δημόσια τετραετή προπτυχιακά προγράμματα και ένα 60% σε ελληνικά μεταπτυχιακά μονοετή, και ας βάλουμε σαν μέσο δημόσιο κόστος για κάθε έτος εκπαίδευσης τα 4.000,00 ευρώ. Τότε μπορούμε να εξάγουμε την υπόθεση ότι ένα ποσό 44 δισ. ευρώ έχει δαπανηθεί-επενδυθεί από την ελληνική πολιτεία μέσα σε μια εικοσαετία για την μόρφωση ατόμων που αναγκάστηκαν να βρουν εργασία στο εξωτερικό.

Γίνεται κατανοητό ότι οι προηγμένες χώρες δημιουργούν ένα πλαίσιο αξιοποίησης του ταλέντου των εργαζομένων τους και όχι ένα πλαίσιο εργασίας. Φυσικά κανένα σύστημα δεν είναι τέλειο. Η αξιοποίηση του ταλέντου δεν είναι μια εύκολη υπόθεση και για αυτό δεν το πετυχαίνουν όλοι. Παραδόξως η μαζική χρήση της τηλεεργασίας τον τελευταίο χρόνο αποκάλυψε μια σημαντική δυναμική για την ανάπτυξη των οικονομιών που ακόμα δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητή. Μελέτες αρχίζουν και παρουσιάζουν μια νέα εκδοχή που δείχνει ότι οι τηλεεργαζόμενοι αποδίδουν καλύτερα σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους που εργάζονται στο γραφείο5. Πολλοί εργαζόμενοι δηλώνουν ότι δεν μπορούν να συγκεντρωθούν στο χώρο εργασίας τους ή ότι η μετάβαση στο χώρο εργασίας τους και το πρόγραμμα της καθημερινότητας τους, τους εξοντώνει. Αυτή η παραδοχή δημιουργεί ένα νέο σύμπαν δυνατοτήτων. Κατά πολλούς μελετητές δεν αποτελεί ωστόσο παρά την παραδοχή ότι το μοντέλο εργασίας της βιομηχανικής εποχής, ένα μοντέλο που βασίστηκε στον έλεγχο του ωραρίου του εργαζομένου, έχει παρακμάσει και αδυνατεί να ακολουθήσει τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας. Το γιατί θα αποτελέσει έναυσμα για επόμενο άρθρο. 

 

https://www.weforum.org/agenda/2018/09/working-long-and-hard-it-may-do-more-harm-than-good

1 https://www.theatlantic.com/business/archive/2012/05/europe-agrees-greece-is-the-laziest-most-incompetent-nation-in-the-eu/257764/

2 https://data.oecd.org/emp/hours-worked.htm

3 https://www.motortrend.com/news/toyota-chrysler-have-north-americas-most-efficient-plants-1859/

4 Mortier W. La Fever, Workers, Machinery, and Production in the Automobile Industry, Monthly Labor Review, Vol. 19, No. 4 (OCTOBER, 1924), pp. 1-26, https://www.jstor.org/stable/41828350





ΠΗΓΗ