Κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, αρκετοί ουδέτεροι παρατηρητές των τρόπων αντιμετώπισης του κορoνοιού εξάγουν αβίαστα το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα και η Γαλλία διαχειρίζονται την κρίση με πολλές κοινές μεθόδους και λαμβάνοντας συνήθως παρεμφερή μέτρα. Αυτή η διαπίστωση δε θα έπρεπε να ξενίζει καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Εμμανουέλ Μακρόν είναι δύο ηγέτες με περισσότερα κοινά παρά διαφορές.

Είναι δύο πολιτικοί που αυτοπροσδιορίζονται ως pro Europeans και υπέρμαχοι του οικονομικού φιλελευθερισμού αλλά ηγούνται δύο κρατών με παράδοση κρατικών παρέμβασεων στην οικονομία (Στην Ελλάδα αναγνωρίζονται ρητά σε επίπεδο Συντάγματος και στη Γαλλία από την εξέλιξη της νομολογίας του ΣτΕ που έχει ορθώσει πολλάκις ανάστημα απέναντι στην κυριαρχία της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού που πρεσβεύει η ΕΕ). Όμως παρ’ότι φιλελεύθεροι ακολουθούν μια μικτή πολιτική, εντάσσοντας συντηρητικούς, εκτός από προοδευτικούς, πολιτικούς στα κυβερνητικά σχήματα. Αυτό οδηγεί σε υψηλή δημοτικότητα και άντληση ψηφοφόρων από την κεντροαριστερά μέχρι την ακροδεξιά. Γι‘αυτό, κατ’επέκταση, προωθούν ένα μείγμα πολιτικών που μέχρι και σήμερα μονοπωλούσαν συγκεκριμένες μόνο παρατάξεις.

Επί παραδείγματι, ως προς την δεξιά και την ακροδεξιά (ανάλογα με την ένταση των ακολουθούμενων πολιτικών): Έχουν και οι δύο κακή σχέση με τον συνδικαλισμό όπως αναπτύσσεται στις δύο χώρες, προωθούν τον περιορισμό του πανεπιστημιακού ασύλου (οι δύο χώρες έχουν παρεμφερές καθεστώς πανεπιστημιακού ασύλου ενώ στη Γαλλία υπάρχει ήδη ιδιωτική φύλαξη στα πανεπιστήμια και η κυβέρνηση προωθεί την διεύρυνση των αδικημάτων για τα οποία η αστυνομία μπορεί να παρέμβει στους πανεπιστημιακούς χώρους), προωθούν και οι δύο την αστυνομική καταστολή και εμφανίζουν μια έντονη αρνητικότητα απέναντι στις διαδηλώσεις και στις απεργίες ενώ τέλος επιτρέπουν σε κομματικά στελέχη τους να αναφέρονται στην κυριαρχία της αριστεράς στα μέλη ΔΕΠ.

Ως προς την κεντροαριστερά: Προωθούν έντονα τον πολιτισμό, την οικολογία και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (πχ με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ηλεκτρικά αυτοκίνητα) ενώ κάποιες φορές υποχωρούν απέναντι στην αντίληψη του μεγάλου κράτους έχοντας αυτοσυγκράτηση ακόμα και στα ίδια τα πιστεύω τους.

Αυτή η πολιτική αντίληψη που τείνει να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα θεμελιώνεται στην παρακμή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού συστήματος (στη Γαλλία εφαρμόζεται ένα κοινοβουλευτικό σύστημα με προεδρική χροιά), την κατάρρευση των ιδεολογιών αλλά και την ανικανότητα της σοσιαλδημοκρατίας, της αριστεράς και της δεξιάς να προτείνουν λύσεις αυτόνομα. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει εναλλακτικό πολιτικό αφήγημα που να μπορεί να τους αντιταχθεί και να γνωρίσει απήχηση.

Με λίγα λόγια φαίνεται να αναδεικνύεται ένας νέος τύπος ηγέτη. Δεν προσομοιάζει στους τρεις τύπους αρχηγίας του Βέμπερ. Δεν είναι ούτε ορθολογικός, ούτε παραδοσιακός, ούτε χαρισματικός. Προσπαθεί να μιμηθεί στοιχεία από την ορθολογική και την χαρισματική αρχηγία αλλά περισσότερο είναι μια ευέλικτη αρχηγία. Ένας ευέλικτος ηγέτης λοιπόν,ο οποίος εκμεταλλεύεται πλήρως τις ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και καταφέρνει να κυριαρχεί στο ρευστό πολιτικό περιβάλλον που τον υποχρεώνει να μετακινείται διαρκώς σε όλο το μήκος του πολιτικού φάσματος. Ο Μητσοτάκης αναδεικνύεται σταδιακά ως ένας Μακρόν των Βαλκανίων. Θα υπάρξει εναλλακτική που θα αμφισβητήσει αυτή την κυριαρχία;

Για να παρουσιαστεί μια εναλλακτική πρόταση ικανή να αμφισβητήσει αυτόν τον τύπο ηγέτη πρέπει αυτή να ξεπερνά τα ιδεολογικά στεγανά και την κλασική διάκριση δεξιάς – αριστεράς. Πρέπει να προσφέρει έναν άλλο δρόμο , σταθερό μεν και δομημένο πάνω σε κάποιες βασικές πεποιθήσεις αλλά παράλληλα και ευέλικτο και προσαρμοσμένο στην κοινωνία. Τα πρόσωπα που θα παρουσιάσουν αυτή την πρόταση δεν πρέπει να οχυρωθούν πίσω από μια άκαμπτη ιδεολογία και να αποδείξουν ότι η πολιτική είναι τελικά ένα σύστημα που η βάση καθορίζει την κορυφή και όχι το αντίθετο.





ΠΗΓΗ