Η ταχεία άνοδος των ψηφιακών νομισμάτων (Βitcoin κ.α.) τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχει φέρει πιο κοντά την καθιέρωση της επίσημης χρήσης τους. Πολλές έρευνες υποδεικνύουν ότι αυξάνονται οι κεντρικές τράπεζες που κινούνται προς την κατεύθυνση της δημιουργίας επίσημων ψηφιακών συναλλαγμάτων- ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα των blogs του ΔΝΤ, με τίτλο «Legally Speaking, is Digital Money Really Money?» (Νομικά μιλώντας, είναι το ψηφιακό χρήμα στα αλήθεια χρήμα;).

Όπως σημειώνεται στο άρθρο, περίπου το 80% των κεντρικών τραπεζών του κόσμου είτε δεν επιτρέπεται να εκδώσουν ψηφιακό νόμισμα στο πλαίσιο των υπαρχόντων νόμων τους, είτε το νομικό πλαίσιο είναι ασαφές. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρθρογράφοι εξέτασαν τους κανόνες/ νόμους των κεντρικών τραπεζών 174 μελών του ΔΝΤ σε ένα νέο staff paper και διαπιστώθηκε πως μόνο περίπου 40 έχουν, από νομικής άποψης, τη δυνατότητα έκδοσης ψηφιακών νομισμάτων.

Η έκδοση χρήματος είναι μια μορφή χρέους για την κεντρική τράπεζα, οπότε πρέπει να υπάρχει στέρεη βάση, αλλιώς μπορεί να προκύψουν προβλήματα διαφόρων φύσεων. Για να χαρακτηρίζεται νομικά ως συνάλλαγμα, ένα μέσο πληρωμών πρέπει να θεωρείται ως κάτι τέτοιο από τους νόμους της χώρας και να «εκφράζεται» στην επίσημη χρηματική του μονάδα. ’Ενα συνάλλαγμα κατά κανόνα έχει «tender status», κάτι που σημαίνει ότι οι οφειλέτες μπορούν να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους δίνοντάς το στους πιστωτές τους. Τέτοιο νομικό status δίνεται συνήθως σε μέσα πληρωμών που μπορούν να χρησιμοποιούνται εύκολα από την πλειονότητα του πληθυσμού- και για αυτό πιο κοινές μορφές συναλλάγματος/ νομίσματος είναι τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα.

Για να χρησιμοποιηθούν ψηφιακά νομίσματα, πρέπει να υπάρχουν ψηφιακές υποδομές- laptops, smartphones, συνδέσεις κ.α. Ωστόσο οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να επιβάλουν στους πολίτες να έχουν τέτοια μέσα, οπότε και προκύπτει νομικό ζήτημα- και σε αυτό το πλαίσιο είναι δύσκολη η καθιέρωση ενός ψηφιακού νομίσματος ως κανονικού/ πλήρους νομίσματος.

Τα ψηφιακά νομίσματα, σηνεμιώνουν οι αρθρογράφοι, μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές, και αυτοί εστιάζουν στις νομικές επιπτώσεις των βασικών concepts που εξετάζονται από διάφορες κεντρικές τράπεζες- για παράδειγμα, το αν θα ήταν «account-based» ή «token-based»: Το πρώτο σημαίνει ψηφιοποίηση των λογαριασμών που υπάρχουν στα μητρώα των τραπεζών, ενώ το δεύτερο έχει να κάνει με τον σχεδιασμό ενός νέου ψηφιακού token που δεν συνδέεται με τους υπάρχοντες λογαριασμούς.

«Από νομικής άποψης, η διαφορά είναι ανάμεσα σε παραδόσεις αιώνων και αχαρτογράφητα ύδατα. Το πρώτο μοντέλο είναι όσο παλιές είναι οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες…τα ψηφιακά tokens, αντίθετα, έχουν πολύ μικρή ιστορία και ασαφές νομικό status. Κάποιες κεντρικές τράπεζες επιτρέπεται να εκδίδουν οποιοδήποτε είδος συναλλάγματος (που θα μπορούσε να περιλαμβάνει ψηφιακές μορφές) ενώ οι πιο πολλές (61%) περιορίζονται σε χαρτονομίσματα και νομίσματα».

Άλλο ένα σημαντικό θέμα είναι το κατά πόσον το ψηφιακό συνάλλαγμα θα χρησιμοποιείται μόνο σε επίπεδο «χονδρικής» (από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) ή αν θα είναι προσβάσιμο στο γενικό κοινό. «Οι εμπορικές τράπεζες έχουν λογαριασμούς στην κεντρική τους τράπεζα, και ως εκ τούτου είναι οι παραδοσιακοί τους “πελάτες”. Το να επιτρέπονται λογαριασμοί ιδιωτών…θα ήταν τεράστια αλλαγή ως προς το πώς οι κεντρικές τράπεζες είναι οργανωμένες και θα απαιτούσε σημαντικές νομικές αλλαγές».

Συνολικά, τα ζητήματα αυτά, συν άλλα, συνθέτουν ένα πολύπλοκο νομικό τοπίο, και θα μπορούσαν να επηρεάσουν έτσι τις αποφάσεις από τις αρμόδιες αρχές. Ακόμη, η δημιουργία ψηφιακών νομισμάτων από κεντρικές τράπεζες θα δημιουργούσε νομικά ζητήματα και σε πολλούς άλλους κλάδους, όπως οι φόροι, η ακίνητη περιουσία, η προστασία δεδομένων κ.α. «Αν είναι να αποτελέσουν το “επόμενο ορόσημο στην εξέλιξη του χρήματος”, τα ψηφιακά συναλλάγματα των κεντρικών τραπεζών χρειάζονται στιβαρά νομικά θεμέλια που διασφαλίζουν την ομαλή ενσωμάτωση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αξιοπιστία και ευρεία αποδοχή από τους πολίτες και τους οικονομικούς δρώντες των χωρών».





ΠΗΓΗ