Η πολιτική είναι το μέτρο του πολιτισμού. Το διαπιστώνουμε σε όλες τις εκφάνσεις της. Ίσως γι’ αυτό οι σφοδρότεροι πολιτικοί ανταγωνισμοί υποκρύπτουν πολιτισμικά ζητήματα. Η διεθνής κι η εγχώρια σκηνή βρίθει από τέτοια παραδείγματα. Αρκεί, να αποκρυπτογραφήσουμε σωστά τις θεατές και αθέατες πλευρές τους. Διότι τις περισσότερες φορές στεκόμαστε μόνο στα επιφαινόμενα. Επιχειρούμε να τα ερμηνεύσουμε μέσα από παραμορφωτικούς φακούς ιδεοληψιών, στρεβλώσεων και κυρίως μικροπολιτικών υπολογισμών.
Στην Ελλάδα τα ιδεολογικά μοναστήρια της ορθόδοξης πολιτικής κυριαρχούν. Ο φετιχισμός της παράδοσης, η ανάδειξή της σε μια στατική, μη μεταβαλλόμενη κατάσταση, δεν εμποδίζει μόνο τη φυσιολογική εξέλιξη. Λειτουργεί και ανασχετικά για την υπέρβαση της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής υστέρησης. Έτσι ο ανορθολογισμός αναδεικνύεται σε ισχυρό ρεύμα. Άλλοτε εκδηλώνεται με τις πιο ακραίες μορφές του, όπως τον βιώσαμε στη δεκαετία της οικονομικής κρίσης. Και άλλοτε απλώς εξωραΐζεται.
Μολονότι πολλοί διακηρύσσουν την προσήλωσή τους στη Δύση, η απόστασή τους απ’ αυτή είναι αγεφύρωτη. Στο ραντεβού με τον Διαφωτισμό δεν φανήκαμε αρκετά συνεπείς. Αν και επιλέξαμε να πάμε, κρατήσαμε ανοιχτή και την πόρτα της Ανατολής, επικαλούμενοι διάφορα ιδεολογήματα. Στην πραγματικότητα, υιοθετήσαμε μια διφυή ταυτότητα.
Βέβαια στη διαδρομή μας υπήρξαν φωτεινές αναλαμπές. Όμως, σε μεγάλο βαθμό, μείναμε προσκολλημένοι σε ένα αναχρονιστικό πολιτισμικό εποικοδόμημα. Η επαγγελία του εκσυγχρονισμού διαχρονικά ενοχοποιήθηκε και πολεμήθηκε όσο τίποτα άλλο. Μάλιστα, οι εγχώριοι εκφραστές του λοιδορήθηκαν ως φιλέλληνες. Αμφισβητήθηκε η εθνική τους συνείδηση. Η περιπέτεια του Ελευθερίου Βενιζέλου είναι αποκαλυπτική.
Στη σημερινή εποχή, δεν είναι λίγοι εκείνοι που οχυρώνονται πίσω από περίκλειστα τείχη, αδυνατώντας να αντιληφθούν την ανάγκη εναρμόνισής μας με τον σύγχρονο κόσμο. Η πλειονότητα της πολιτικής τάξης εξακολουθεί να πολιτεύεται με τα δοκιμασμένα και αποτυχημένα εργαλεία του παρελθόντος. Η προσαρμογή της στο νέο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον παραμένει ζητούμενο. Ο τρόπος που διαχειρίζεται την υγειονομική κρίση, το αποδεικνύει.
Επιδιδόμενη σε έναν άγονο και ατελέσφορο ανταγωνισμό συναρτά την προστασία της δημόσιας υγείας με τη δική της προστασία και επιβίωση. Με υπερχειλίζουσα πλειοδοσία προβάλλει αιτήματα κάθε είδους για να αποσπάσει την αποδοχή τμημάτων της κοινής γνώμης. Ακόμη κι οι διακηρύξεις της περί εκκοσμίκευσης «πάνε περίπατο». Αντιμετωπίζει την Εκκλησία με γνώμονα την πελατεία της, αρνούμενη να αποδεχθεί το αυτονόητο: ότι κάθε συνάθροιση αποτελεί πηγή διασποράς του ιού.
Επιπλέον, συμπολίτευση και αντιπολίτευση θεωρούν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης έναν μεγάλο κρατικό κουμπαρά, από τον οποίο μπορούν να καλύψουν τις μικροπολιτικές ανησυχίες και ψηφοθηρίες τους. Προσπερνούν τις προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη, επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά ότι έχουν αλλεργία στη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Αντίστοιχα πράττουν και στον ευαίσθητο τομέα της εξωτερικών σχέσεων, υποδαυλίζοντας ακραία εθνικιστικά αντανακλαστικά.
Στην ουσία, δεν έχουν τις προϋποθέσεις να κατανοήσουν την αξία μιας σύγχρονης πολιτικής, αποδεσμευμένης από κλισέ και στερεότυπα. Απεναντίας την υποβαθμίζουν με έναν ανούσιο, καταγγελτικό, τοξικό λόγο. Η ελαφρότητα κι η επιπολαιότητα συνυπάρχουν με τις ψευδεπίγραφες διακηρύξεις. Η αυταρέσκεια με τις κραυγές. Και εν τέλει όλα υποτάσσονται σε αχρείαστες αντιπαραθέσεις για να εξυπηρετήσουν κομματικές και προσωπικές επιδιώξεις. Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο, όταν διάφοροι ιθύνοντες της κομματοκρατίας αντιπολιτεύονται με σαθρά επιχειρήματα εκείνους που επιμένουν να βλέπουν την πολιτική ως το πιο δημιουργικό πεδίο της ανθρώπινης δράσης.
Αποκαλυπτικές της υφέρπουσας μιζέριας και πολιτισμικής υστέρησης είναι οι αντιδράσεις κάποιων στην κατά καιρούς αρθρογραφία του Κώστα Σημίτη. Αντί να αξιοποιούν τη γνώση και την εμπειρία του, τις προσεγγίσεις, τις ιδέες και τις απόψεις του στα καίρια ζητήματα τα οποία θίγει, βάλλουν εναντίον του. Οι ενστάσεις τους στερούνται επιχειρημάτων. Αρνούνται να δουν το πολιτικό βάθος, τη στρατηγική σκέψη και τις ιδεολογικές αναζητήσεις που συνθέτουν τον δημόσιο λόγο του πρώην πρωθυπουργού.
Ένα μείγμα ακροδεξιών, ακροαριστερών, συντηρητικών και ιδεοληπτικών αντιστρατεύεται τον Κώστα Σημίτη διαχρονικά. Και τούτο διότι συνιστά μια διακριτή και ανόθευτη ιδεολογικοπολιτική σήμανση, κόντρα στο ρεύμα του ανορθολογισμού και της υστέρησης. Το αναχρονιστικό αυτό μέτωπο αδυνατεί να συλλάβει -για να επικαλεστώ τον Γκράμσι- την αναγκαιότητα της διευρυμένης αντίληψης της πολιτικής, την οποία ενσαρκώνει ο πρώην πρωθυπουργός.
Η κρίση της εγχώριας πολιτικής επιβεβαιώθηκε από ένα χρεοκοπημένο κομματικό σύστημα. Πιστοποιείται και σήμερα με την άρνηση αρκετών εκπροσώπων του να αποδεχθούν και να αφομοιώσουν τον ορθολογικό και εκσυγχρονιστικό λόγο. Η δυσανεξία τους καθίσταται τροχοπέδη για την προσαρμογή μας στο νέο πολιτισμικό περιβάλλον. Υποθηκεύει τις μακροχρόνιες προοπτικές της χώρας και της κοινωνίας, κρατώντας τες εγκλωβισμένες στον χωροχρόνο της υπανάπτυξης.