Στο θέατρο της πολιτικής

Η σκηνή ανήκει στην κωμωδία

Η πλατεία στην τραγωδία 

Ν. Γ. Μουρτζούχος, Οδοιπορικό ιδεών -Γ 

Η διαφθορά είναι ένα φαινόμενο τόσο διαδεδομένο που δικαιολογημένα αισθάνεται κανείς ότι είναι ενδημικό σε κάθε κοινωνία, σε κάθε περίοδο, σε κάθε θεσμό.

Διαφθορά στην πολιτική, στο συνδικαλισμό, στους Δήμους, στη Δικαιοσύνη, στην Αστυνομία, στις Φυλακές.

Διαφθορά που «σκοτώνει» (στο χώρο της Υγείας), διαφθορά που «χτίζει» (Πολεοδομία), διαφθορά που (δεν) «πληρώνει» (Εφορία).

Διαφθορά, Διαπλοκή, Σκάνδαλα.

Και οι αντι-δράσεις;

Νόμοι επί νόμων, πειθαρχικά επί πειθαρχικών, ανεξάρτητες αρχές, δίκες – εξπρές για επίορκους, μαθήματα στα σχολεία.

Αποτέλεσμα: σχεδόν μηδενικό (τόσο θεσμικά όσο και στις νοοτροπίες και στάσεις).

Η Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις σε θέματα διαφθοράς.

Από την άλλη οι Έλληνες πολίτες ενώ δηλώνουν ότι θέλουν να (αντι)δράσουν κατά της διαφθοράς (συνεχίζουν να) «λαδώνουν».

Η ταύτιση του διεφθαρμένου (ή και του διαφθορέα;) με τη λαμογιά/ απατεωνιά/κοροϊδία αλλά και η «δοξολόγηση» στο πρόσωπο του επιτυχημένου των άνομων μέσων τα οποία χρησιμοποίησε δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας.

Το πολιτικό σύστημα «χαρακτηρίζεται» από την έκταση και το βάθος της διαφθοράς που κινείται εκτός των νόμων και της ηθικής τάξης. Η κοινωνική νοσηρότητα και ανομία ως αναπόφευκτη συνέπεια της άναρχης ανάπτυξης, της άνισης διανομής του πλούτου και του «αχόρταγου» ιδιωτικού κέρδους διευρύνουν συνεχώς τον κύκλο των εμπλεκόμενων.

Η αυτονόμηση και φετιχοποίηση των αγορών, τα εντός και εκτός Ελλάδας κερδοσκοπικά κυκλώματα προκαλούν ρωγμές στο θεσμικό οικοδόμημα.

Η ανταποδοτική, συναλλακτική ή η υπό διαπραγμάτευση Δημοκρατία και η ιδιοτελής κοινωνία αφήνουν πολλά περιθώρια για εξωθεσμικές λειτουργίες. Συμβιβασμοί, συμψηφισμοί και σκοπιμότητες θολώνουν (αν δεν εξωραΐζουν) το τοπίο και οδηγούν ή σε εκ του πονηρού «ερμηνείες» των νόμων ή σε ατιμωρησία των ενόχων.

Η διαφθορά γίνεται «παράδειγμα». Βαθαίνει και διακτινίζεται. Η κρίση δεν την σταματάει. Αντίθετα την επαυξάνει και εντέλει την «νομιμοποιεί».

Η πολιτική διαφθορά, ως «ανάρμοστη σχέση μεταξύ αγοράς και πολιτικής», δηλαδή ως διαπλοκή, κατέστη μέρος της πολιτικής κουλτούρας. Κουλτούρα της διαφθοράς και κουλτούρα του δημόσιου βίου (συμ)πορεύονται.

ΩΣ «ΜΗ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ» (άδηλο, αόρατο) φαινόμενο η διαφθορά είτε εξελίσσεται προς τα πάνω σε διαπλοκή και σκάνδαλο ή γενικεύεται προς τα κάτω σε «ρουσφέτια επιβίωσης» («λαϊκή» διαφθορά της παρέας).

ΟΛΟΙ ΜΙΛΑΝΕ για τη διαφθορά των άλλων αλλά όχι για τη δική τους.

ΚΙ ΑΥΤΟ, διότι η διαφθορά προϋποθέτει δόλο και συμπαιγνία, αλλά και μια αντίληψη ότι στο «κάτω κάτω δεν βλάπτει κανέναν». Αυτή είναι η κουλτούρα της διαφθοράς. Μια στρέβλωση των αξιών: δημόσιοι λειτουργοί και πολίτες που αποκτούν σταδιακά μια ιδιόρρυθμη «συνείδηση δικαίου» όταν διαφθείρουν ή διαφθείρονται. Το δίλημμα δεν τίθεται συνεπώς «ως προς τι είναι νόμιμο» ή «ηθικό» αλλά «ως προς τι μπορούμε να κάνουμε ατιμωρητί» ή ακόμα, και «ποια μορφή διαφθοράς είναι αποδεκτή από την πλειοψηφία της κοινωνίας».

ΟΙ «ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ» της διαφθοράς ίσως να βοηθάνε στις οριοθετήσεις. Η μαύρη διαφθορά, την οποία καταδικάζει απερίφραστα η κοινή γνώμη, η λευκή διαφθορά, που ανέχεται η κοινή γνώμη και η γκρίζα διαφθορά, με την οποία άλλοι συμφωνούν κι άλλοι όχι, συνιστούν ορισμένες μορφές που όμως δεν έχουν τον ίδιο αντίκτυπο σε κάθε χώρα ή και σε κάθε νομικό σύστημα.

Σ′ ΕΝΑ ανομικό πλαίσιο όμως, «όπου όλα επιτρέπονται», η διαφθορά χάνεται και προβάλλεται μόνο μια κοινωνική αναπαράστασή της, όχι αναγκαστικά αυθεντική. Η διαφθορά από παράβαση μετατρέπεται σε συναλλαγή, σε θεσμό «αναγκαίο» για τη φιλελεύθερη οικονομία, την ανάπτυξη, την παγκοσμιοποίηση.

ΑΡΑ το δίλημμα δεν είναι Διαφθορά ή Αντιδιαφθορά, αλλά Εξάρτηση ή Ανεξαρτησία από κάθε μορφής μη δημοκρατικά νομιμοποιημένων και αδιαφανώς λειτουργούντων μηχανισμών (παρα)εξουσίας.

ΚΑΝΕΝΑ κομματικό συμφέρον και καμία ασφάλεια του συστήματος δεν δικαιολογούν τη λευκή σιωπή των οπαδών, την γκρίζα αδιαφορία των φοβισμένων πολιτών και τη μαύρη προπαγάνδα των εγκεφάλων.

Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ είναι δια-θεσμικό φαινόμενο, άρα πρέπει να παρέμβουμε πρωτίστως στην ποιότητα της δημοκρατίας μας.

Άρα πρόκειται για ένα Εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό ή και παγκόσμιο φαινόμενο ,το οποίο στηρίζεται στο μαύρο χρήμα και προστατεύεται από μηχανισμούς συγκάλυψης. Η επιρροή παράνομων συμφερόντων σε κρατικές λειτουργίες μέσω και της παραοικονομίας διευκολύνει το πολιτικό χρήμα για να βρει τρόπους/δρόμους για να διαφεύγει του νόμου. Η ολική χρέωση της διαφθοράς στους πολιτικούς χωρίς καμιά σχεδόν αναφορά στη «λαϊκή διαφθορά» μπορεί να είναι μονομερής όμως οι νοσούντες πολιτειακοί, πολιτικοί και κοινωνικοί οργανισμοί είναι αυτοί που γεννούν και τα σκάνδαλα. Άρα η κάθαρση συνιστά γενική/ολιστική διαχείριση του φαινομένου από μια ανταποδοτική Δημοκρατία. Η απόσταση από τη Νέμεση ως την κάθαρση είναι μεγάλη αλλά πρέπει να καλυφθεί ταχύτατα καθώς η απουσία κρατικού ελέγχου και οι πελατειακές σχέσεις έχουν αρχίσει να βλάπτουν σοβαρά την υγεία της Δημοκρατίας. Διαφθορείς και διεφθαρμένοι εξακολουθούν να (δια)πλέκονται παρασυρόμενοι από την ευκολία πλουτισμού.

Η φοροδιαφυγή ως τζόγος, ως παιχνίδι εξουσίας, ως business, ως παραοικονομία, η διαφθορά της μαύρης εργασίας, η διαφθορά «της κρίσης», η διαφθορά σε νοσοκομεία, εφορίες, ασφαλιστικούς φορείς, πολεοδομίες, πανεπιστήμια ακυρώνουν την κανονιστική και θεσμική διάσταση της πολιτικής και αμαυρώνουν την ηθική της ευθύνης. Ενώ η καλή διακυβέρνηση (λογοδοσία, νομιμότητα, αποτελεσματικότητα, ποιότητα, κράτος δικαίου) εμπεριέχει και τον έλεγχο της διαφθοράς (της δωροδοκίας, του χρηματισμού, της απάτης, της ευνοιοκρατίας, του εκβιασμού) κι ενώ ο εσωτερικός και εξωτερικός έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης αλλά και του Κράτους συνιστά πρωταρχικό εργαλείο πάταξης της διαφθοράς, όλα τα εγχειρήματα προσκρούουν τόσο σε αντιλήψεις όσο και σε ελλείψεις.

Οι αντιλήψεις για το τί είναι διαφθορά διαφέρουν. Πολιτικοί, κόμματα, ΜΜΕ, ΜΚΟ, θεσμοί προσεγγίζουν διαφορετικά το φαινόμενο. Κοινωνική/δομική οπτική και ατομικιστική/ηθική οπτική διαπλέκονται με αποτέλεσμα να κατακερματίζεται το αντικείμενο. Από το ήθος του υπαλλήλου μέχρι την παγκοσμιοποίηση η ερευνητική απόσταση είναι πολύ μεγάλη για να βρεις άκρη. Στην χώρα μας η ταύτιση στην κοινή γνώμη, της κάθαρσης, της διαφθοράς με το «δώστε αίμα στον λαό» κι όχι με θεσμικές λειτουργίες και οργανωτικές μεταρρυθμίσεις συχνά εκφυλίζει την όλη διαδικασία σε εξόντωση πολιτικών/οικονομικών αντιπάλων.

Η νομική και κυρίως ποινική αντιμετώπιση του προβλήματος (ενεργητική – παθητική δωροδοκία, δωροδοκία αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών, μαζική φοροδιαφυγή κ.α) δεν αρκεί. Υψηλά πρόστιμα, δικαστική αστυνομία, πόθεν έσχες, νέοι μηχανισμοί και δίκτυα, τεχνικές λύσεις, ιντερνετική διαφάνεια ελέγχου των δαπανών καλούνται να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν: τις δίκες της διαφθοράς, τους τόπους της διαφθοράς τη «νομότυπη ηθική» της διαφθοράς, τους επαγγελματίες της διαφθοράς. Το μωσαϊκό όμως των αρμόδιων αρχών καθώς και η έλλειψη εργαλειακού, λειτουργικού ορισμού, τεχνικά απαλλαγμένου από πολιτικές σκοπιμότητες χρήζουν επανεξέτασης. Η ταυτόχρονη εκρίζωση των οριζόντιων και κάθετων δικτύων της διαφθοράς (από τον «βασικό μέτοχο» μέχρι την «ευθύνη υπουργών») δεν είναι εύκολη υπόθεση σε μια χώρα της οποίας οι περισσότεροι πολίτες έχουν «μάθει να ζουν έτσι». Η διαφθορά έχει καταστεί αξιακό πρόβλημα. Η σχετική κουλτούρα δεν είναι εύκολα αναστρέψιμη καθώς η έννοια του δημοσίου συμφέροντος προϋποθέτει ανάμεσα στα άλλα και εμπιστοσύνη στους θεσμούς διαφάνειας. Η «διαχείριση της φαυλότητας» προηγείται της πρόθεσης εξυγίανσης. Δεν αρκεί η αλλαγή κουλτούρας. Χρειαζόμαστε αλλαγή πολιτικής με ριζικές μεταρρυθμίσεις και στο πεδίο των προσωπικών απόψεων.

Ο «τζαμπατζής (freerider) ως «αντιστασιακός» ή ως κομματικός πελάτης δεν είναι η πρόσφορη λύση. Η «διανομή αξιών» και ο μη-σφετερισμός ρόλων, η υποχρέωση λογοδοσίας και η διαφάνεια αλλά και η ενίσχυση της Δημοκρατίας μας προφανώς συνιστούν καλύτερη λύση. Αρκετά δαιμονοποιήσαμε το (διεφθαρμένο) πολιτικό σύστημα, την κομματοκρατία, την ολιγωρία της Δικαιοσύνης και εξαιρέσαμε την αδιαφάνεια και τη διαφθορά των «άλλων». Είναι η ώρα της συνευθύνης Κράτους, Θεσμών, Κοινωνίας και του κάθε Πολίτη ξεχωριστά.





ΠΗΓΗ