Αθώος κρίθηκε χθες από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, απόστρατος αστυνομικός υποδιευθυντής, ο οποίος είχε παραπεμφθεί για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση, καθώς θεωρήθηκε ο αποστολέας επιστολών σε βάρος του τότε προϊσταμένου του, ταξίαρχου αστυνομικού διευθυντή Λάρισας, επίσης απόστρατου σήμερα της ΕΛ.ΑΣ..

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας αποδέχθηκε την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας που ανέτρεψε το κατηγορητήριο προτείνοντας την απαλλαγή του κατηγορούμενου υποδιευθυντή σημειώνοντας πως «δεν είμαι απολύτως βέβαιος για την ενοχή του κατηγορουμένου».

Η υπόθεση παρουσιάζει ενδιαφέρον αφού για πρώτη φορά στα τοπικά αστυνομικά χρονικά, αστυνομικός υποδιευθυντής παραπέμφθηκε κατηγορούμενος με βάση έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του Τμήματος Εργαστηρίων Γραφολογίας της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. σύμφωνα με την οποία ο γραφικός χαρακτήρας του αποστολέα στον φάκελο των επιστολών ήταν αυτός του υποδιευθυντή που κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ήταν δηλαδή αυτός δηλαδή που έγραψε τα στοιχεία του αποστολέα εξωτερικά του φακέλου, καθότι οι επιστολές ήταν δακτυλογραφημένες.

Αλλά όχι και ο επιστολογράφος αφού κατά την εξαντλητική ακροαματική διαδικασία, το Δικαστήριο δεν πείσθηκε τελικά πως ο κατηγορούμενος υποδιευθυντής είχε κάποιο κίνητρο για να αποστείλει ο ίδιος τις επιστολές και έτσι τον απάλλαξε τελικά των κατηγοριών.

Η υπεράσπιση βασίσθηκε στο γενετικό υλικό άλλων -τρίτων- προσώπων που βρέθηκε στην επίμαχη επιστολή, επιμένοντας παράλληλα πως άγνωστοι απομιμήθηκαν τη γραφή του κατηγορουμένου.

Διάσταση την οποία βέβαια ούτε ο πρώην υποδιευθυντής μπόρεσε πειστικά να εξηγήσει, παρά τις επίμονες ερωτήσεις του εισαγγελέα σχετικά με το γιατί οι συντάκτες της επιστολής να εμπλέξουν τον ίδιο.

Οι τρεις επιστολές (με το ίδιο περιεχόμενο) σε βάρος του πρώην ταξιάρχου και συνεργατών του αποδείχθηκαν ψευδείς -σύμφωνα με αμετάκλητες πλέον αποφάσεις Δικαστηρίων της Λάρισας- ενώ μετά τη χθεσινή δίκη δεν έχει απαντηθεί ακόμη το ερώτημα ποιος ήταν τελικά ο συντάκτης των ψευδών επιστολών σε βάρος του πρώην αστυνομικού διευθυντή Λάρισας.

Για τη δημοσίευση των οποίων, να διευκρινισθεί πως -μετά από μήνυση του πρώην ταξιάρχου- καταδικάστηκε μάλιστα δημοσιογράφος που με ψευδώνυμο υπέγραψε ως συντάκτης σε αθηναϊκή εφημερίδα που δεν κυκλοφορεί πλέον.

ΨΕΥΔΕΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο λόγος για τρεις επιστολές με το ίδιο περιεχόμενο που απέστειλαν άγνωστοι (σ.σ. σύμφωνα με εκτιμήσεις πρόκειται για υπηρετούντες στην ΕΛ.ΑΣ. σύμφωνα και με τα όσα ειπώθηκαν χθες στο δικαστήριο) τον Νοέμβριο του 2015 στον επιτελάρχη, στον υπαρχηγό και στον επιθεωρητή Βορείου Ελλάδας της ΕΛ.ΑΣ. δυσφημώντας τον τότε ταξίαρχο και αστυνομικό διευθυντή Λάρισας.

Όλα όσα περιγράφονταν στις επιστολές σε βάρος του ταξιάρχου αποδείχθηκαν ψευδή και οι επιστολογράφοι απέβλεπαν «στην τρώση της τιμής των εμπλεκομένων», στοχεύοντας πρωτίστως στον ταξίαρχο ελπίζοντας να τον βλάψουν εν όψει κρίσεων. «Ο επιστολογράφος είχε μίσος για τον ταξίαρχο», τονίστηκε χθες, «ήθελε να τον συντρίψει ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο». Το περιεχόμενο των επιστολών αποδείχθηκε ψευδές, σύμφωνα και με τελεσίδικες αποφάσεις Δικαστηρίων της Λάρισας, ενώ καταδικάστηκε και ο δημοσιογράφος που με ψευδώνυμο υπέγραψε το δημοσίευμα και πλέον δεν κυκλοφορεί και η εφημερίδα που δημοσίευσε το θέμα. Είχε προηγηθεί ωστόσο η αναπαραγωγή από διάφορες ιστοσελίδες σε όλη τη χώρα του αρχικού δημοσιεύματος το οποίο προκάλεσε συζητήσεις, θίγοντας τον πρώην ταξίαρχο και τους συνεργάτες του.

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΑΣ

Στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης, ο υπογράφων ως αποστολέας στον φάκελο των επιστολών αποδείχθηκε ανύπαρκτο πρόσωπο.
Σύμφωνα ωστόσο με τη γραφολογική εξέταση του Εργαστηρίου της ΕΛ.ΑΣ., ο κατηγορούμενος αστυνομικός υποδιευθυντής ο οποίος συνυπηρετούσε την επίμαχη περίοδο με τον ταξίαρχο, στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρισας, είναι αυτός που έγραψε τα στοιχεία του αποστολέα της επιστολής.
Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε στην ακροαματική διαδικασία, ο κατηγορούμενος αστυνομικός υποδιευθυντής θα συνταξιοδοτούνταν και δεν θα μπορούσε να προαχθεί, για να καταλάβει τη θέση του ταξιάρχου με αποτέλεσμα να μην αποδειχθεί το κίνητρο που ενδεχομένως να είχε ο κατηγορούμενος ως ο επιστολογράφος.
«Το κίνητρο ήταν η άσκηση δίωξης σε βάρος του ταξιάρχου για να βγει εκτός κρίσεων» τόνισε η Πολιτική Αγωγή με την Υπεράσπιση να σημειώνει πως ο κατηγορούμενος «δεν είχε κίνητρο. Ο επιστολογράφος έστρεψε αλλού τον προβολέα και επέλεξε τον τελευταίο τροχό της αμάξης αφού θα έφευγε σε ένα έτος. Απομιμήθηκε τη γραφή του κατηγορουμένου». Εστιάζοντας επίσης στο γεγονός ότι, σύμφωνα με έκθεση ιδιωτικού εργαστηρίου, στις επιστολές δεν βρέθηκε γενετικό υλικό του κατηγορουμένου αλλά άλλων αγνώστων.
Στα γεγονότα της εποχής, αλλά και στα γραφόμενα στις ψευδείς επιστολές, αναφέρθηκε σειρά μαρτύρων που κατέθεσε στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας.
Με τον κατηγορούμενο στην απολογία του, χαρακτηρίζοντας «κατάπτυστο» το περιεχόμενο της επιστολής σε βάρος του πρώην ταξιάρχου προϊστάμενου του, να σημειώνει πως «είναι φως-φανάρι ότι κάποιοι έδωσαν κατευθύνσεις για να οδηγηθούν οι έρευνες σε εμένα. Θα τους αποκαλύψω, θα τους βρω» προσθέτοντας «δεν είμαι εγώ, αυτά τα γράμματα μπορεί να μοιάζουν αλλά δεν είναι δικά μου, είναι απομίμηση».

«Στήθηκε μια πλάνη σε βάρος σας και στοχοποίησαν εσάς; Μετείχε όλης αυτής της συνομωσίας εκτός από τον ταξίαρχο, η Εισαγγελία και η ΔΕΕ;» τόνισε ο Εισαγγελέας της έδρας απευθυνόμενος προς τον κατηγορούμενο ζητώντας απάντηση στο ερώτημα γιατί να ενοχοποιηθεί ο ίδιος και όχι κάποιος άλλος. Παράλληλα, με αφορμή προδικαστικά αιτήματα του κατηγορουμένου ο Εισαγγελέας της έδρας επέμενε ρωτώντας επίσης αν «είχατε λόγο να μέμφεστε την αμεροληψία της Εισαγγελίας», με τον αστυνομικό υποδιευθυντή και την υπεράσπισή του να διαβεβαιώνουν για το αντίθετο.

Στην αγόρευσή του αφού σημείωσε την «αναντίρρητη παραδοχή» πως «τα αναφερόμενα γεγονότα στις επιστολές είναι ψευδή» σύμφωνα και με «αμετάκλητες κρίσεις δικαστηρίων» ο Εισαγγελέας της έδρας τόνισε πως στο ερώτημα «τι συνδέει τον κατηγορούμενο με τις δύο πράξεις;» η απάντηση είναι πως «η πρώτιστη και κυρίαρχη απόδειξη που συνδέει τον κατηγορούμενο με την ψευδή επιστολή, είναι η πραγματογνωμοσύνη μιας δικής τους υπηρεσίας».
«Ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος ότι η πραγματογνωμοσύνη» πρόσθεσε ο Εισαγγελέας «κακώς συμπεραίνει ότι αυτός είναι ο συντάκτης της επιστολής. Ισχυρίζεται ότι κάποιος απομιμήθηκε την υπογραφή του. Γιατί να εμπλέξουν τον κατηγορούμενο ενώ δεν τον απειλούσαν υπηρεσιακά; Ήθελαν να πλήξουν τον ταξίαρχο με ύπουλο τρόπο αλλά να κάνουν και ζημιά στον υποδιευθυντή;

Το ότι δεν βρέθηκαν γενετικά αποτυπώματα δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν ποτέ και δεν αλλοιώθηκαν. Υπάρχουν ερωτηματικά. Δεν είμαι απολύτως βέβαιος για την ενοχή του κατηγορουμένου» κατέληξε ο Εισαγγελέας προτείνοντας την απαλλαγή του, πρόταση που τελικά έγινε αποδεκτή με την πρόεδρο να ανακοινώνει την απόφαση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, ο αστυνομικός υποδιευθυντής κηρύχθηκε αθώος.

Β. ΚΑΚΑΡΑΣ



ΠΗΓΗ