Με τρία χρόνια καθυστέρηση και εν μέσω καταγγελιών για σοβαρές παραλείψεις στην αναζήτηση ευθυνών, «ξεπαγώνει» από τις δικαστικές Αρχές η έρευνα για τη φονική πυρκαγιά που ξέσπασε το 2016 στη Σιδηρούντα της Χίου, με τραγικό απολογισμό μία νεκρή γυναίκα και τρεις τραυματίες. Η Εισαγγελία Πρωτοδικών Χίου ανέθεσε τη σύνταξη πορίσματος στον πραγματογνώμονα, Δημήτρη Λιότσο, ο οποίος έγινε γνωστός από το πόρισμα-φωτιά που συνέταξε για τις ευθύνες στην εθνική τραγωδία στο Μάτι.
Αξιόπιστες πηγές δηλώνουν στο «ethnos.gr» και τον Αλέξανδρο Καλαφάτη ότι μετά την ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης και την κατάθεσή της στη Δικαιοσύνη ανοίγει ο δρόμος για την άσκηση διώξεων κατά στελεχών της Πυροσβεστικής και παραγόντων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Στις αγωγές και τις μηνύσεις που έχουν καταθέσει οι συγγενείς του θύματος και οι εγκαυματίες, το περιεχόμενο των οποίων είναι σε γνώση μας, σημειώνονται οι ίδιες παραλείψεις του κρατικού μηχανισμού που καταγράφηκαν και στα επίσημα πορίσματα για το Μάτι.
Οι Αρχές είχαν στη διάθεσή τους χρόνο (υπολογίζεται σε 4,5 ώρες) για να εκκενώσουν το χωριό, κάτι που τελικά δεν έγινε ποτέ. Στην υπόθεση της πυρκαγιάς της 25ης Αυγούστου 2016 στη Χίο, εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για ενέργειες που θα έπρεπε να λάβουν χώρα για τον καταλογισμό ευθυνών και οι οποίες δεν έγιναν εγκαίρως.
Η πραγματογνωμοσύνη για τη διερεύνηση των καταγγελιών που έκαναν οι κάτοικοι διατάχθηκε με τρία χρόνια καθυστέρηση, ενώ ποτέ δεν συντάχθηκε πόρισμα για τα αίτια που προκάλεσαν τη φονική φωτιά. Και αυτό παρότι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις -πολλώ δε μάλλον όταν υπάρχει νεκρός και τραυματίες- διενεργείται αμέσως έρευνα για να αποκλειστεί το σενάριο της πρόκλησης της πυρκαγιάς από κολώνα της ΔΕΗ ή από εμπρησμό. Τα στοιχεία που θα μπορούσαν να ρίξουν φως στα αίτια έχουν πια χαθεί. Η Πυροσβεστική Υπηρεσία της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου είχε αποστείλει σε ανύποπτο χρόνο έγγραφο προς της ΔΕΔΔΗΕ, που ανέφερε ότι εγκυμονούν κίνδυνοι πυρκαγιάς από το ελλιπώς συντηρημένο δίκτυο ηλεκτροδότησης.
Η φωτιά ξέσπασε στις 23.45 το βράδυ σε δασική έκταση, τέσσερα χιλιόμετρα μακριά από τη Σιδηρούντα. Οι φλόγες περικύκλωσαν το χωριό στις 4.30 το πρωί. Η 63χρονη Γεωργία Γαλιά, η οποία αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, έχασε τη ζωή της υπό φρικτές συνθήκες. Κατέρρευσε λίγα μέτρα πριν φτάσει στην έξοδο του οικισμού. Πυροσβέστες δεν υπήρχαν για να τη σώσουν, παρά μόνο δύο ηρωικοί εθελοντές, που την τράβηξαν κυριολεκτικά μέσα από τις φλόγες και την οδήγησαν με το φορτηγό τους στο νοσοκομείο. Έπειτα από 16 ημέρες νοσηλείας στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του ΚΑΤ υπέκυψε στα τραύματά της. Σε αγωγή που κατέθεσαν οι εγκαυματίες κατά του Δημοσίου αναφέρεται ότι αξιωματικός της Πυροσβεστικής είπε στους δύο εθελοντές: «Αν θέλετε και μπορείτε, να πάτε να την πάρετε…».
Μαζί με την 63χρονη έτρεχαν να σωθούν ο 41χρονος Κώστας Γιαλιάς και η αδερφή του Ελένη Γιαλιά, οι οποίοι πέρασαν μέσα από «καταιγίδα» φωτιάς και σώθηκαν, παρά τα σοβαρά εγκαύματα που υπέστησαν. Πιο σοβαρά τραυματίστηκε η 52χρονη Άρτεμις Καψύλη, η οποία διαγνώστηκε με 80% αναπηρία και εγκαύματα έκτασης μεγαλύτερης από το 40% του σώματός της.
Οι παραλείψεις
Οι εγκαυματίες και οι κάτοικοι του χωριού της Χίου έχουν καταθέσει αγωγές και μηνύσεις, στις οποίες περιγράφεται σειρά παραλείψεων του κρατικού μηχανισμού. Οι βασικότερες εξ αυτών είναι:
- Δεν υπήρξε σχέδιο εκκένωσης, παρά τον μικρό αριθμό κατοίκων. «Η πυρκαγιά ξεκάθαρα είχε κατεύθυνση προς τη Σιδηρούντα. Οι φλόγες έφτασαν στα σπίτια περί 4.30-5.00 το πρωί, και ενώ υπήρχαν διαθέσιμες δυνάμεις στην περιοχή, δυστυχώς αυτές τις 4-5 ώρες της καταστροφικής πορείας προς το χωριό δεν υπήρξε καμία μέριμνα για την απομάκρυνση των ανθρώπων (…) Ο επικεφαλής αξιωματικός της Πυροσβεστικής δεν έκανε εισήγηση προς το Δήμαρχο Χίου για οργανωμένη εκκένωση», αναφέρεται σε μήνυση κατοίκων.
- Η επιχειρησιακή ετοιμότητα της Πυροσβεστικής κρίθηκε ανεπαρκής: «Διαπιστώσαμε ότι ενώ η πυρκαγιά πήγαινε προς το χωριό, τα οχήματα της Πυροσβεστικής είχαν πάρει θέσεις όχι σε κάποιο σημείο ανάμεσα στη φωτιά και τον οικισμό αλλά πίσω από τη φωτιά σε σχέση με την πορεία του ανέμου».
- Τα ασθενοφόρα δεν έφτασαν ποτέ. Παρά το γεγονός ότι οι φλόγες έκαψαν το χωριό και υπήρχαν πληροφορίες για εγκλωβισμό ανθρώπων, στο σύνολό τους οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο με ιδιωτικά μέσα.
- Ανύπαρκτη πρόληψη. «Δεν είχε γίνει καθαρισμός από το Δήμο των εκτάσεων μέσα και γύρω από τα όρια του οικισμού. Δεν υπήρξε ενημέρωση για τον τρόπο προστασίας από τη φωτιά, δεν διασφαλίστηκε οδός διαφυγής των εγκλωβισμένων, δεν δημιουργήθηκε κάποια ζώνη προστασίας από τις φλόγες, ούτε κάποια συγκέντρωση δυνάμεων, ικανή να προστατέψει τους ανθρώπους».
Ο Αλέξανδρος Παπαστεργιόπουλος, δικηγόρος εγκαυματία της Σιδηρούντα, κάνει λόγο για εγκληματική και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην απόδοση ευθυνών: «Μία μεγάλη για τα δεδομένα της Χίου τραγωδία του 2016 παραμένει ατιμώρητη. Τα θύματα δεν έχουν πάρει αποζημίωση, ενώ η δημόσια διοίκηση και η Δικαιοσύνη καθυστερούν εγκληματικά και αδικαιολόγητα να φέρουν σε πέρας το αυτονόητο καθήκον τους. Συγγενείς των θυμάτων και επιζώντες παλεύουν μόνοι τους να θεραπεύσουν τις πληγές τους. Προκαλεί θλίψη και αγανάκτηση αυτή η κρατική αδιαφορία, όταν μάλιστα τη βλέπουμε κατ’ επανάληψη και σε άλλες καταστροφές αυτού ή και μεγαλύτερου μεγέθους».
«Καιγόμασταν αβοήθητοι»
Η 52χρονη Άρτεμις Καψύλη, αισθητικός στο επάγγελμα, τρία χρόνια μετά τη φωτιά που προκάλεσε ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία της, περιμένει τη λύτρωση. Είναι ο άνθρωπος που με την υπομονή και την επιμονή του κατάφερε να «ξεκολλήσει» την έρευνα των Αρχών. Μιλώντας στο «Έθνος» περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που βίωσε στη Σιδηρούντα, οι οποίες τη στιγμάτισαν. Όταν ξέσπασε η πυρκαγιά βρισκόταν στο πατρικό της σπίτι, μαζί με τα δύο της παιδιά, ηλικίας 12 και 14 ετών, και την ηλικιωμένη μητέρα της. Η συγχωριανή της από το καφενείο του χωριού ήταν η πρώτη που την ειδοποίησε: «Τρέξτε. Φωτιά». Η 52χρονη πήρε την οικογένειά της, επιβιβάστηκαν όλοι μαζί στο αυτοκίνητο του γείτονα και κατέβηκαν προς τη θάλασσα, που βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων.
«Η φωτιά δεν είχε φτάσει ακόμα στο χωριό. Πέρασαν από το παραθαλάσσιο σημείο, όπου βρισκόμασταν, τα ξαδέρφια μου και με πήραν με το αυτοκίνητό τους, για να πάμε στον οικισμό και να πάρουμε τα πράγματά μας. Να σώσουμε ό,τι μπορούμε. Στον δρόμο προς το χωριό δεν είδαμε κανένα όχημα της Πυροσβεστικής. Όταν φτάσαμε ο οικισμός δεν είχε ρεύμα, ούτε και νερό. Προφανώς δεν υπήρχε γεννήτρια για την ύδρευση. Ήταν θεοσκότεινα και φυσούσε δυνατά. Η φωτιά εξαπλωνόταν γρήγορα. Πήρα ό,τι προλάβαινα από το σπίτι και πήγα προς την πλατεία. Ο κόσμος έτρεχε να σωθεί. Πηγαίνοντας προς τον δρόμο που οδηγεί στην έξοδο του χωριού οι φλόγες μας περικύκλωσαν» περιγράφει η Άρτεμις Καψύλη.
Μπροστά της έτρεχε να σωθεί και η 63χρονη που τελικά δεν τα κατάφερε: «Την κρατούσε ο γιος της. Κάποια στιγμή έπεσε και του είπε “τρέξε να σωθείς”. Δεν βλέπαμε ουρανό. Οι καύτρες έπεφταν σαν χαλάζι. Κάποια στιγμή έπεσα και εγώ κάτω. Άρχισα να καίγομαι. Όλη μου η ζωή πέρασε μπροστά από τα μάτια μου. Έβλεπα μέσα στις φλόγες τα παιδιά μου. Ήθελα να τα δω για τελευταία φορά. Κατάφερα να σηκωθώ. Έβαλα τα χέρια μου στο πρόσωπο και έτρεχα στα τυφλά. Φώναζα “βοήθεια, καίγομαι”. Πυροσβέστες δεν υπήρχαν. Με βρήκε ένας εθελοντής, ο οποίος μου έριξε νερό με ένα μπουκάλι. Το δέρμα μου έβραζε. Με έβαλε σε ένα αυτοκίνητο και με μετέφερε στο νοσοκομείο. Στον δρόμο λιποθύμησα τρεις φορές».
Η 52χρονη νοσηλεύτηκε για τρεισήμισι μήνες στο νοσοκομείο και υποβλήθηκε σε δέκα χειρουργικές επεμβάσεις. Οι εξαιρετικά δαπανηρές κρέμες επούλωσης, όπως και τα επιθέματα και οι μάσκες σιλικόνης, καλύφθηκαν με δικά της έξοδα. «Ακόμα δεν κλείνουν τα δάχτυλα των χεριών μου και έχω κινητική αστάθεια. Καταλαβαίνετε ότι σταμάτησα να δουλεύω. Μέχρι στιγμής δεν έχω πάρει καμία αποζημίωση από το κράτος. Ζητάω το ελάχιστο. Να ενταχθώ στο πρόγραμμα του υπουργείου Υγείας στο οποίο υπάγονται οι εγκαυματίες από το Μάτι».
Πηγή: ethnos.gr
Του Αλέξανδρου Καλαφάτη