Δείτε την ομιλία του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, στην Ολομέλεια της Βουλής στη συζήτηση και ψήφιση επί της αρχής, του Σχεδίου Νόμου: «Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις»

  • «Όπως τα καταφέρατε, μόνο η Αστυνομία μπορεί σήμερα»
     
  • «Οι χωροφύλακες στις σχολές δεν είναι οι αστυνομικοί αλλά οι τραμπούκοι που άλλοι ανέχονται, άλλοι θωπεύουν κι άλλοι φοβούνται»
     
  • «Καταργήθηκε το άσυλο των εγκληματιών και όχι το άσυλο των ιδεών»
     

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Δεκαετίες τώρα παρατηρούμε μια αδιανόητη κατάσταση να εξελίσσεται και τελευταία να παροξύνεται στα πανεπιστημιακά μας Ιδρύματα.

Έχει εμπεδωθεί μια σχέση άρρητης υποτέλειας σε δεσποτικές, μικρές βίαιες μειοψηφίες της μεγάλης πλειοψηφίας της πανεπιστημιακής κοινότητας. Υπάρχει ένα καθεστώς πλέον ανελευθερίας, όπου οι μειοψηφίες κυριαρχούν γιατί δεν διστάζουν να παραβιάζουν τη νομιμότητα, να εκβιάζουν τους διοικούντες και να βιάζουν το κράτος δικαίου.

Η εικόνα του πρύτανη της ΑΣΟΕΕ ήταν μια αβάσταχτη επιτομή, η τελευταία κρίσιμη σταγόνα για να πούμε «ως εδώ».

Λίγους μήνες νωρίτερα, ο πρύτανης του Πολυτεχνείου γλύτωσε τα χειρότερα.

Το δεν πάει άλλο, ως εδώ, κάντε κάτι, ακούστηκε δυνατά και καθαρά, κυρίως ως αίτημα της κοινωνίας.

Δεν γίνεται πια, να συνεχίζουμε να κάνουμε τα στραβά μάτια και σε κάθε Μπουραντώνη να αγανακτούμε πύρινα για τρεις μέρες.

Πρέπει να έχουμε το θάρρος να λύσουμε το θέμα γιατί δεν το ανέχεται άλλο

η δημοκρατική μας συνείδηση,

η κοινωνική μας ευαισθησία

και η πολιτική μας αποστολή.

H Δημοκρατική συνείδηση γιατί αυτές οι εικόνες είναι καρφί στο κράτος δικαίου.

H Κοινωνική ευαισθησία, γιατί το Δημόσιο Πανεπιστήμιο είναι το καταφύγιο των λιγότερο ισχυρών, χρειάζεται να λειτουργεί σε συνθήκες ασφάλειας, ηρεμίας, ελευθερίας και δημοκρατίας,

Η Πολιτική αποστολή, γιατί η Παιδεία είναι σπάνιος αναπτυξιακός πόρος και αυτή η κατάσταση βάζει φρένο στις δυνατότητες και πιθανότητες της χώρας να κερδίσει από την τεχνολογική έκρηξη, που έχει ήδη ξεκινήσει.

Η απάντηση μας είναι το σχέδιο νόμου που έχετε να εγκρίνετε.

Με ευθύνη και δημοκρατική συνείδηση αλλάζουμε ό,τι πρέπει, γιατί έτσι πρέπει να γίνει, και θα γίνει!

Είναι μεγάλη η ευθύνη της πολιτείας, προβλήματα που άλλες χώρες έχουν λύσει από το 1980 να εξακολουθούν 40 χρόνια μετά να μας ταλανίζουν.

Είναι ευφημισμός των Ιδρυμάτων όπου συμβαίνουν αυτά, να μιλούν για ελεύθερη κυκλοφορία των ιδεών, όταν οι τραμπούκοι ρυθμίζουν αυτή την κυκλοφορία.

Αλήθεια, ποιος πολιτικός, για παράδειγμα ο κ. Τσίπρας, ποιος διανοούμενος, για παράδειγμα ο κ. Ράμφος, ποιος καθηγητής, για παράδειγμα ο κ. Πανούσης, ποιος δημοσιογράφος, για παράδειγμα ο κ. Γεωργελές θα μπορούσε να πάει χωρίς ειδοποίηση, χωρίς συνοδεία, χωρίς περιφρούρηση, στην ΑΣΟΕΕ, στο Μετσόβειο, στου Ζωγράφου;

Και ποιος καθηγητής θα τολμούσε να τους καλέσει στο μάθημά του;

Ομιλία σε Πανεπιστημιακό χώρο και συζήτηση για την παρουσία αστυνομίας μπορεί να γίνει; Χωρίς φρουρές; Χωρίς συνέπειες;

Συζήτηση στου Ζωγράφου για τις κοινωνικές συνέπειες της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, στην ΑΣΟΕΕ για την τεχνητή νοημοσύνη γίνονται; Με όλες τις απόψεις;

Η απάντηση είναι δυστυχώς ΟΧΙ, όχι σε όλα.

Ποιο δικαίωμα παραβιάζει λοιπόν η παρουσία της Αστυνομίας όταν ήδη παραβιάζεται συστηματικά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και στοχασμού;

Οι χωροφύλακες της ελευθερίας έκφρασης, η γκεστάπο στις σχολές δεν είναι οι αστυνομικοί που θα περιπολούν είναι οι τραμπούκοι που άλλοι ανέχονται, άλλοι θωπεύουν κι άλλοι φοβούνται.

Τονίζω ότι έχει ξεκαθαρισθεί, από όλες τις πτέρυγες ότι η παρουσία Αστυνομίας, δεν είναι ιδεολογική επιλογή, αλλά συζητιέται μόνο σαν αναγκαίο και μεταβατικό μέτρο αντιμετώπισης της σημερινής κατάστασης .

Να γίνει, δηλαδή, κατανοητό, για να πάψουν οι άστοχες κρίσεις και οι άτοπες συγκρίσεις με τον υπόλοιπο κόσμο, ότι εδώ έχουμε μια διαρκή κρίση παρακμής που πλέον δεν μπορεί να συνεχισθεί. Κρίση που παροξύνθηκε και θέλει ένα σχέδιο λύσης.

Πρώτο βήμα στο σχέδιο είναι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση.

Σε αυτό το πλαίσιο και με αυτές τις παραδοχές συζητούμε.

Με αυτά τα δεδομένα οι εναλλακτικές λύσεις εφαρμογής του σχεδίου προκύπτουν από τις απαντήσεις σε δύο ερωτήματα: παρουσία ή όχι αστυνομίας και δεύτερο την υπαγωγή των δυνάμεων ασφάλειας στην Αστυνομία ή τις πρυτανικές αρχές:

1ο ερώτημα: Είναι αναγκαία η παρουσία αστυνομίας ή αντίστροφα μπορεί προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας να αναλάβει την φρούρηση;

Θα παραθέσω τη δήλωση Ιουνίου 2017 του τότε πρύτανη ΑΠΘ καθηγητή Π. Μήτκα : «Η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν μπορεί να διαφυλάξει τους χώρους από διακινητές και άλλα τέτοια στοιχεία, δεν μπορεί να ασχολείται με εγκλήματα ποινικού δικαίου , ούτε να συλλάβει κανένα. …Οι φύλακες μας είναι θυρωροί και επόπτες κτηρίων, ούτε επιχειρησιακή ικανότητα έχουν, ούτε νομική εξουσιοδότηση να κυνηγούν παρανομούντες».

Ξεκάθαρα και περιεκτικά ο πρύτανης θέτει το ζήτημα της νομικής εξουσιοδότησης και της επιχειρησιακής ικανότητας του προσωπικού ιδιωτικής φύλαξης.

Δεν διαθέτουν ούτε το ένα, ούτε το άλλο, διότι η Ελληνική Πολιτεία με πρόμαχο την Αριστερά δεν θέλησε να δώσει στις ιδιωτικές εταιρείες τέτοιες αρμοδιότητες.

Υπάρχει κάποιος που ζητά να αλλάξει αυτό το καθεστώς;

Να το δηλώσει και να το προτείνει.

Τονίζω πάντως πως κάτι τέτοιο δεν συνιστά κυβερνητική πρόθεση ή επιλογή.

Χωρίς επιχειρησιακή ικανότητα και νομική εξουσιοδότηση λοιπόν είναι αδύνατο-αυτή τη στιγμή- να αντιμετωπίσουν οι εταιρείες το επείγον πρόβλημα φύλαξης και ασφάλειας των δημόσιων Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων.

Κατά συνέπεια, το ερώτημα αν η αστυνομία είναι αναγκαία επιδέχεται μιας και μοναδικής απάντησης.

Μόνο η Αστυνομία μπορεί σήμερα.

Αντιστρόφως: εάν δεν θέλουμε να βρεθεί λύση, εάν θέλουμε μια ακόμη τρύπα στο νερό και τη συνέχιση της ανελευθερίας των τραμπούκων, μπορούμε να ξοδέψουμε χρήματα του ελληνικού λαού για να προσλάβουμε ακατάλληλες για το έργο ιδιωτικές εταιρείες.

Έχοντας ξεκαθαρίσει την αναγκαιότητα παρουσίας της Αστυνομίας το 2ο ερώτημα που προκύπτει είναι η υπαγωγή των δυνάμεων .

Θα υπάγονται στον πρύτανη ή στην Αστυνομία; Από πού θα παίρνουν εντολές;

Όλοι θα προτιμούσαμε θεωρητικά η υπαγωγή να είναι στον πρύτανη, ακόμη κι αν αυτό έχει κάποια νομικά θέματα.

Οι πρυτανικές αρχές θέλουν; Μπορούν;

Ισχυρίζομαι και θα προσπαθήσω να το αποδείξω πως ακόμη κι αν θέλουν, δεν μπορούν.

Τουλάχιστον σήμερα. Μακάρι να μπορούν στο μέλλον.

Θέλω εξαρχής να ξεκαθαρίσω κάτι. Η πολιτική κριτική δεν είναι στους πρυτάνεις είναι πρωτίστως σε όσους κυβέρνησαν και ιδιαίτερα στον ΣΥΡΙΖΑ.

Για τεσσεράμισι χρόνια αφήσατε και κακοφόρμισε η ανομία, φούντωσε η εγκληματικότητα στα Ιδρύματα. Οι απαντήσεις των υπουργών σας ήταν είτε η κάλυψη, είτε η αδιαφορία, είτε το αμίμητο πως το θέμα θα λύσει ένα ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα.

Μέχρι να έρθει αυτό το κίνημα στα Πανεπιστήμια έγινε καθεστώς ο φόβος, εμπεδώθηκε η μοιρολατρία. Έγινε ανεκτή, θεωρήθηκε σχεδόν φυσιολογική η ανελευθερία.

Έρχεσθε τώρα, συνεχίζετε και σήμερα και ζητάτε από τους πρυτάνεις να λύσουν ένα θέμα που πλέον τους ξεπερνά, επιχειρησιακά και πολιτικά.

Φορτώνετε δηλαδή τις ευθύνες της Πολιτείας στους ώμους των πανεπιστημιακών.

Αυτό που κάνετε, είναι εντελώς ανάλογο, εξίσου ανεύθυνο με την ανάθεση λύσης στο ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα.

Πρόκειται για ξεκάθαρη αποφυγή λύσης, για καθαρή παραπομπή στις καλένδες.

Είναι απλό το ερώτημα:

Γιατί οι πρυτάνεις θα πετύχουν σήμερα, εκεί που αποτυγχάνουν τόσα χρόνια;

Αυτός είναι ο κύριος λόγος που η υπαγωγή σήμερα αστυνομικών δυνάμεων στην πρυτανεία δεν είναι δυστυχώς ρεαλιστική.

Να το πούμε αλλιώς.

Η πρακτική των πρυτανικών αρχών να διευθύνουν τα Ιδρύματα, ανεχόμενοι και συνυπάρχοντας με τις ακραίες βίαιες μειοψηφίες, δεν αφήνει περιθώρια για να τους ανατεθεί η λύση του προβλήματος. Θα ήταν άδικο και άστοχο.

Εξάλλου, οι πρυτάνεις είναι ακαδημαϊκοί, η δουλειά τους δεν είναι η αντιμετώπιση της βαριάς παραβατικότητας και βίας.

Σαν συμπέρασμα λοιπόν προκύπτει, νομίζω, καθαρά, πως εδώ που φτάσαμε, η φύλαξη και η ασφάλεια των Ιδρυμάτων είναι δουλειά της Αστυνομίας, με την έννοια που περιέγραψα παραπάνω, της ύστατης καταφυγής.

Θέλω, όμως, να τονίσω ακόμη μια φορά, πως στόχος του νομοσχεδίου είναι να καταλήξουμε σταδιακά, το δυνατόν συντομότερο, στη διαχείριση με ευθύνη του Πρύτανη και πρόσληψη προσωπικού ασφαλείας και φύλαξης. Στην κατάσταση, δηλαδή, που επικρατεί στα περισσότερα μέρη της Ευρώπης και του κόσμου.

Αυτή είναι η κανονικότητα που επιζητούμε όλοι, όσο γρηγορότερα τόσο καλύτερα, γιατί η παιδεία έχει μείνει πολύ πίσω.

Μόνο όταν η Αστυνομία εξαφανίσει, εκριζώσει αυτές τις εγκληματικές ομάδες από τα Πανεπιστήμια, μόνο τότε οι πρυτανικές αρχές θα μπορούν να ασχοληθούν με ζητήματα προστασίας και ασφάλειας που είναι σε θέση να διαχειρισθούν.

Θα ήθελα, κλείνοντας, να απαντήσω σύντομα σε ένα εύλογο 3ο ερώτημα που ακούστηκε.

Μήπως είναι προσχηματική η σπουδή να μπει η Αστυνομία στα πανεπιστήμια; Αφού για εγκλήματα η Αστυνομία μπορεί πλέον να μπαίνει χωρίς άδεια του Πρύτανη, γιατί δεν συνδυάζεται με μη αστυνομικό προσωπικό στο εσωτερικό του Ιδρύματος που θα υπάγεται στον πρύτανη;

Έχω μια απάντηση και δυο σχόλια. Η απάντηση είναι πως πρόκειται για επαναδιατύπωση με περισσότερα λόγια της άποψης: υπαγωγή στον πρύτανη προσωπικού ιδιωτικής εταιρείας. Αυτή η θέση έχει απαντηθεί. Το επαναλαμβάνω είναι απώτερος στόχος, αλλά όχι εφικτή λύση στον παρόντα χρόνο.

Κι επειδή το ερώτημα διατυπώνεται από τη μείζονα αντιπολίτευση να πω ότι χαίρομαι, που έστω και 20 μήνες μετά, αναγνωρίζεται το αβάσιμο των φόβων, που εκφράσθηκαν πολύ δυνατά όταν νομοθετήθηκε η κατάργηση του ακαταδίωκτου στα Πανεπιστήμια, το αδίκως αποκαλούμενο άσυλο, με ένα άρθρο και λίγες λέξεις.

Χαίρομαι που η δουλειά της Αστυνομίας, βοήθησε στο να γίνει καθολικά αποδεκτό το ότι μειώθηκαν σημαντικά όχι τόσο οι παραβατικές, αλλά οι καθαρά εγκληματικές συμπεριφορές και στην ΑΣΟΕΕ και στο Μετσόβειο, και στις φοιτητικές εστίες και στου Ζωγράφου και στην Θεσσαλονίκη.

Γιάφκες, ναρκωτικά, παρεμπόριο, ορμητήρια κάθε είδους καταργήθηκαν.

Αυτά καταργήθηκαν, το άσυλο στους εγκληματίες.

Δεν εμποδίστηκαν οι ιδέες, όπως ισχυρίζονταν μερικοί, εξαφανίσθηκαν οι ναρκέμποροι, και όσοι είχαν σπορ να καίνε κάδους, λεωφορεία και αστυνομικούς κάθε Σαββατοκύριακο.

Το δεύτερο σχόλιο έχει να κάνει με αυτό που συζητάμε. Τι νόμος υπήρχε πριν την κατάργηση του ακαταδίωκτου;

Η σύμφωνη γνώμη, η έγκριση του Πρύτανη. Που δίσταζε, και σπανίως την έδινε, όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν άντεχε, και κατά συνέπεια υποχρεωνόταν να ανεχθεί ναρκωτικά, ορμητήρια, γιάφκες και ανελευθερία.

Απαλλάξαμε τους πρυτάνεις από αυτό το άχθος.

Και εσείς με την ίδια ανεύθυνη εμμονή σήμερα, εντελώς αδιόρθωτοι, ζητάτε και πάλι να τον φορτώσουμε ανήμπορα, να του ζητάμε τη σύμφωνη γνώμη πριν τον εξευτελίσουν οι γκεσταπίτες και πάλι!

Ευχαριστώ.



ΠΗΓΗ