Κοινό υπόμνημα κατέθεσαν έξι πρωτοβάθμιες Αστυνομικές Ενώσεις (Ν/Α Αττικής, Καρδίτσας, Γρεβενών, Ηλείας, Ζακύνθου και Φωκίδας) για το ζήτημα της αναγνώρισης του αστυνομικού επαγγέλματος ως επικίνδυνο.

Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση υπάρχουν:

  1. Νομοθετική ρύθμιση για αναγνώριση του επαγγέλματος του αστυνομικού ως επικίνδυνο
  2. Αναλυτική Εισηγητική Έκθεση τεκμηρίωσης της Νομοθετικής ρύθμισης
  3. Αιτιολογική έκθεση
Το πλήρες κείμενο του υπομνήματος

Κύριε Πρόεδρε της Κυβέρνησης, κύριοι Υπουργοί, κύριε Αρχηγέ της ΕΛ.ΑΣ. σας υποβάλλουμε την σχετική Νομοθετική πρόταση για την αναγνώριση του Επαγγέλματος του Αστυνομικού ως επικίνδυνο και παρακαλούμε για τις ενέργειες προς την κατεύθυνση υλοποίησης πάγιου και χρόνιου ζητήματος των Αστυνομικών.

ΑΡΘΡΟ …..
Χαρακτηρισμός του Αστυνομικού Επαγγέλματος ως Επικίνδυνου

  1. Το επάγγελμα του Αστυνομικού χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνο και υπάγεται στις διατάξεις που διέπουν την επικίνδυνη και ανθυγιεινή εργασία.
  2. Το Αστυνομικό προσωπικό εντάσσεται στον Πίνακα των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17 του Ν 3863/2010 (ΦΕΚ Α΄ – 115/15-7-2010) και σε εφαρμογή των διαλαμβανομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος.
  3. Η διάταξη του άρθρου 20 του Ν 3865 (ΦΕΚ Α΄ -120/ 21-7-2010), όπως αυτή έχει τροποποιηθεί, παραμένει σε ισχύ.

ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Με την εισηγούμενη ρύθμιση ικανοποιείται ένα πάγιο αίτημα των Αστυνομικών και αναγνωρίζει ως επικίνδυνο ένα επάγγελμα που πράγματι όσοι το ασκούν διατρέχουν αυξημένους κινδύνους σε καθημερινή βάση.

Αυτό πιστοποιείται και από πρόσφατες αποφάσεις μισθολογικού περιεχομένου του Συμβουλίου Επικρατείας που αφορούν το Αστυνομικό προσωπικό, το οποίο αναφέρεται σαφώς στην επικινδυνότητα της άσκησης του συγκεκριμένου επαγγέλματος.

Η επικινδυνότητα του επαγγέλματος του Αστυνομικού αποδεικνύεται πρωτίστως από τη συνεχή έκθεση σε κίνδυνο που δυνητικά μπορεί να επιφέρει από σωματική και ψυχική ανικανότητα μέχρι την απώλεια ζωής.

Σημειώνεται ότι και με την αύξηση της εγκληματικότητας σε ποσοτικά στοιχεία αλλά και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά αυξάνει έτι περαιτέρω την επικινδυνότητα του επαγγέλματος και καταδεικνύει την αναγκαιότητα της ρύθμισης.

Το πρόσφατο παράδειγμα με την επιτυχημένη αντιμετώπιση της μεταναστευτικής- προσφυγικής κρίσης που προκάλεσε η γειτονική Χώρα και η διαφύλαξη των συνόρων της Χώρας μας, αλλά και η τεράστια πολυεπίπεδη συμβολή των Αστυνομικών στην τήρηση των πρωτόγνωρων και καινοφανών μέτρων για την αντιμετώπιση της επιδημιολογικής κρίσης, αποτελούν δύο μόνο από τα πλείστα παραδείγματα της αποτελεσματικότητας, της χρησιμότητας και της διαθεσιμότητας του φορέα στο σύνολό του, καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας σε ετήσια βάση. Αποδεικνύουν δε τις ιδιαίτερα επικίνδυνες αλλά και ανθυγιεινές συνθήκες που οι Αστυνομικοί επιτελούν το καθήκον τους.

Σύμφωνα με τις προτάσεις επιστημονικών επιτροπών σχετικά με τους βλαπτικούς παράγοντες και τα επτά κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, είναι σαφές ότι το επάγγελμα των Αστυνομικών πληροί τους δύο τουλάχιστον από αυτούς και συγκεκριμένα.

Καλύπτει σε απόλυτο βαθμό τους οργανωτικούς παράγοντες, όπου με βάση τον κανονισμό του Σώματος για παροχή υπηρεσίας σε εικοσιτετράωρη βάση και μάλιστα υπό τις πιο επιβαρυντικές συνθήκες της οκτάωρης υπηρεσίας (σε αντίθεση με άλλες εργασιακές ομάδες που εκτελούν 6ωρη και 5ωρη εργασία), συχνά με δύο νυχτερινά την εβδομάδα και πέραν του πενθημέρου εργασία για όλο το χρόνο.

Οι δεύτεροι παράγοντες αποτελούν τους ψυχοκοινωνικούς όπου σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις ο Αστυνομικός έχει έντονο εργασιακό στρες, τόσο από την εντατικοποίηση της εργασίας και την ψυχοσωματική φόρτιση, όσο και από τις ιδιαίτερα επικίνδυνες συνθήκες που επιτελεί το καθήκον του.

Επισημαίνεται ότι εκτός από τους παραπάνω παράγοντες οι Αστυνομικοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους είναι εκτεθειμένοι και στους φυσικούς (θόρυβο, καυσαέρια κλπ), στους βιολογικούς (ΗΙV, Ηπατίτιδες, κορονοϊοί κλπ), αλλά και στους εργονομικούς παράγοντες.

Τα στοιχεία της Διεύθυνσης Προσωπικού του Σώματος αλλά και τη διεύθυνσης Υγειονομικού είναι αποκαλυπτικά.

Από το 2000 έως το 2010 12 Αστυνομικοί σκοτώθηκαν σε συμπλοκές κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους και 2.633 τραυματίστηκαν, με τις διαταραχές του μετατραυματικού στρες, σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, να μην εξαλείφονται αμέσως μετά την σωματική αποκατάσταση, αλλά είναι πιθανόν τα κατάλοιπά του να ταλαιπωρούν τον παθόντα σε όλη του τη ζωή.

Κατά την τελευταία δεκαετία 663 έχουν χάσει τη ζωή τους από ανθρωποκτονίες, ατυχήματα, ασθένειες, αυτοκτονίες και από αιφνίδια αίτια και όλα αυτά σε παραγωγικές ηλικίες και πολύ χαμηλότερο μέσο όρο από άλλες εργασιακές ομάδες.

Η επιδείνωση των στρεσογόνων συνθηκών κάτω από τις οποίες ασκεί ο Αστυνομικός την εργασία του εμφαίνεται από τα καταγεγραμμένα στοιχεία, όπου ενώ το 2010 κατεγράφησαν 1786 περιστατικά Αστυνομικών με σοβαρά προβλήματα υγείας, μέσα σε επτά μόλις χρόνια και με ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων κάθε χρόνο, το 2016 κατεγράφησαν 6.742, με τον αριθμό να αυξάνεται περισσότερο χρόνο με το χρόνο.

Με την συγκεκριμένη ρύθμιση δεν προκαλείται δυσβάστακτο δημοσιονομικό κόστος, εξασφαλίζονται κατά το δυνατόν η ασφάλεια και υγεία των Αστυνομικών (παρ 1 της ρύθμισης) εντάσσεται στο προστατευτικό καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών (παρ 2), ενώ δεν διαταράσσεται το ειδικό συνταξιοδοτικό- Ασφαλιστικό καθεστώς που διέπει το Αστυνομικό προσωπικό (παρ 3 της ρύθμισης)

Αυτονόητο είναι ότι τυχόν ευνοϊκότερες διατάξεις που διέπουν τις κατηγορίες εργαζομένων οι οποίοι έχουν ενταχθεί στα επικίνδυνα και ανθυγιεινά, θα εφαρμόζονται ανάλογα και κατά περίπτωση και στο Αστυνομικό Προσωπικό.

Στο οικονομικό πεδίο δεν διαφοροποιείται το ειδικό μισθολόγιο που ισχύει για το Στρατιωτικό προσωπικό και το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας. Ειδικές οικονομικές παροχές που ισχύουν για τα επικίνδυνα και ανθυγιεινά επαγγέλματα θα χορηγούνται κατά περίπτωση και στο Αστυνομικό προσωπικό.

Επίσης εναρμονίζεται η Ελληνική νομοθεσία με αυτή αρκετών κρατών της Ευρώπης, αλλά και με τον κανονισμό της Ε.Ε. για την «Προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία» ο οποίος ορίζει ότι «στα Σώματα Ασφάλειας πρέπει να εξασφαλίζεται όσο αυτό είναι δυνατόν, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων».

Τα πλεονεκτήματα από την ένταξη στα επικίνδυνα του Αστυνομικού επαγγέλματος είναι, η διασφάλιση και τήρηση των όρων υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων, η κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων και κατά περίπτωση η ισχύς οικονομικών και συνταξιοδοτικών ευνοϊκότερων ρυθμίσεων που απολαμβάνουν οι άλλες ομοειδείς κατηγορίες εργαζομένων.

Από τα ανωτέρω στοιχεία είναι αυταπόδεικτο ότι ωρίμασαν οι συνθήκες από κάθε άποψη για τη νομική αναγνώριση του επαγγέλματος του Αστυνομικού ως Επικίνδυνου, κάτι που με τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση επιτυγχάνεται.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Με την παρούσα ρύθμιση ικανοποιείται ένα πάγιο αίτημα των Αστυνομικών και αναγνωρίζεται ως επικίνδυνο ένα επάγγελμα που πράγματι όσοι το ασκούν διατρέχουν αυξημένους κινδύνους σε καθημερινή βάση.

Η επικινδυνότητα του επαγγέλματος του Αστυνομικού αποδεικνύεται πρωτίστως από τη συνεχή έκθεση σε κίνδυνο που δυνητικά μπορεί να επιφέρει από σωματική και ψυχική ανικανότητα μέχρι την απώλεια ζωής.

Σημειώνεται ότι με την αύξηση της εγκληματικότητας σε ποσοτικά στοιχεία αλλά και σε ποιοτικά χαρακτηριστικά, αυξάνεται περαιτέρω η επικινδυνότητα του επαγγέλματος και καταδεικνύεται η αναγκαιότητα της ρύθμισης.

Σχετικά με τους βλαπτικούς παράγοντες και τα επτά κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, είναι σαφές ότι το επάγγελμα του Αστυνομικού πληροί: τους οργανωτικούς παράγοντες (παροχή υπηρεσίας σε εικοσιτετράωρη βάση κλπ), τους ψυχοκοινωνικούς (εργασιακό στρες, εντατικοποίηση της εργασίας και ψυχοσωματική φόρτιση), τους φυσικούς (θόρυβο, καυσαέρια κλπ), τους βιολογικούς (κίνδυνοι από ΗΙV, Ηπατίτιδες, κορονοϊοί κλπ), αλλά και τους εργονομικούς.

Με τη ρύθμιση αυτή εξασφαλίζονται τα πλεονεκτήματα του χαρακτηρισμού ενός επαγγέλματος ως επικίνδυνο ( παρ 1 και 2 της ρύθμισης), αλλά δεν διαφοροποιείται δομικά το ειδικό Συνταξιοδοτικό- Ασφαλιστικό καθεστώς που διέπει το Αστυνομικό προσωπικό( παρ 3 της ρύθμισης)

Αυτονόητο είναι ότι ευνοϊκότερες διατάξεις που διέπουν τις κατηγορίες εργαζομένων οι οποίοι έχουν ενταχθεί στα επικίνδυνα και ανθυγιεινά, θα εφαρμόζονται ανάλογα και κατά περίπτωση και στο Αστυνομικό Προσωπικό.

Στο οικονομικό πεδίο δεν διαφοροποιείται το ειδικό μισθολόγιο που ισχύει για το Στρατιωτικό προσωπικό και το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας. Ειδικές οικονομικές παροχές που ισχύουν για τα επικίνδυνα και ανθυγιεινά επαγγέλματα θα χορηγούνται κατά περίπτωση και στο Αστυνομικό προσωπικό.

Επίσης εναρμονίζεται η Ελληνική νομοθεσία με αυτή αρκετών κρατών της Ευρώπης, αλλά και με τον κανονισμό της Ε.Ε. για την «Προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία» ο οποίος ορίζει ότι «στα Σώματα Ασφάλειας πρέπει να εξασφαλίζεται όσο αυτό είναι δυνατόν, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων».

Τα πλεονεκτήματα από την ένταξη στα επικίνδυνα του Αστυνομικού επαγγέλματος είναι, η διασφάλιση και τήρηση των όρων υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων, η κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων και κατά περίπτωση η ισχύς οικονομικών και συνταξιοδοτικών ευνοϊκότερων ρυθμίσεων που απολαμβάνουν οι άλλες ομοειδείς κατηγορίες εργαζομένων.

Για τα Διοικητικά Συμβούλια των Ενώσεων Αστυνομικών
Ν/Α Αττικής
Καρδίτσας
Γρεβενών
Ηλείας
Ζακύνθου
Φωκίδας



ΠΗΓΗ