Στο «μακρινό» 1996, ο Παναγιώτης Γεννηματάς, ένας από τους πιο διορατικούς διανοούμενους της εποχής μας, είχε δημοσιεύσει ένα εγχειρίδιο περί εξωτερικής πολιτικής, με τίτλο Το Πρόβλημα της Εθνικής Στρατηγικής (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1996). Στο ευσύνοπτο αυτό σύγγραμμα, είχε διατυπώσει χρήσιμα συμπεράσματα από τη θεωρία στρατηγικής, ερμηνεύοντάς τα σε σχέση με τις ανάγκες της ελληνικής περίπτωσης.

Ο σκοπός της πολιτικής, ανέφερε, είναι η επιλογή στόχων στους οποίους εξειδικεύεται το εθνικό συμφέρον, ενώ η στρατηγική εστιάζει στον σχεδιασμό κινήσεων κι επιλογής μεταβατικών στόχων για να πραγματωθεί η πολιτική. Συνάμα, επισήμανε ότι η δυνατότητα άσκησης εθνικής στρατηγικής είναι συνάρτηση της ευχέρειας εθνοκεντρικών επιλογών κόντρα στους αντικειμενικούς περιορισμούς που θέτουν οι διεθνείς, περιφερειακές κι ευρωπαϊκές σχέσεις (υποχρεώσεις). Αυτό σημαίνει ότι μία χώρα είναι μεν κυρίαρχη αλλά η άσκηση (εξωτερικής) πολιτικής είναι συνδεδεμένη με ευρύτερα συμφέροντα και στόχους που υπερβαίνουν τα στενά εθνικά σύνορα.

Την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα απώλεσε σημαντικό μέρος της εθνικής της κυριαρχίας. Η διαχείριση των δομικών δημοσιονομικών προβλημάτων εκχωρήθηκε αυτοβούλως σε τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, με αποτέλεσμα όχι μόνο την αυστηρή οικονομική εποπτεία αλλά ταυτόχρονα και ως συνέπεια αυτής, τον δραστικό περιορισμό της πολιτικής αυτονομίας. Σε αυτό το ασφυκτικό μικρόκλιμα, η ανάπτυξη υψηλής στρατηγικής είναι πολύ δύσκολη και η πιθανή εφαρμογή της αντίξοη, καθώς θα πρόσκοπτε στις θεωρήσεις της συλλογικής κηδεμονίας.

Έτσι, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας και ιδιαιτέρως τα ελληνοτουρκικά, γίνονται ορατά υπό το ευρωπαϊκό πρίσμα, σε μία προσπάθεια να πείσουμε τους συμμάχους μας ότι έχουμε «δίκιο». Εν τούτοις, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Η realpolitik, που είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο, απαιτεί απτά ανταλλάγματα για οποιαδήποτε υποστήριξη, όπως είναι τα φιλόδοξα εξοπλιστικά προγράμματα που ανατίθενται την τρέχουσα περίοδο στις «Μεγάλες Δυνάμεις».

Εδώ όμως αντηχεί η σκέψη του Γεννηματά, που τονίζει ότι «η Ελλάδα φαινομενικά αμύνεται αλλά στο βάθος εφησυχάζει» (σ.60). Διαχρονικά, οι ελληνικές ηγεσίες επενδύουν τις ελπίδες και τους εξοπλισμούς τους στη συλλογική άμυνα, απαξιώνοντας (αν όχι εκδιώκοντας) την καινοτομία, την τεχνολογική εξέλιξη και εν τέλει την άσκηση πολυδιάστατης και πολυμερούς εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα εισάγει και καταναλώνει, παρά εφευρίσκει κι εξάγει.

Γι’ αυτόν τον λόγο, από το 1974 έως σήμερα, η ελληνική πολιτική ως προς την Τουρκία συμπυκνώνεται στη διατήρηση του status quo, -δηλαδή των προβλέψεων του διεθνούς δικαίου και της διατήρησης των κεκτημένων με τη Συνθήκη της Λωζάννης-, αποδεχόμενη και αυτό-περιοριζόμενη στον ρόλο του αμυνόμενου, σε μια στρατηγική «μη-ήττας». Ωστόσο, απέναντι σε μια διαρκώς αναθεωρητική Τουρκία, η στάση αυτή παραχωρεί στον επιτιθέμενο την πρωτοβουλία των κινήσεων, κάτι που μπορεί να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνο σε περιόδους διεθνούς κρίσης.

Όπως έδειξε η πρόσφατη σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ, η Τουρκία ως διεκδικητική δύναμη πετυχαίνει στόχους. Ακόμη κι όταν αυτό γίνεται με «φωνές και εκβιασμούς», όπως έχει χαρακτηριστικά λεχθεί, στην πράξη ροκανίζει τις αντιστάσεις, διευρύνει τον έλεγχό της στη γειτονιά της, όπως ο Καύκασος και η Μέση Ανατολή, και αναγκάζει ξένους ηγέτες, όπως τον Τζο Μπάιντεν, να ευχαριστούν δημόσια τον Ερντογάν για την «ηγετική στάση» (!) που επιδεικνύει. Παράλληλα, εξελίσσεται σε χρήσιμο εταίρο των ΗΠΑ, οι οποίες προσπαθούν να απαγκιστρωθούν από την άμεση και δαπανηρή εμπλοκή στην περιοχή, χρειάζονται όμως έναν τοποτηρητή των συμφερόντων τους, ρόλο που προθύμως αναλαμβάνει η γείτονα.

Προφανώς, τα ελληνοτουρκικά είναι μόνο μία πτυχή των περιφερειακών φιλοδοξιών της Τουρκίας. Η πολιτική του Ερντογάν δεν είναι «ελληνοκεντρική» αλλά αφορά σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο, την ώρα που το μέγεθος, η στρατηγική σημασία και οι στενές εμπορικές σχέσεις με την Αμερική και τη Γερμανία, καθιστούν την τουρκική ηγεσία «προνομιακό» συνομιλητή τους. Ακριβώς γι’ αυτό, η Τουρκία προβάλλει πραγματική απειλή για τα ελληνικά συμφέροντα.

Επομένως, από τη μεριά της η Ελλάδα ορθώς φροντίζει για το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων, ενισχύοντας την αποτρεπτική της δύναμη. Ωστόσο, οι καθοριστικές αποφάσεις λαμβάνονται στην τράπεζα της διπλωματίας και της διαπραγμάτευσης, όταν μιλούν οι σχέσεις αλληλεξάρτησης που δημιουργούν πολιτικές εγγυήσεις κι επιμερίζουν τους κινδύνους και τα συμφέροντα. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να συμβεί όσο οι ηγεσίες μας εφησυχάζουν ή διακηρύσσουν προς πάσα κατεύθυνση ότι πρέπει να θεωρούνται «δεδομένες».





ΠΗΓΗ