Πριν μερικά χρόνια, θα φάνταζε αστείο ότι κάποια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ θα ένιωθε απειλή από το παρηκμασμένο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Για παράδειγμα, στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε λάβει 34,3% και το ΠΑΣΟΚ, με τον Βενιζέλο ακόμα αρχηγό, μόλις 4,7%, το χαμηλότερο ποσοστό της σχεδόν πενηντάχρονης διαδρομής του. Όμως, στην εξαετία που μεσολάβησε, αποδείχτηκε η τραγική ανεπάρκεια του ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ το ΠΑΣΟΚ, μετά από μια μακρά διαδρομή σταθεροποίησης και αργής ανάκαμψης επί αρχηγίας της Φώφης Γεννηματά, εμφανίζεται να έχει άλλη μια ευκαιρία να επανέλθει ως ρυθμιστής του πολιτικού σκηνικού. 

Σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, μετά τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά, που συγκίνησε την κοινή γνώμη με τον αξιοπρεπή τρόπο που αντιμετώπισε την ασθένειά της, το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται σταθερά να καταγράφει δημοσκοπικά ποσοστά πέριξ του 10%.

Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση της Marc, στην πρόθεση ψήφου εμφανίζει ποσοστό 8,2% (από 6,3% ένα μήνα πριν σε μέτρηση της ίδιας εταιρείας) και με την αναγωγή πάνω από 10%. Η μέτρηση της Metron Analysis είναι ακόμα πιο ενθαρρυντική για το κόμμα, αφού του δίνει στην πρόθεση ψήφου 9,5% (από 8,5% στη μέτρηση της ίδιας εταιρείας τον Οκτώβριο), όταν στην ίδια μέτρηση ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο 18,3%. 

Οι εκλογές στο ΠΑΣΟΚ, μετά από μια μακρά περίοδο σχεδόν αποκλειστικής ενασχόλησης με την πανδημία και με τα ελληνοτουρκικά, επαναφέρουν την πολιτική στο ενδιαφέρον των πολιτών. Μπορεί οι υποψήφιοι να μην είναι κάτι το εξαιρετικό, αλλά κάτι το διαφορετικό προφίλ που λανσάρει ο Α. Λοβέρδος στα εθνικά θέματα, κάτι η υποψηφιότητα του Ν. Ανδρουλάκη, που πλασάρεται ως η απάντηση της σοσιαλδημοκρατίας στον Τσίπρα, ως νέος και άφθαρτος πολιτικός, κάτι οι αντισυσπειρώσεις που προκαλεί το θράσος του ΓΑΠ και η επιθυμία του να επιστρέψει στην κεντρική πολιτική σκήνη, κάτι οι ιδέες του Π. Γερουλάνου, που είναι ο μόνος που βάζει στην ατζέντα ζητήματα αλλαγής παραγωγικού μοντέλου, δίνουν άρωμα πολιτικής στις εσωκομματικές εκλογές του προσεχούς Δεκεμβρίου. 

Το αυξημένο ενδιαφέρον για την εσωκομματική μάχη καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις, όπου σχεδόν το μισό του εκλογικού σώματος (45%, μέτρηση Metron) εμφανίζεται ως δυνάμει ψηφοφόρος του (το ερώτημα έχει τη μορφή, «Πείτε μας αν θα μπορούσατε να το ψηφίσετε ή δεν υπάρχει περίπτωση να το ψηφίσετε»).

Ένδειξη της διεισδυτικότητας του ΠΑΣΟΚ σε όλους τους πολιτικούς χώρους είναι η θέληση ψηφοφόρων άλλων κομμάτων να συμμετάσχουν στις εκλογές του. Το 14,4% των ψηφοφόρων της ΝΔ το 2019 απαντά στην ερώτηση, «Σκοπεύετε να συμμετάσχετε στις εκλογές του Κινάλ», με «ναι», ή «μάλλον ναι».

Στο ίδιο ερώτημα, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ απαντούν καταφατικά (ναι/ή μάλλον ναι) σε ποσοστό 16%, του ΚΚΕ σε ποσοστό 10% και του Μέρα25 23,5% (έρευνα Opinion Poll για την ιστοσελίδα tomanifesto).

Η τεράστια εκλογική μάζα που στις εκλογές του 2009 του έδωσε το εξωπραγματικό σχεδόν 44%, δείχνει να κινείται και πάλι. Φυσικά, είναι αδύνατον το ΠΑΣΟΚ να γνωρίσει και πάλι τέτοια μεγαλεία, αλλά, από εκεί που είχε καταστεί ένα κόμμα κλωτσοσκούφι μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, παρουσιάζει σημάδια ότι διαθέτει πια δυναμική για μια αυτόνομη πορεία. 

Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ

Και αν τη ΝΔ για το άμεσο μέλλον οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ δεν την απασχολούν ιδιαίτερα, αφού έχει πάρει από τον χώρο ό,τι άξιο είχε σε στελεχικό δυναμικό και φυσικά ψηφοφόρους, δεν ισχύει το ίδιο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ για να διατηρηθεί (έστω και κολοβός) ως ο δεύτερος πόλος του πολιτικού συστήματος, αλλά και του ίδιου του Αλ. Τσίπρα, καθορίζεται από το ΠΑΣΟΚ.

Τσίπρας και ΣΥΡΙΖΑ έχουν ελπίδες να πάνε στις επόμενες εκλογές με μια αισιοδοξία, μόνο αν προχωρήσει το σενάριο περί δημοκρατικής συμμαχίας, δηλαδή μιας συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ίσως Μέρα25.

Δεν έχουν ψευδαισθήσεις ότι με το σύστημα της απλής αναλογικής θα κερδίσουν την πλειοψηφία των εδρών, αλλά κοιτούν μετεκλογικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα, ως ο ισχυρότερος πόλος της συμμαχίας, θα λεηλατήσει μετεκλογικά ψηφοφόρους και στελέχη από τους δύο μικρότερους εταίρους και με αυτό το τρικ ο Τσίπρας θα μπορέσει να διατηρηθεί στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί αν οδηγήσει το κόμμα του σε τρίτη συνεχόμενη εκλογική ήττα (ευρωεκλογές 2019, εθνικές εκλογές 2019 και επόμενες εθνικές εκλογές), δύσκολα θα διατηρήσει την προεδρική θέση στο κόμμα του, χωρίς αυτό να διασπαστεί. 

Όσο στην ηγεσία του Κινάλ ήταν η Φώφη Γεννηματά και μέχρι το φθινόπωρο που προηγούνταν στις εσωκομματικές εκλογές, αυτό το σενάριο είχε περισσότερες πιθανότητες. Μετά την αποχώρηση της Γεννηματά από την εσωκομματική κούρσα, το σενάριο αυτό δυσκολεύει. Από τους τρεις υποψήφιους που προηγούνται αισθητά, μόνον ο ΓΑΠ βγαίνει ανοιχτά υπέρ της συμμαχίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η υποψηφιότητά του δείχνει να υποχωρεί, μετά το αρχικό μούδιασμα που προκάλεσε στους συνυποψηφίους του. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις έρχεται τρίτος, ενώ στο σενάριο να βρεθεί αντιμέτωπος στον δεύτερο γύρο με Λοβέρδο ή Ανδρουλάκη, ηττάται με μεγάλη διαφορά και από τους δύο. Όσο για τους Λοβέρδο και Ανδρουλάκη, με διαφορετική ένταση (ξεκάθαρα ο πρώτος, διακριτικά ο δεύτερος) απορρίπτουν το σενάριο συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ.

 Άλλωστε, όσο τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ ανεβαίνουν, είναι δύσκολο να πειστούν τα μεσαία στελέχη και η βάση του κόμματος (που έχει αντισύριζα αισθήματα) για τη χρησιμότητα μιας τέτοιας συμμαχίας. Μ’ ένα ποσοστό πάνω από το 10% στις επόμενες εκλογές, με νέα ηγεσία και τον ΣΥΡΙΖΑ κάτω από το 30% και σε κομματική εσωστρέφεια, με μια διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ πλησίον του ένα προς δύο, το ΠΑΣΟΚ θα παίξει με το σενάριο να εκμεταλλευτεί την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και να διεκδικήσει ξανά πρωταγωνιστικό ρόλο στην κεντροαριστερά. 

Τα σενάρια αυτά είναι μακρινά ακόμη, αλλά να κρατήσουμε αυτό που είναι χειροπιαστό, ότι το ΠΑΣΟΚ, ίσως πρόσκαιρα, έγινε και πάλι θελκτικό. Αν θα κατορθώσει αυτό το γερασμένο και παρηκμασμένο κόμμα να επανέλθει μετά από ένα γερό λίφτινγκ ή θα σβήσει, ως φτωχός συγγενής του ΣΥΡΙΖΑ, θα εξαρτηθεί από πολλά. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η εκλογική μάχη του Δεκεμβρίου θα είναι αποφασιστικής σημασίας. 





ΠΗΓΗ