Οι θέσεις «δεν διεκδικούμε τίποτα και δεν παραχωρούμε τίποτα» και «η Ελλάδα δεν απειλεί και δεν απειλείται», αποτέλεσαν κάθ´  όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο μέχρι και σήμερα τις δύο βασικές συνιστώσες του δόγματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αναφορικά με τη γείτονα χώρα.  

Τα τελευταία  χρόνια, ωστόσο, και υπό  το βάρος των εξελίξεων και των συνεχών προκλήσεων της Τουρκίας, αυτές οι θέσεις έχουν κυριολεκτικά αποδυναμωθεί και η ελληνική εξωτερική πολιτική χρειάζεται επειγόντως ένα νέο δόγμα  που  να  ανταποκρίνεται στις προκλήσεις και στα  νέα δεδομένα της εποχής.  

Πώς να ερμηνευθεί άλλωστε το γεγονός ότι ενώ η Τουρκία παραμένει από το 1974 κατοχική δύναμη σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσφάτως μάλιστα να επιχειρεί την επέκταση της κατοχής στην μαρτυρική πόλη της Αμμοχώστου, η Ελλάδα να εμμένει στην παρωχημένη θέση της «δεν παραχωρούμε τίποτα και δεν διεκδικούμε τίποτα»; 

Πώς, ακόμη, να ερμηνευθεί το γεγονός ότι ενώ η Τουρκία, μετά την κρίση των Ιμίων το 1996, έχει υιοθετήσει και συστηματικά προβάλλει διεθνώς το νέο δόγμα περί «γαλάζιας πατρίδας»αμφισβητώντας αναφανδόν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο καθώς και τη Συνθήκη της Λωζάνης, η Ελλάδα να αντιτάσσει την αμφιλεγόμενη θέση «η Ελλάδα δεν απειλεί και δεν απειλείται»; 

Και αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα ορθώς υποστήριξε το 1999 την υποψηφιότητα της Τουρκίας προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή  Ένωση, στο πνεύμα της καλής γειτονίας αλλά και του εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, εύλογα ανακύπτει το ερώτημα αν τα πεπραγμένα της Τουρκίας των τελευταίων είκοσι ετών, τόσο στα εσωτερικά της πολιτικά δρώμενα, όσο και σε σχέση με τα κριτήρια που θέτει η ευρωπαϊκή ένωση για την πρόοδο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, δικαιολογούν την ελληνική εξωτερική πολιτική που συνεχίζει να υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, με αποτέλεσμα η Τουρκία να δρέπει τα τεράστια οικονομικά οφέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα συχνά παρατίθεται το επιχείρημα ότι η Ελλάδα ως μέλος της ευρύτερης ευρωπαϊκής οικογένειας οφείλει να επιδιώκει την επίλυση των διαφορών της με την γείτονα χώρα με ειρηνικό τρόπο και με σεβασμό των αρχών του διεθνούς δικαίου, ενώ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφεύγει συστηματικά να λάβει αποφάσεις σε βάρος της Τουρκίας για τις συχνές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της και τις κατάφωρες παραβιάσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Μάλιστα, αυτή η συμπεριφορά του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά σε σχέση με άλλα κράτη στον ευρωπαϊκό χώρο. 

Παράλληλα, η Τουρκία παραβιάζει και του κανόνες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας προβαίνοντας σε αγορές πολεμικού εξοπλισμού που συνιστούν ευθεία απειλή για την ασφάλεια της Ελλάδας, διενεργεί έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και εισβάλλει με στρατιωτικές δυνάμεις σε γειτονικές χώρες κατά παράβαση των κανόνων του διεθνούς  δικαίου, ενώ το ΝΑΤΟ τηρεί σιγή ιχθύος.  

Τούτων δοθέντων, λοιπόν, οι θέσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με τη γείτονα χώρα, όπως εκφράζονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης μέχρι και σήμερα, έχουν πλέον απωλέσει τη νομιμοποιητική τους βάση και ισχύ.

Ως εκ τούτου, απαιτείται επειγόντως μία νέα στρατηγική της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής η οποία θα διέπεται από ένα νέο δόγμα για την αντιμετώπιση  των συνεχών και αυξημένων προκλήσεων της γείτονας χώρας.  Ένα νέο δόγμα με τη σύμφωνη γνώμη όλων των πολιτικών θεσμών της ελληνικής δημοκρατίας. Διότι οι καιροί ου μενετοί.-

 ***

*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι  Διδάκτωρ κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος των Σχολών Εθνικής Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας.





ΠΗΓΗ