Pacific Press via Getty Images
Η προσφάτως διεξαχθείσα Πενταμερής Διάσκεψη στη Γενεύη για το Κυπριακό ήρθε να επιβεβαιώσει την πασίδηλη αδιαλλαξία της Τουρκίας, η οποία φέρεται να διεκδικεί λύση δύο κρατών στη Μεγαλόνησο.
Το “taksim”, ήτοι η διχοτόμηση της Κύπρου, αποτελούσε πάγιο αίτημα ορισμένων κύκλων στην Άγκυρα καθώς και μεγάλου μέρους των Τουρκοκυπρίων ιδιαίτερα κατά τα έτη έως το 1974.
Ωστόσο, ουδέποτε αναγνωρίστηκε από την ιθύνουσα ελίτ ως στρατηγικός στόχος και ουδέποτε έγινε αποδεκτό ως προοπτική, γεγονός το οποίο έχει ομολογηθεί και από τον Πρωθυπουργό της εισβολής Μπουλέντ Ετζεβίτ.
Τουναντίον, ακριβώς επειδή η γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου είναι αναμφίλεκτη και έχει πολλάκις επισημανθεί, το διαχρονικό ερώτημα για την Τουρκία είναι πώς θα ελεγχθεί το σύνολο της Μεγαλονήσου.
Άλλωστε, η Άγκυρα ούτε θέλει να πέσει «θύμα» μιας ελληνικής δυνητικής κυκλωτικής στρατηγικής, ούτε να απωλέσει κάθε πιθανότητα αδιατάρακτης πρόσβασης στο Σουέζ και στα κοιτάσματα της υφαλοκρηπίδας νοτίως της Κύπρου.
Το ζήτημα για την Τουρκία υπήρξε πάντοτε η εύρεση της βέλτιστης στρατηγικής.
-
Θα καταλάμβανε το σύνολο της Κύπρου, όπως ζητούσε επιτακτικά, για παράδειγμα, ο Ισλαμιστής Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης της εισβολής Νετσμεττίν Ερμπακάν;
-
Θα απέσυρε τα κατοχικά στρατεύματα αμέσως μετά το θέρος του 1974 και θα συνέχισε να έχει τον παρεμβατικό ρόλο της «εγγυήτριας δύναμης» επί του συνόλου μιας αλυσοδεμένης Κυπριακής Δημοκρατίας;
-
Θα καταλάμβανε ένα μεγάλο μέρος της Μεγαλονήσου και θα επιχειρούσε έπειτα, κατά τη διαδικασία εύρεσης λύσης, να προωθήσει τους στρατηγικούς στόχους του συνολικού ελέγχου;
Επελέγη το τελευταίο και μάλιστα επενδυμένο με πολιτικές διαμόρφωσης των αναγκαίων προϋποθέσεων για την επίτευξη των τουρκικών στόχων, όπως η μεταφορά εποίκων και η επίκληση κάθε πιθανού και απίθανου διαπραγματευτικού χαρτιού.
Τί αντιτείναμε διαχρονικά ως ελληνισμός;
Ξεκινήσαμε ως ελληνισμός από το αίτημα της «Ένωσης» στηριζόμενοι στο κεκτημένο του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε. και στα άρθρα 1 και 55 περί «του σεβασμού της αρχής της ισότητος δικαιωμάτων και αυτοδιαθέσεως των Λαών», συνεχίσαμε διεκδικώντας κατ’ αρχήν την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ευτυχώς στηρίξαμε ορισμένες ορθές επιλογές όπως την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και τη διασαφήνιση ότι «ουδεμία λύση είναι εφικτή δίχως την απεμπόληση του αναχρονιστικού καθεστώτος των εγγυήσεων και την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων» και έπειτα, ξεκάθαρα ως ελλαδικό κράτος, έχουμε οδηγηθεί πλέον στην εκτράχυνση της λεγόμενης «διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα». Περίπου επτά δεκαετίες διαρκούς διολίσθησης…
Η εν λόγω προοπτική «λύσης», η οποία μάλιστα συνιστά «εθνική διαπραγματευτική θέση» μας (!), συνιστά «λύση Απαρτχάϊντ», αποθέωσης του ρατσισμού και δικαίωσης του φασισμού, αλλά και κορωνίδα έκλειψης κάθε έννοιας δημοκρατίας.
Η εξίσωση του 82% του πληθυσμού με το 18%, η απονομή ίσων δικαιωμάτων διοίκησης κατά παρέκκλιση κάθε δημοκρατικής αρχής, η νομιμοποίηση των αποτελεσμάτων της τουρκικής παράνομης εισβολής και κατοχής, η παραγραφή των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας του Αττίλα, αποτελούν δείγματα εκπεσμού τόσο της ούτως ή άλλως κατ’ ευφημισμό καλουμένης «διεθνούς κοινότητας» όσο και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Το τραγελαφικό έγκειται στο ότι οι Τούρκοι, αντιλαμβανόμενοι την υποχωρητική στάση της Αθήνας και τη δυνατότητά τους να επιτύχουν το στρατηγικό στόχο του συνολικού ελέγχου της Κύπρου μέσω μιας πιστής πληθυσμιακής ομάδας αντίστοιχης με το 18% του συνολικού πληθυσμού, αλλά ελέγχουσα το 50% και μάλιστα με δικαιώματα αρνησικυρίας, πλέον φέρονται να διεκδικούν τη «λύση των δύο κρατών», την οποία στην πραγματικότητα δεν επιθυμούν ακριβώς επειδή εκ των πραγμάτων αντίκειται στο στρατηγικό στόχο τους!
Προχωρούν, δηλαδή, σε μια τακτική κίνηση μαξιμαλιστικής διεκδίκησης, προκειμένου εν συνεχεία να αποσυρθούν και αφού κερδίσουν τα μέγιστα της «διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα», τότε να παρουσιαστούν ως ηττημένοι και υποχωρήσαντες, οι οποίοι θα δικαιούνται πάσης φύσεως και αναλόγου μεγέθους ανταλλάγματα σε άλλα μέτωπα!
Με άλλα λόγια, η Τουρκία διεκδικεί πλέον και το «ευχαριστώ», το οποίο εκτιμά ότι δικαιούται λόγω – μεταξύ άλλων – ισορροπίας ισχύος και βούλησης επίκλησής της.