Έχει πολλάκις επισημανθεί το γεγονός ότι η Κύπρος είναι τεράστιας γεωπολιτικής σημασίας και δύναται να προσφέρει τη δυνατότητα στρατηγικής εποπτείας σε οιονδήποτε επιθυμεί να την ασκήσει με άξονα τη Μέση Ανατολή και το Σουέζ.

Αυτό ισχύει προφανώς για το σύνολο των Μεγάλων Δυνάμεων, που επιθυμούν να προβάλλουν ισχύ στην περιοχή όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή οι Η.Π.Α., αλλά αποκτά δυσθεώρητες διαστάσεις στην περίπτωση της Τουρκίας.

Για την Άγκυρα, ο έλεγχος της Κύπρου συνιστά ζήτημα επιβίωσης, καθώς δεν πρόκειται για ένα – σημαντικότατο αλλά απλό – επεισόδιο στον πλανητικό ανταγωνισμό μεταξύ δυνάμεων, που ο μητροπολιτικός χώρος τους βρίσκεται στην άλλη άκρη της Γης.

Πρόκειται για ένα μεγάλο νησί ευρισκόμενο στο μαλακό υπογάστριό της, το οποίο συνεκτικά ως μέρος του ελληνικού τόξου περιορίζει την Τουρκία στον ηπειρωτικό χώρο της και εν τέλει, την αποκόπτει από τους ευρύτερου χαρακτήρα μαξιμαλισμούς της.

Ο γνωστός σε όλους μας πλέον Αχμέτ Νταβούτογλου, του οποίου οι ντιρεκτίβες ακολουθούνται κατά γράμμα παρά την απομάκρυνσή του από το περιβάλλον του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχει επισημάνει ήδη 20 χρόνια πριν ότι «ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα».

Με αυτόν τον τρόπο, κατέστησε σαφές ότι στη μέγγενη των διακρατικών ανταγωνισμών ισχύος και υπό την επιτακτική ανάγκη εθνοκρατικής επιβίωσης, η Τουρκία οφείλει ως προς την Κύπρο (και ορθώς έκανε κατά τον ίδιο) να εφεύρει μειονότητα, να εισβάλλει, να προβεί σε παραβίαση κάθε θεμελιώδους αρχής του διεθνούς δικαίου, να καταπατήσει κάθε ανθρώπινο δικαίωμα, να εποικίσει, να απειλήσει και να νομιμοποιήσει την παρουσία της εκεί με κάθε τρόπο στα διεθνή fora.

Και όλα τα παραπάνω επειδή η Κύπρος βρίσκεται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και «μαζί με την Κρήτη πάνω σε άξονα τομής υδάτινων αρτηριών».

Συνεπώς, όπως αναφέρει, «μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει αποφασιστικό ρόλο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές»και η Τουρκία έχει τη συγκεκριμένη επιθυμία.

Έχει την εκπεφρασμένη βούληση άσκησης περιφερειακής ηγεμονίας, επειδή εξακολουθεί να εμφορείται από το νεοοθωμανικό πλαίσιο χάραξης πολιτικής και ανάγνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος, το οποίο βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία εκδίπλωσής του εν μέσω μιας επαρκούς – κατά την εκτίμηση της Άγκυρας – ανακατανομής ισχύος στο περιφερειακό σύστημα και μεταλλαγής προτεραιοτήτων στο πλανητικό στερέωμα.

Κατά συνέπεια, η Τουρκία έχει ηγεμονικές βλέψεις και όσο εντείνονται λόγω επίτασης των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, τόσο πιο ευαίσθητη αυτή καθίσταται στο στρατηγικό κόστος.

Με άλλα λόγια, η Άγκυρα είναι έτοιμη για ολοένα και μεγαλύτερη και δυναμικότερη εμπλοκή στο σύνολο της Κύπρου, ενόσω εντείνει και παγιώνει την προβολή ισχύος της σε πολλαπλές γεωγραφικές ζώνες της ευρύτερης περιοχής.

Άλλωστε, η Κύπρος κατά τον Νταβούτογλου συνδέεται με δύο διαστάσεις γεωστρατηγικού ανταγωνισμού: την τοπική, η οποία αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τη διαχείριση της Ελλάδας από την Τουρκία και την περιφερειακή/παγκόσμια, η οποία ταυτίζεται με τους «στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μέση Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο, στη Διώρυγα του Σουέζ, στην Ερυθρά Θάλασσα, στον Περσικό Κόλπο».

Παράλληλα, συνιστά ένα άριστο προηγούμενο για την τουρκική εξωτερική πολιτική, καθώς η Άγκυρα κατάφερε και εισήλθε σε ένα χώρο, όπου δε διέθετε μέχρι πρότινος την παραμικρή νομιμοποίηση ώστε να εισέλθει. Κατέστη εγγυήτρια δύναμη και κατάφερε να έχει ανισομερώς διακριτό ρόλο στα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Προς τούτο, η εισβολή και κατοχή στην Κύπρο αποτελούν αποτέλεσμα μιας πολιτικής, η οποία συνιστά «πρότυπο» ή «παράδειγμα προς μίμηση» για τον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία θα μπορούσε να αποκτήσει νομιμοποιητικό μανδύα επεμβάσεων με άξονα αναφοράς τουρκικές ή (επιδέξια εργαλειοποιούμενες) μουσουλμανικές μειονότητες στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή και ευρύτερα.

Τα προαναφερθέντα προφανώς δεν κατατίθενται τυχαία. Βρισκόμαστε προ της έναρξης ενός νέου γύρου διερευνητικών συνομιλιών και έχει πλέον καταστεί σαφές ότι η Τουρκία απειλεί εμμέσως και αμέσως με διχοτόμηση, αλλά πρόκειται για ένα μακρινό σενάριο, διότι στην πραγματικότητα ουδείς το επιθυμεί.

Προφανώς δεν το επιθυμούν η Ελλάδα και οι Ελληνοκύπριοι, αλλά δεν το επιθυμεί ούτε η Τουρκία – παρά την μπλόφα των απειλών της για να επιβάλλει την παράκρουση της διζωνικής ομοσπονδίας – καθώς θα ακυρώσει κάθε προοπτική του πολυπόθητου για την ίδια πλήρους ελέγχου της Μεγαλονήσου.

Εξάλλου, η γεωπολιτική σημασία της Κύπρου έχει ενισχυθεί μέσω της εύρεσης των υδρογονανθράκων νοτίως του νησιού, ενώ ο συνολικός έλεγχος θα επιτρέψει στην Τουρκία να αποκτήσει ένα μέσο πίεσης εντός πλέον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετατρέποντας μια διπλωματική κατάκτηση της Ελλάδας (όπως αυτή της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. το 2004) σε δικό της πλεονέκτημα για την άσκηση πίεσης προς τους δυτικοευρωπαϊκούς ή και ατλαντικούς υπερσυστημικούς δρώντες.





ΠΗΓΗ