Όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία, ο ουκρανικός στρατός είχε φτάσει στο ναδίρ της ισχύος του. Έκτοτε, η Ουκρανία ξεκίνησε ένα πυρετώδες πρόγραμμα ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεών της. Ο αμυντικός προϋπολογισμός τριπλασιάστηκε και από 2 δισ. δολάρια το 2010 έφτασε πέρυσι τα 6 δισ.
Η ουκρανική αμυντική βιομηχανία επιστρατεύτηκε, προκειμένου να δώσει άμεσες λύσεις, είτε παρουσιάζοντας νέα οπλικά συστήματα είτε εκσυγχρονίζοντας παλαιότερο υλικό. Για την αγορά όπλων η Ουκρανία στράφηκε όπου μπορούσε, μαζεύοντας από κάθε είδους πηγή, ό,τι ήταν δυνατό να αποκτήσει: παλιά σοβιετικά οχήματα που αναβαθμίστηκαν, τουρκικά μη επανδρωμένα «Μπαϊρακτάρ», ελικόπτερα από τη Γαλλία, πλοία από την Αγγλία κ.ο.κ.
Σημαντική ήταν η συμβολή των Η.Π.Α., οι οποίες διέθεσαν στην Ουκρανία οικονομική βοήθεια συνολικού ύψους 2 δις. δολαρίων για την αγορά όπλων. Απέφυγαν, όμως, να της πουλήσουν όπλα κρίσιμης σημασίας: πέραν των αντιαρματικών πυραύλων «Javelin», η αμερικανική βοήθεια περιορίστηκε κυρίως σε «μη φονικά» συστήματα (π.χ. ραντάρ αντιπυροβολικού ή συστήματα εντοπισμού μη επανδρωμένων αεροχημάτων, τζιπ κ.ά.), καθώς και στρατιωτική εκπαίδευση.
Παράλληλα με τις κινήσεις αυτές, οι Ουκρανοί προχώρησαν σε ένα πρόγραμμα στελέχωσης των Ενόπλων Δυνάμεων, φροντίζοντας ιδιαίτερα για τον οπλισμό και την εκπαίδευση των στρατιωτών τους με βάση τα νατοϊκά πρότυπα. Οργάνωσαν την εφεδρεία και την Εθνοφυλακή, ενώ η περιοδική εναλλαγή των στρατιωτών που μάχονταν στο Ντονμπάς οδήγησε στη δημιουργία ενός στρατεύματος, μεγάλο ποσοστό του οποίου απέκτησε πολεμική εμπειρία.
Έτσι, όταν έφτασε η ώρα της ρωσικής εισβολής, ο Ουκρανός στρατιώτης απεδείχθη ότι ήταν καλύτερα εξοπλισμένος και εκπαιδευμένος από τον Ρώσο ομόλογό του (ο οποίος φαίνεται ότι εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται από τη ρωσική ηγεσία ως περίπου «αναλώσιμος»).
Με την έναρξη του πολέμου, τόσο οι Η.Π.Α. όσο και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, έσπευσαν να προσφέρουν αμυντική βοήθεια στην Ουκρανία. Έχουν δοθεί συνολικά χιλιάδες αντιαρματικοί πύραυλοι (Javelin), και αντιαεροπορικοί πύραυλοι μικρής εμβέλειας (Stinger).
Eπίσης, έχουν δοθεί μεγάλες ποσότητες πρώην σοβιετικού αμυντικού υλικού, από όσες χώρες (όπως η Ελλάδα) διέθεταν ακόμη τέτοια όπλα στα αποθέματά τους. Τα όπλα αυτά προτιμώνται, διότι αν και πεπαλαιωμένα, οι Ουκρανοί γνωρίζουν τη χρήση τους και μπορούν να τα εντάξουν άμεσα σε υπηρεσία.
Αντιθέτως, δεν υπήρξε μεγάλη προθυμία για την αποστολή μαχητικών αεροσκαφών (Mig-29) ή αντιαεροπορικών συστημάτων μεγάλης εμβέλειας (S-300). Και εδώ, οι ισορροπίες και η επιθυμία «αποκλιμάκωσης» έχουν αποτρέψει μέχρι στιγμής τη Δύση από το να παρέχει στην Ουκρανία οπλισμό «πρώτης γραμμής».
Η διαφορά φαίνεται και στο πεδίο της μάχης. Οι Ουκρανοί έχουν κατορθώσει να αναχαιτίσουν πολλές ρωσικές επιθέσεις, χάρη στη φθορά που προκαλούν στα επιτιθέμενα στρατεύματα και εδώ η συμβολή της δυτικής βοήθειας είναι καίρια.
Από την άλλη, όμως, οι Ουκρανοί δεν είναι ακόμη σε θέση να διεξάγουν εκτεταμένες αντεπιθέσεις, ώστε να απωθήσουν τους Ρώσους από τις περιοχές που έχουν καταλάβει στον νότο της χώρας. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε κατά πάσα πιθανότητα περισσότερα μέσα που δεν διαθέτει σήμερα η Ουκρανία και εδώ θα ήταν κρίσιμη η βοήθεια των μαχητικών αεροσκαφών και των αντιαεροπορικών συστημάτων μεγάλης εμβέλειας.
Κατόπιν τούτων, το ερώτημα που τίθεται είναι προφανές: Είναι αυτά αρκετά; Στάθηκε η Δύση έμπρακτα στο πλευρό της Ουκρανίας ή την εγκατέλειψε; Εδώ, μπορούμε να κάνουμε κάποιες βασικές παραδοχές:
A) Καμία χώρα δεν προθυμοποιήθηκε να πολεμήσει στη θέση της Ουκρανίας. Το βάρος υπεράσπισης της πατρίδας τους, έπεσε –όπως είναι προφανές– στους ώμους των ίδιων των Ουκρανών. Τα τηλέφωνα του Μακρόν και του Μπάιντεν δεν απέτρεψαν τη ρωσική επίθεση και όταν εν τέλει αυτή εκδηλώθηκε, ήταν ο ουκρανικός στρατός και οι απλοί Ουκρανοί επίστρατοι που κλήθηκαν να τη σταματήσουν. Και, σε μεγάλο βαθμό, τα έχουν καταφέρει.
Β) Η δυτική βοήθεια συνέβαλε σημαντικά στην επιτυχία αυτή της ουκρανικής αντίστασης. Οι χιλιάδες των αντιαρματικών και αντιαεροπορικών πυραύλων που δόθηκαν από τις δυτικές χώρες επέτρεψαν στους Ουκρανούς να επιφέρουν συντριπτικά πλήγματα στις ρωσικές δυνάμεις.
Τα ρεπορτάζ και οι σχετικές αναλύσεις κάνουν λόγο για εκατοντάδες κατεστραμμένα άρματα μάχης και επιπλέον εκατοντάδες άλλα οχήματα κάθε είδους (τεθωρακισμένα οχήματα, αυτοκινούμενα πυροβόλα, ρουκετοβόλα κ.ά.). Μπορεί, λοιπόν, να μην πολέμησαν οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί για την Ουκρανία, αλλά συνέβαλαν σημαντικά στις ως τώρα επιτυχίες της.
Γ) Όσο μεγάλη κι αν ήταν η δυτική βοήθεια, οι επιτυχίες της Ουκρανίας στον πόλεμο δεν θα είχαν επιτευχθεί, αν η ίδια δεν είχε προβεί στο εντατικό και πολυδάπανο πρόγραμμα αναδιοργάνωσης και αναβάθμισης των Ενόπλων της Δυνάμεων την τελευταία δεκαετία.
Τι βοήθεια να περιμένουμε;
Οι επισημάνσεις αυτές ισχύουν και στην περίπτωση της Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια έγινε αρκετή συζήτηση για τις διάφορες αμυντικές συμφωνίες που υπέγραψε η Κυβέρνηση: την αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, το σύμφωνο MDCA με τις Η.Π.Α., τις συμφωνίες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα Η.Α.Ε.
Πολλοί κατέκριναν τις συμφωνίες αυτές, καθώς δεν περιλαμβάνουν «ρητές αναφορές» για πολεμική εμπλοκή υπέρ της χώρας μας και κατέληξαν στον αφορισμό ότι «κανείς δεν θα πολεμήσει για μας» (είναι οι ίδιοι που σήμερα διατείνονται ότι «η Δύση εγκατέλειψε την Ουκρανία» και ζητάνε από την Ελλάδα να μην οξύνει τις σχέσεις της με τη Ρωσία).
Οι απόψεις αυτές όμως εκκινούν από ένα λανθασμένο σκεπτικό. Είναι άλλο να βλέπεις μία συμμαχία ως ένα χρήσιμο εργαλείο και άλλο να τη βλέπεις ως αποκλειστική σανίδα σωτηρίας. Στη δεύτερη περίπτωση είναι βέβαιο ότι θα απογοητευτείς. Αυτή είναι, όμως, η αντίληψη που έχει καλλιεργηθεί συστηματικά στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.
Όσο πιο αδύναμη νομίζουμε ότι είναι η χώρα μας, τόσο πιο παντοδύναμες βλέπουμε τις «Μεγάλες Δυνάμεις». Ως εκ τούτου, αναζητούμε σε αυτές το αντίδοτο στην τουρκική επιθετικότητα.
Στην πραγματικότητα, όμως, ούτε η Ελλάδα είναι τόσο αδύναμη, όσο τη θέλουν οι οπαδοί του κατευνασμού, ούτε ο ξένος παράγοντας τόσο ισχυρός, όσο τον θέλει η διάχυτη συνωμοσιολογία, ώστε να μπορεί να αποτρέψει μία τουρκική επίθεση με «ένα τηλεφώνημα».
Και οι δύο αυτές πλάνες διακινούνται με μοναδικό στόχο την καλλιέργεια ενός αισθήματος ανημπόριας απέναντι στις βουλές των ισχυρών. Το ίδιο αποτέλεσμα έχουν και οι άκριτες επικρίσεις των συμμαχιών που συνάπτει η Ελλάδα.
Μία συμμαχία και μία αμυντική συμφωνία μπορεί να προσφέρει πολλά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μας απαλλάξει από την υποχρέωσή μας να φροντίσουμε για την άμυνά μας.
Στην περίπτωση της Γαλλίας, λοιπόν, είχαμε πρόσφατα μία θεαματική αναβάθμιση των αμυντικών μας σχέσεων με μία ισχυρή χώρα που έχει πολλαπλά συγκρουόμενα συμφέροντα με την Τουρκία. Αυτό, ασφαλώς, δεν σημαίνει ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου τα γαλλικά άρματα μάχης θα προελάσουν στην Ανατολική Θράκη για να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη (άλλωστε, και να θέλανε οι Γάλλοι δεν έχουν τα μέσα για να κάνουν κάτι τέτοιο – όσο κι αν μας εκπλήσσει, το ελληνικό αρματικό δυναμικό είναι αρκετά ισχυρότερο του γαλλικού).
Όμως η βοήθεια σε οπλισμό, σε πυρομαχικά και η υποστήριξη που μπορεί να παρέχει με τα μέσα συλλογής πληροφοριών της μπορεί να είναι ανυπολόγιστης σημασίας. Η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία μπορεί σε περίπτωση πολέμου να αποτελέσει το ανάλογο της στρατιωτικής βοήθειας που δέχεται σήμερα η Ουκρανία από τη Δύση.
Αυτή η παράμετρος, άλλωστε, υποδεικνύει και την προτίμησή μας σε γαλλικά όπλα, ακόμη κι αν υπάρχουν καλύτερά τους άλλης προέλευσης: αγοράζοντας όπλα από συμμαχικές χώρες, εξασφαλίζουμε ότι την ώρα του πολέμου τα όπλα αυτά θα υποστηρίζονται ικανοποιητικά και θα υπάρχει επαρκές απόθεμα ανταλλακτικών και πυρομαχικών (αρκεί εδώ να αναλογιστούμε ποια θα είναι η κατάσταση των ρωσικής προέλευσης όπλων που διαθέτουμε, σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου).
Στη περίπτωση των Η.Π.Α. και των κρατών της Μέσης Ανατολής η κατάσταση είναι διαφορετική, καθώς οι γεωπολιτικές ισορροπίες είναι πιο ευμετάβλητες και η αντίθεση συμφερόντων με την Τουρκία δεν είναι τόσο κάθετη όσο στην περίπτωση της Γαλλίας.
Και εδώ, όμως, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια κέρδους για την Ελλάδα, καθώς μπορεί να εκμεταλλευτεί την έστω πρόσκαιρη ψύχρανση των σχέσεων των χωρών αυτών με την Τουρκία για να θωρακίσει την άμυνά της. Έτσι, η απόκτηση μεταχειρισμένου στρατιωτικού υλικού από τις Η.Π.Α. ή τα Η.Α.Ε., οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις ή οι συνεργασίες σε τομείς της αμυντικής βιομηχανίας και η απόκτηση πολύτιμης τεχνογνωσίας μπορούν να βάλουν το λιθαράκι τους στην ελληνική αμυντική προετοιμασία.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι πρόγραμμα κατασκευής μη επανδρωμένων αεροχημάτων της Τουρκίας βασίστηκε στη συμμαχία που είχε η χώρα αυτή με το Ισραήλ, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν εισήγαγε τα πρώτα της –ισραηλινά– μη επανδρωμένα. Μπορεί έκτοτε οι σχέσεις των δύο χωρών να επιδεινώθηκαν, όμως η τεχνογνωσία παρέμεινε στην Τουρκία και σήμερα της επιτρέπει να πρωταγωνιστεί στον συγκεκριμένο κλάδο.
Και πάλι τίθεται το ίδιο ερώτημα: είναι όλα αυτά αρκετά; Όμως, το ερώτημα αυτό δεν είναι δόκιμο. Είτε λίγα μας φαίνονται, είτε πολλά, η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Πολεμάς με ό,τι έχεις. Αν μία συμμαχία μπορεί να μας προσφέρει κάτι –μικρό ή μεγάλο– είναι καλοδεχούμενη. Φτάνει να απαλλαγούμε από τα σύνδρομα κατωτερότητας, που θέλουν την Ελλάδα ανίσχυρη και αναζητούν στις ξένες πρεσβείες διαβεβαιώσεις ότι η Τουρκία «θα κάτσει στα αυγά της» και να δούμε τη χώρα μας σαν έναν δυναμικό παίκτη, που ασκεί ενεργή εξωτερική πολιτική και κοιτάει κάθε φορά να κερδίσει ό,τι μπορεί από τις διεθνείς σχέσεις της.
Όπως συνόψισε το θέμα ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Κ. Φλώρος, στο πρόσφατο φόρουμ των Δελφών: «Αν δεν είμαστε στο τραπέζι συνδαιτυμόνες, να συνδιαμορφώνουμε τις αποφάσεις για το μέλλον της περιοχής, θα είμαστε στο μενού». Ας το έχουμε αυτό κατά νου, όταν συζητάμε για το αν πρέπει η Ελλάδα να συμμετέχει ενεργά στο διεθνές γίγνεσθαι (π.χ. στέλνοντας όπλα στην Ουκρανία), ή να κάθε ήσυχα στη γωνιά της, όπως αρμόζει στους «μικρούς».
Άλλωστε, η περίπτωση της Ουκρανίας μας δείχνει και κάτι ακόμα: Όσο περνάει ο καιρός και η ουκρανική αντίσταση εξακολουθεί, τόσο πληθαίνουν οι φωνές στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. που ζητούν την περαιτέρω ενίσχυση της Ουκρανίας.
Ήδη η Τσεχία και η Σλοβακία «αναβάθμισαν» τη βοήθειά τους, στέλνοντας άρματα μάχης αντιαεροπορικά S-300. Με λίγα λόγια, πολεμώντας οι Ουκρανοί έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα ολοένα διογκούμενο κύμα συμπαράστασης, που κάμπτει ακόμη και τους πιο επιφυλακτικούς.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Γερμανίας, η οποία πριν τη ρωσική εισβολή είχε αρνηθεί να βοηθήσει στρατιωτικά την Ουκρανία (της έστειλε μόνο… μερικά κράνη!) και είχε, μάλιστα, εμποδίσει και τη διέλευση από το έδαφός της όπλων που προορίζονταν για την Ουκρανία. Σήμερα, βέβαια, η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει άρδην.
Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο μπορεί να πετύχει και η Ελλάδα, «εκβιάζοντας» μέχρις ενός σημείου τη βοήθεια πολλών σήμερα «απρόθυμων εταίρων». Αντί, λοιπόν, να διυλίζουμε τον κώνωπα και να αναρωτιόμαστε «ποιος θα πολεμήσει για μας», καλό θα ήταν να κοιτάξουμε τα του οίκου μας.
Την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων και της αμυντικής βιομηχανίας μας και την προετοιμασία της χώρας για να αντιμετωπίσει τον τουρκικό επεκτατισμό.
Οι συμμαχίες δεν αποτελούν πανάκεια, αλλά ένα ακόμη βέλος στη φαρέτρα μας. Όπως δείχνει και η περίπτωση της Ουκρανίας, οι συμμαχίες δεν αποτρέπουν πολέμους. Αλλά σε βοηθούν να τους κερδίσεις. Αρκεί βέβαια, να είσαι διατεθειμένος να πολεμήσεις.