Το θέμα της αποστολής ελληνικού στρατιωτικού υλικού και πυρομαχικών στην Ουκρανία επανήλθε έντονα στο προσκήνιο με άμεση διασύνδεση με την υπαρκτή και διαρκώς αυξανόμενη τουρκική προκλητικότητα. Οι πραγματικοί προβληματισμοί δυστυχώς επισκιάζονται από τους συνηθισμένους αλλά ανεπίτρεπτους στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας διαξιφισμούς αλλά και επιπόλαιες προσεγγίσεις και απλουστεύσεις.

Βασικός πυρήνας του προβληματισμού είναι το ερώτημα αν η χώρα μας ορθά πράττει και συνδράμει έμπρακτα με αμυντικό υλικό τη δοκιμαζόμενη Ουκρανία. Πραγματικά η χώρα αυτή έχει δεχθεί μια απροκάλυπτη ρωσική στρατιωτική εισβολή υπό συνθήκες κατάφωρης παραβίασης των αρχών του διεθνούς δικαίου που προσομοιάζουν με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο αλλά και τις απειλές που δέχεται σήμερα ο Ελληνισμός από την αναθεωρητική Τουρκία.

Εύλογα ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να περιοριστεί στην έντονη καταδίκη της ρωσικής ενέργειας αλλά να αποφύγει να αποστείλει πολεμικό υλικό καθόσον η Μόσχα -ανεξαρτήτως των εξελίξεων- θα παραμείνει μια πυρηνική υπερδύναμη και ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, με δικαίωμα αρνησικυρίας και με ότι αυτό συνεπάγεται για τα μεσοπρόθεσμα συμφέροντα του Ελληνισμού.

Η άλλη πλευρά θεωρεί ότι αποτελεί υποχρέωση μας η ενεργός στήριξη της Ουκρανίας αφενός διότι ανάλογη στήριξη επιζητούμε και εμείς από τους συμμάχους και εταίρους μας και αφετέρου διότι εκτιμούμε ως πιθανή μια ευνοϊκότερη εκ μέρους τους αντιμετώπιση των πολλαπλών θεμάτων μας σε πολλαπλά επίπεδα. Λογικές αμφότερες οι προσεγγίσεις και ο χρόνος θα αποδείξει την ορθότητα των επιλογών μας.

Η συζήτηση σήμερα έχει εντοπιστεί στο επιχειρησιακό σκέλος, δηλαδή στις ενδεχόμενες συνέπειες της απόσυρσης του πολεμικού υλικού ειδικά από ευαίσθητες περιοχές των συνόρων μας. Οι ανησυχίες έχουν επικεντρωθεί στο σύνολο των υλικών σοβιετικής-ρωσικής κατασκευής που υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις μας και εντείνονται με τη φημολογία μιας, εκτιμώ πέραν κάθε πραγματικότητος, κυβερνητικής πρόθεσης μερικής «μείωσης του στρατιωτικού αποτυπώματος μας» στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ως ένδειξη καλής θελήσεως προς τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους.

Πραγματικά στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις υπηρετούν ορισμένα σοβιετικά-ρωσικά οπλικά συστήματα. Ορισμένα εξ’ αυτών είναι πεπαλαιωμένα και χαμηλής έως μηδαμινής επιχειρησιακής αξίας. Η παλαιότητα τους δεν αποτελεί το μοναδικό λόγο της απαξίωσης τους καθώς έχει συμβάλει και η έλλειψη οποιαδήποτε εκσυγχρονισμού επί δεκαετίες, η μη επιτευχθείσα ένταξη τους στο ρεύμα υποστήριξης των Ενόπλων Δυνάμεων μας, η ακαταλληλότητα με το επιχειρησιακό περιβάλλον και το δόγμα επιχειρήσεων μας και μια γενικότερη καχυποψία έναντι συστημάτων διαφορετικής «φιλοσοφίας» με τα υφιστάμενα δυτικά.

Τα προβλήματα αυτά που αποτυπώνονται σε χαμηλές διαθεσιμότητες επί σειρά ετών είναι γνωστά σε όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα επί δύο δεκαετίες και συνετέλεσαν στην υποβάθμιση της αμυντικής μας ισχύος υπό το πρόσχημα των πραγματικών μνημονιακών καταστάσεων ανάγκης αλλά και με ορισμένες ουτοπικές προσεγγίσεις περί ειρηνικής επίλυσης των προβλημάτων ή εγγυήσεων τρίτων.

Φυσικά υπάρχουν σήμερα σε υπηρεσία και ορισμένα σύγχρονα, αξιόπιστα και επίφοβα για τους αντιπάλους ρωσικά οπλικά συστήματα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για αρκετά ακόμη χρόνια. Υπάρχει όμως πλέον έντονος προβληματισμός κατά πόσο θα είναι εφικτή η μελλοντική υποστήριξη τους καθόσον οποιαδήποτε αμυντική σχέση με τη Μόσχα μάλλον θα παραμείνει απαγορευμένη για αρκετά χρόνια ακόμα. Αντιλαμβάνεστε ότι σκόπιμα αποφεύγω να αναφερθώ σε συγκεκριμένους τύπους, διαθεσιμότητες και λοιπά προβλήματα ανά σύστημα καίτοι αρκετές αξιόπιστες πληροφορίες συμπεριλαμβάνονται στην πληθώρα των δημοσιευμάτων που κυκλοφορούν. Δυστυχώς τα περισσότερα εξ’ αυτών προδικάζουν ως βεβαία την τουρκική εισβολή μετά την απομάκρυνση (εάν αυτό συμβεί) μικρού αριθμού BMP-1 από τα νησιά μας!

Για τα συγκεκριμένα οπλικά συστήματα, η άριστη εξέλιξη θα είναι η έγκαιρη αντικατάσταση τους με ισάριθμα γερμανικά Marder-1A3 τα οποία θα έχουν υποστεί τις αναγκαίες επισκευές (προέρχονται από μακρόχρονη αποθήκευση), τροποποιήσεις για ένταξη στο ελληνικό επιχειρησιακό περιβάλλον ενώ θα έχει ολοκληρωθεί και η εκπαίδευση αριθμού χειριστών και προώθηση των αναγκαίων πυρομαχικών και ανταλλακτικών. Αντιλαμβανόμαστε ότι μάλλον είναι αδύνατη η εκπλήρωση όλων αυτών των προϋποθέσεων στα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια που θέτει η ρωσική πίεση στην ουκρανική άμυνα. Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, οι παραπάνω λεπτομέρειες αποτελούν αντικείμενα συζητήσεων με την γερμανική πλευρά.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στην μη άμεση αντικατάσταση τους, εκτιμώ ότι δεν δημιουργούνται δυσαναπλήρωτα κενά στην ελληνική άμυνα. Επίσης θεωρώ απαράδεκτη οποιαδήποτε υπόνοια ότι οποιαδήποτε πολιτική ή στρατιωτική ηγεσία θα μπορούσε να αποδεχθεί μια λύση που θα δημιουργούσε σημαντικές επιχειρησιακές ελλείψεις και κενά. Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και η αναβάθμιση των αεροσκαφών F-16 σε Viper προϋποθέτει την πλήρη καθήλωση επί μήνες σημαντικού αριθμού αεροσκαφών, άρα δεδομένης της έλλειψης τους από τις πολεμικές μας μονάδες η αναβάθμιση τους δεν θα έπρεπε να λάβει χώρα!

Τα θέματα της άμυνας εμπεριέχουν μια πολυπλοκότητα ενώ η παράθεση τυπικών χαρακτηριστικών οπλικών συστημάτων (πχ ταχύτητα, βεληνεκές, διαμέτρημα, κλπ) είναι απλουστευτική και οδηγεί σε παρανοήσεις. Κανένα οπλικό σύστημα δεν λειτουργεί απομονωμένα από τα υπόλοιπα και η πραγματική επιχειρησιακή του αξία είναι άθροισμα (ενίοτε και γινόμενο) πολλών παραγόντων.

Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι δεδομένων των συνθηκών θα πρέπει να επιδιωχθεί μια όσο το δυνατόν πιο επωφελής αντικατάσταση ορισμένων εκ των σοβιετικών-ρωσικών οπλικών συστημάτων καθόσον η παλαιότητα τους έχει μειώσει την επιχειρησιακή τους αξία ενώ επιπρόσθετα η πραγματική αδυναμία υποστήριξης τους θα οδηγήσει στην ταχύτατη απαξίωση τους όσων ακόμη διαθέτουν εχέγγυα αποτελεσματικής δράσης.

Βέβαια σε καμία περίπτωση, οποιαδήποτε τυχόν απόσυρση πολεμικού υλικού -ακόμη και μη επιχειρησιακά αξιόπιστου- από ευαίσθητες περιοχές δεν θα πρέπει να εκλειφθεί ως ένδειξη ηττοπάθειας ή υποχώρησης έναντι των τουρκικών απειλών ή «φιλικών» παραινέσεων.

Τα νησιά του Αιγαίου μας, ίσως για πρώτη φορά, αντιμετωπίζουν μια τόσο έντονη και σε υψηλό επίπεδο αμφισβήτηση της ελληνικότητας τους που θέτει βάσιμες ανησυχίες για κλιμάκωση των τουρκικών ενεργειών. Σίγουρα θα πρέπει να επανεξεταστούν και αναθεωρηθούν οι δυνατότητες αμύνης των νησιών καθόσον οι στρατιωτικές ικανότητες του αντιπάλου έχουν αυξηθεί ενώ και οι πιθανοί τρόποι ενεργείας του έχουν μεταβληθεί.

Ενδεχομένως θα μπορεί και να μειωθεί και το δικό μας επικαλούμενο «στρατιωτικό αποτύπωμα» με την προϋπόθεση ότι θα συνοδευθεί με αύξηση της υπάρχουσας επιτόπιας ισχύος πυρός, με περισσότερο ευέλικτες δυνάμεις και με μεγαλύτερη ικανότητα επιβίωσης τους στις σύγχρονες απειλές. Ανάλογες όμως απαραίτητες ενέργειες έχουν σημαντικό οικονομικό κόστος προμήθειας κατάλληλων οπλικών συστημάτων που θα αντικαταστήσουν υλικά περασμένων δεκαετιών συμπεριλαμβανομένων και αρκετών σοβιετικών δεινοσαύρων.

Αυτά είναι τα πραγματικά εθνικά, διπλωματικά, επιχειρησιακά, οικονομικά διλήμματα για τα οποία θα έπρεπε να υπάρχει δημόσιος γόνιμος διάλογος με την αναγκαία αυτοσυγκράτηση σε διαβαθμισμένα θέματα. Κυρίως όμως θα πρέπει να υπάρχει σε βάθος εξέταση όλων αυτών των ζητημάτων στις ανάλογες επιτροπές του Κοινοβουλίου και με την επιβαλλόμενη εμπιστευτικότητα και διάθεση εξεύρεσης της βέλτιστης λύσης και στο πλαίσιο των πραγματικών μας δυνατοτήτων αλλά και τήρησης όλων των προβλεπομένων διαδικασιών. Όλα τα υπόλοιπα είναι ανεπίτρεπτες κινήσεις εντυπωσιασμού με κίνητρα προσωπικής προβολής και πολιτικού τυχοδιωκτισμού.





ΠΗΓΗ