Παρά την ιστορική συμφωνία των «27» κρατών-μελών για το Ταμείο Ανάκαμψης, στον χαρακτήρα της ΕΕ εξακολουθούν να έχουν παρουσία στο κοινοτικό σύστημα τα διακυβερνητικά στοιχεία, οι επιμέρους στενές εθνικές προσεγγίσεις, που αλλοιώνουν το νόημα της Ένωσης.

Απέναντι στην μεγαλύτερη κοινή πρόκληση που αντιμετωπίζει η ΕΕ, οι Ευρωπαίοι Πολίτες, η εξεύρεση λύσεων για τους κοινοτικούς πόρους, για την αντιμετώπιση της πανδημίας, συνιστούν κρίσιμα διακυβεύματα.

Μέσα από υπαρκτές και μεγάλες εθνικές διαφορές, μέσα από συμβιβασμούς, πολλές φορές και επώδυνους, η απάντηση της ΕΕ στην δημοσιονομική υποστήριξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών, κινείται στην κατεύθυνση στήριξης της οικονομίας, την ανάκαμψη της, διαθέτοντας 3,2 τρισεκατομμύρια ευρώ.

Ο κοινοτικός προϋπολογισμός αποτελεί ενδεικτική περίπτωση των ευρωπαϊκών αυτοεγκλωβισμών.

Το μέλλον της Ευρώπης απαιτεί έναν προϋπολογισμό άλλων συνθηκών και στοχεύσεων, που να διαμορφώνει τις κοινοτικές με τις εθνικές αναγκαιότητες.

Ενισχύοντας την πράσινη μετάβαση, την ενεργειακή αναβάθμιση, την δημοσιονομική θωράκιση, προσδιορίζοντας την Ευρώπη της βαθύτερης ενοποίησης, απέναντι στην αποσυντονισμένη Ευρώπη που επιδιώκουν τα ευρωσκεπτικιστικά και ευρωαρνητικά ρεύματα.

Και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ήδη διαμορφώσει μια ισχυρή διακοινοβουλευτική πλειοψηφία που επιδιώκει ριζικές αλλαγές στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

Ο προσδιορισμός της αειφορίας σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Πράσινο Σύμφωνο του Δεκεμβρίου του 2019, η διαμόρφωση της κοινοτικής στρατηγικής για το περιβάλλον, του πράσινου μετασχηματισμού, οφείλει να δημιουργήσει ένα ισχυρό πλαίσιο οικονομικού, αναπτυξιακού και επενδυτικού μετασχηματισμού του κράτους, των περιφερειακών και τοπικών αρχών, στην κατεύθυνση της κυκλικής οικονομίας, της διασύνδεσης της με τον πρωτογενή αγροτικό τομέα, με συμβατότητα με το μίγμα πολιτικών των 17 στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση εμφατικά την τελευταία περίοδο, χώρες του Κοινοτικού Βορρά θέτουν θέματα πολιτικής για την αποφασιστική υποστήριξη των «27» για την χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης.

Και οι χώρες του Νότου, υπερασπίζονται μια αμοιβαία ως προς την οικονομική ενίσχυση Ευρώπη.

Όμως η Ευρώπη, οι ανάγκες της, χρειάζεται πολλά περισσότερο από τις επικρατούσες αντιλήψεις των ενάρετων του Βορρά, πολλά περισσότερα από τα αιτήματα του Νότου, από τα συμφέροντα που προσδιορίζονται.

Αυτά τα περισσότερα, δεν μπορούν να είναι παρά μια μεγάλη, ιστορική αλλαγή, μεταρρύθμιση στον πυρήνα των θεσμών και των πολιτικών της, της κατεύθυνσης προώθησης της πολιτικής ενοποίησης, που θα συμπεριλάβει την εξωτερική πολιτική, την ασφάλεια και την άμυνα, αναγκαία στοιχεία για να καταλήξουμε στον στόχο της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας.

Η ΕΕ πρέπει να θέσει νέους προσδιορισμούς για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, υπερασπίζοντας αποφάσεις στην κατεύθυνση της εμβάθυνσης, έχοντας στο επίκεντρο την δημοκρατική, θεσμική νομιμοποίηση, με πολιτικές που θα προβάλλουν ένα σταθερό πλαίσιο κοινοτικής αλληλεγγύης και ενότητας.

Η επόμενη ημέρα βρίσκει την Ευρώπη να ξεπερνάει τις όποιες δυσκολίες, όμως τώρα, περισσότερο από ποτέ, οι εθνικές κυβερνήσεις, πρέπει να υπερβούν την λογική του συμβιβαστικού ελάχιστου κοινού παρονομαστή. Προχωρώντας στην δημιουργία εργαλείων θεσμικού χαρακτήρα, επαναδιατυπώνοντας την αναγκαιότητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τον πολιτικό χαρακτήρα της. 

Η δοκιμασμένη πρακτική των ημιτελών βηματισμών, των εθνικών αθροισμάτων επιτείνει την κοινοτική αδυναμία και για αυτό δεν μπορεί πλέον να ακολουθείται.

Τα παραδείγματα του κοινοτικού προϋπολογισμού, του Ταμείου Ανάκαμψης, με τους μικροεθνικούς εγωισμούς κυβερνήσεων της Ανατολικής Ευρώπης, δείχνουν τα προφανή θεσμικά ελλείμματα του ενοποιητικού σχεδίου, που δημιουργούν στασιμότητα αντί ενδυνάμωση.

Ο διακυβερνητικός μηχανισμός είναι ο κύριος υπεύθυνος που μπλοκάρει την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική.

Οι προτεραιότητες των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών των 27 κρατών-μελών, είναι η αξιοποίηση του τεράστιου πακέτου του Ταμείου Ανάκαμψης.

Εάν στο παρελθόν, αυτό αφορά και την Ελλάδα, το κεντρικό κράτος, τους Περιφερειάρχες και τους Δημάρχους, τα περιφερειακά και τα δημοτικά συμβούλια, χάσαμε από αδιαφορία και ανικανότητα κρίσιμους κοινοτικούς πόρους, τώρα δεν έχουμε κανένα περιθώριο.

Να συνειδητοποιήσουμε τα οφέλη των νέων χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων, όχι μόνον για την οικονομική ανάκαμψη, αλλά και για την ίδια την πολιτική σταθερότητα.

Γιατί η σωστή χρήση των πόρων, με τις κοινωνικές προεκτάσεις τους, αφαιρεί ζωτικό χώρο από την εκδήλωση αντιευρωπαϊκού λόγου από δημαγωγικά κόμματα της Αριστεράς και της Δεξιάς, που επιδιώκουν δια της ξεπερασμένης δογματικής ατζέντας τους να τορπιλίσουν όχι μόνον την ιδέα και το νόημα της Ευρώπης, αλλά την ίδια την Δημοκρατία, την υπονόμευση του κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος.

Στοιχείο που είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, βλέποντας την αλόγιστη πρακτική του εθνικιστικού Afd στην Γερμανία, την απειλητική δημοσκοπική άνοδο της ακροδεξιάς Λεπέν στην Γαλλία, χωρίς να ξεχνάμε την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα.

Η ΕΕ πρέπει να διαμορφώσει συνθήκες ενεργητικής ενοποίησης που να εξασθενεί τις λογικές διαιρέσεων που εμφανίζονται, καθυστερώντας την εξέλιξη της δημοσιονομικής ενοποίησης και όχι μόνον αυτή.

Και ενώ ακόμα αποτυπώνονται βαθιά ριζωμένες οι διακυβερνητικές λογικές, που εμποδίζουν την μετάβαση σε μια πιο προωθημένη ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Το εάν θα επιτύχει εναπόκειται στους συντελεστές αυτού του εγχειρήματος, στα κράτη-μέλη, στις εθνικές κυβερνήσεις, στις πολιτικές δυνάμεις, στις θεσμικές δομές της ΕΕ, να διαμορφώσουν μια λειτουργική πολιτική δράση, που θα φθάνει μέχρι την αναδιάρθρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.





ΠΗΓΗ