Η πανδημία είναι ένα από τα μεγαλύτερα, εάν όχι το μεγαλύτερο, σοκ που έχει δεχθεί η παγκόσμια αγορά ενέργειας από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επιδεινώνοντας την ήδη μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου και του ορυκτού αερίου. Ύστερα από το 2008 και το 2014, πρόκειται για το τρίτο σοκ που καλείται να ξεπεράσει ο κλάδος εξόρυξης και παραγωγής υδρογονανθράκων την τελευταία 12ετία.
Σύμφωνα όμως με διεθνή άρθρα και τοποθετήσεις διεθνών συμβουλευτικών εταιρειών, ο κλάδος είναι πολύ λιγότερο έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτήν την κρίση, η διάρκεια και ένταση της οποίας δεν έχει προηγούμενο.
Την ίδια στιγμή, καθώς η κοινωνία φαίνεται να μετατοπίζεται δραστικά στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, οι μεγάλες πετρελαϊκές αρχίζουν να χάνουν το κοινωνικό τους έρεισμα, ενώ σύμφωνα με την McKinsey & Company πίεση δέχονται και από τους ίδιους τους μετόχους τους, καθώς αμφισβητείται άμεσα η ικανότητά τους να παραμείνουν επαρκώς κερδοφόρες.
Ποιος ο ρόλος της πανδημίας στη μετάβαση;
Παράλληλα, η πανδημία έχει κάνει πιο έντονη από ποτέ την ανάγκη για μετάβαση.
Σε μία οικονομία που θέτει την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και την προστασία της βιοποικιλότητας ως προτεραιότητες υψίστης σημασίας, η μετάβαση αυτή δεν αρκεί απλά να γίνει.
Πρέπει να γίνει και χωρίς καθυστερήσεις, κάτι που αναγνώρισε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ο βασικός χρηματοπιστωτικός θεσμός της ΕΕ, μέσα από τον οδηγό που εξέδωσε τον Νοέμβριο του 2020, ζήτησε από τις τράπεζες της Ευρώπης να κοιτάξουν και πέραν του τυπικού χρονικού τους ορίζοντα, ώστε να προσαρμοστούν εγκαίρως στη μετάβαση που ήδη έχει ξεκινήσει και να μειώσουν την έκθεσή τους στους οικονομικούς κινδύνους που συνεπάγεται η νέα εποχή.
Όταν όμως με το καλό βάλουμε την πανδημία πίσω μας, δεν θα κάνουμε το ίδιο με την ανάγκη της μετάβασης.
Προς το παρόν, η κοινωνία και οι πολιτεία δίνουν έμφαση στην αντιμετώπιση της πανδημίας και τη μείωση των επιπτώσεών της στην οικονομία, ωστόσο η συζήτηση γύρω από το κλίμα και το περιβάλλον δεν πρόκειται να κοπάσει τα επόμενα χρόνια, αλλά ίσα ίσα να ενταθεί.
Η αλλαγή δεν περίμενε την πανδημία
Βέβαια, η απομάκρυνση της πολιτικής και της κοινωνίας από την επιλογή των ορυκτών καυσίμων και των εξορύξεων είχε ξεκινήσει πριν την πανδημία του Covid.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών χρόνων η Νέα Ζηλανδία, η Γαλλία, η Δανία, η Ιρλανδία, η Κόστα Ρίκα και η Μπελίζ πήραν την απόφαση να απαγορεύσουν νέες συμβάσεις παραχώρησης δικαιώματος έρευνας και εξορύξεις υδρογονανθράκων στην επικράτειά τους, στέλνοντας ένα δυνατό μήνυμα σε όσους διστάζουν να ακολουθήσουν τις επιταγές της εποχής μας.
Την ίδια στιγμή, η Ιταλία έχει παγώσει κάθε νέα έρευνα υδρογονανθράκων μέχρι το τέλος του 2021, η Ισπανία αξιολογεί και αυτή με τη σειρά της την απαγόρευση κάθε νέου έργου έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, ενώ αυτόν τον μήνα 63 ευρωβουλευτές έστειλαν επιστολή στην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ζητώντας μία πανευρωπαϊκή απαγόρευση εξορύξεων για υδρογονάνθρακες στη θάλασσα.
Τελευταία και πιο ηχηρή απόφαση ήταν η πρόσφατη ανακοίνωση της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ, με την οποία επιχειρεί να σταματήσει κάθε νέα σύμβαση για εξόρυξη υδρογονανθράκων στη γη και στο νερό που βρίσκεται στην κυριότητα του ομοσπονδιακού κράτους. Μία απόφαση βεβαίως που, όπως ήταν αναμενόμενο, ξεσήκωσε άμεσα θύελλα αντιδράσεων από τη βιομηχανία.
Αλλάζει η στρατηγική των πετρελαϊκών;
Για να ανταποκριθούν σε αυτές τις προκλήσεις, αρκετές από τις μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και ορυκτού αερίου έχουν ανακοινώσει αλλαγές στην εταιρική τους στρατηγική.
Το περασμένο έτος είδαμε μία «μεγάλη» δέσμευση από τις περισσότερες πετρελαϊκές εταιρείες με έδρα την Ευρώπη – Repsol, BP, ENI, Shell, Total και Equinor – να γίνουν επιχειρήσεις καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2050.
Ενώ οι δεσμεύσεις αυτές μπορεί να φαίνονται εντυπωσιακές, στην ουσία αντιστοιχούν σε ένα πολύ μικρό ποσοστό μείωσης των συνολικών εκπομπών που προκύπτουν από τη δραστηριότητα αυτών των εταιρειών.
Στην Ελλάδα, οι ίδιοι λόγοι που αναφέρθηκαν παραπάνω φαίνεται να οδηγούν κάποιες εταιρείες στην ακύρωση των σχεδίων τους για εξόρυξη και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, όπως η Ισπανική Repsol, η οποία είναι από τις λίγες πετρελαϊκές που, όπως φαίνεται, έχει θέσει απόλυτο στόχο για καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050.
Τι συνέβη με τη Repsol στα Κανάρια νησιά και την Ήπειρο
Πρόσφατα δημοσιεύματα (1, 2, 3) κάνουν λόγο για την πλήρη αποχώρηση της Repsol από την έρευνα υδρογονανθράκων στην Ελλάδα και τα τρία μπλοκ που συμμετέχει σε Ιόνιο και Δυτική Ελλάδα.
Για τη Repsol και τα σχέδιά της στη χώρα δεν θα έπρεπε να υπάρχει καν το δίλημμα “μένω ή φεύγω”.
Θα περίμενε κανείς ότι η δέσμευση της εταιρείας για την πλήρη απανθρακοποίησή της μέχρι το 2050 θα την οδηγούσε εύκολα στην απόφαση να μην επενδύσει σε κάτι που δεν έχει ουσιαστικά ξεκινήσει.
Μία τέτοια απόφαση θα λάμβανε υπόψη της επιτέλους και τις έντονες αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών που κινητοποιήθηκαν άμεσα ενάντια στα σχέδια αυτά και δημιούργησαν πρωτοβουλίες πολιτών τοπικά και πανελλαδικά.
Η αποχώρηση της Repsol όμως από περιοχές συμβάσεων στα προκαταρκτικά στάδια της διαδικασίας εξόρυξης και εκμετάλλευσης δεν αποτελεί κάτι καινούργιο στην Ευρώπη.
To 2015, η ισπανική εταιρεία ανακοίνωσε ότι δεν θα προχωρήσει στη διεξαγωγή παραγωγικής εξόρυξης στη θαλάσσια περιοχή 50 χιλιόμετρα από τα νησιά Lanzarote και Fuerteventura.
Την απόφασή της την απέδωσε στα μικρά κοιτάσματα που δεν άξιζαν το κόστος της επένδυσης και όχι στη δραματική πτώση των τιμών του αργού πετρελαίου (οι οποίες είχαν υποχωρήσει περίπου στο 60% από τον Ιούνιο του 2014) αλλά και τη σθεναρή αντίσταση της τοπικής κοινωνίας και ΠΜΚΟ, που εναντιώθηκαν σύσσωμες στην εταιρεία εξαιτίας των τεράστιων επιπτώσεων στον τουρισμό, την οικονομία και τη βιοποικιλότητα της περιοχής.
H Repsol μπορεί και να φύγει, οι υπόλοιπες εταιρείες όμως;
Την ενδεχόμενη απόφαση απόσυρσης της Repsol από τα σχέδια εξόρυξης στην Ελλάδα δεν φαίνεται να ακολουθούν μεγάλοι πετρελαϊκοί κολοσσοί, όπως η Total, που έχει αναλάβει και αυτή τον ρόλο διαχειριστή για τα οικόπεδα νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης.
Οι κολοσσοί της βιομηχανίας πετρελαίου και ορυκτού αερίου βρίσκονται μπροστά σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή.
Οι αποφάσεις τους το επόμενο χρονικό διάστημα θα κρίνουν κατά πόσο θα καταφέρουν να επανεφεύρουν τον εαυτό τους αρκετά γρήγορα ώστε να επιβιώσουν ή ακόμα και να ευδοκιμήσουν ή αν θα ακολουθήσουν τον δρόμο άλλων μεγάλων εταιρειών, που παρέμειναν προσκολλημένες στο παρελθόν και χρεοκόπησαν, όπως η γνωστή σε όλους μας εταιρεία φωτογραφικών ειδών Kodak, που αποφάσισε να μην ακολουθήσει το κύμα της ψηφιακής φωτογραφίας, κάτι που πλήρωσε ακριβά.
Βέβαια, να υπενθυμίσουμε ότι στην περίπτωση των πετρελαϊκών, το κόστος της αποτυχίας τους δεν θα το πληρώσουν αποκλειστικά οι ίδιες, αλλά θα το επωμιστεί ως επί το πλείστον η κοινωνία και οι επόμενες γενιές.
*Των Κωστή Γριμάνη, υπεύθυνου εκστρατείας για την κλιματική δικαιοσύνη, και Άλκη Καφετζή, υπεύθυνου εκστρατείας για το θαλάσσιο περιβάλλον, ελληνικό γραφείο Greenpeace