IAKOVOS HATZISTAVROU via Getty Images
Παρά το γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός Μητσοτάκης και ο Πρόεδρος Αναστασιάδης εξέφρασαν ικανοποίηση για τα συμπεράσματα του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, η πραγματικότητα είναι ότι οι στόχοι που είχαν τεθεί δεν υλοποιήθηκαν. Οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί για τη δημιουργία κόστους στην Τουρκία ήταν υπερβολικές. Τα γεγονότα επιβεβαιώνουν τις συστηματικές προειδοποιήσεις μας ότι η πολιτική των κυρώσεων καθώς και της πρόκλησηςκόστους στην Τουρκία έχει τα όριά της. Ως εκ τούτου θα πρέπει να υπάρξει ο ανάλογος προβληματισμός.
Διαβάστε επίσης: Κύπρος-Ελλάδα: Τι κάνουμε λάθος στην Ε.Ε.
Είναι επίσης σημαντικό να συνειδητοποιηθεί ότι η εξωτερική πολιτική πρέπει να ασκείται με γνώμονα την εκπλήρωση των εθνικών επιδιώξεων και όχι με κριτήριο την ικανοποίηση του εσωτερικού ακροατηρίου. Επιπρόσθετα, καθοριστικής σημασίας είναι και η πρόταξη ενός πειστικού αφηγήματος εκ μέρους του επίσημου κράτους. Εδώ και χρόνια η κατοχική Τουρκία έχει αφήγημα το οποίο δυστυχώς πείθει αρκετούς κύκλους στο εξωτερικό, σε αντίθεση με την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία ενώ διαθέτει τα νομικά, πολιτικά και ηθικά ερείσματα δεν τα αξιοποιεί επαρκώς.
Είναι σημαντικό να αξιολογηθούν τα δεδομένα με τρόπο που να υποβοηθά τη χάραξη αποτελεσματικής πολιτικής. Στα πλαίσια αυτά πρέπει, μεταξύ άλλων, να κατανοηθεί ο τρόπος λειτουργίας της ΕΕ. Για χρόνια τώρα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο είχε καλλιεργηθεί από μια συγκεκριμένη σχολή σκέψης η ιδέα ότι η ΕΕ ως δια μαγείας θα οδηγούσε στην επίλυση όλων των προβλημάτων. Πολύ περισσότερο, όσοι από εμάς μιλούσαμε για την πρωτοκαθεδρία του έθνους-κράτους χαρακτηρίζοντο ως εκφραστές μιας ξεπερασμένης φιλοσοφίας. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η ΕΕ δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί ως πολιτική οντότητα. Επιπρόσθετα, η ΕΕ δεν είναι μονολιθική και οι αποφάσεις που λαμβάνονται εκφράζουν συγκλίσεις εθνικών συμφερόντων καθώς και της υφιστάμενης αναλογίας δυνάμεων. Στη σημερινή συγκυρία αναμφίβολα τον καθοριστικό ρόλο στην ΕΕ έχει η Γερμανία.
Είναι δεδομένο ότι στην ΕΕ σήμερα υπάρχει ένα σοβαρό έλλειμμα αλληλεγγύης. Επιπρόσθετα, η αναλογία δυνάμεων μέσα στην ίδια την Ένωση είναι τέτοια που επιτρέπει στην Τουρκία να συνεχίζει να κατέχει έδαφος κράτους μέλους και να απειλεί με διεύρυνση και εμβάθυνση της κατοχής και παράλληλα να απειλεί την εδαφική ακεραιότητα ενός άλλου κράτους μέλους, της Ελλάδας. Γίνεται πολλές φορές επίκληση του διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού αξιακού συστήματος. Ασφαλώς και δεν τα υποτιμούμε. Όμως είναι απρονοησία να θεωρούμε ότι το διεθνές δίκαιο και το ευρωπαϊκό αξιακό σύστημα από μόνα τους θα οδηγήσουν στην ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Παράλληλα, θα ήταν λάθος να λησμονήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ και η Γερμανία αντιμετώπισαν την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη καθώς και τις πολιτικέςπου εφάρμοσαν έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Δεν θα τολμούσε ποτέ η Γερμανία να επιβάλει τις πολιτικές που εφάρμοσε στην Ελλάδα και την Κύπρο έναντι της Ιταλίας και της Ισπανίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη συνάντηση του Eurogroup στις 9 Απριλίου 2020 με κύριο αντικείμενο τη συζήτηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας από την ΕΕ, υπήρξε η παραδοχή ότι «οι πολιτικές που είχαν εφαρμοστεί προηγουμένως ήταν ανεπαρκείς». Όμως, ενώ η Ευρωζώνη και η Γερμανία προχώρησαν με χαλαρώσεις στους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας και ταυτόχρονα υιοθέτησαν αρκετές δέσμες μέτρων, δεν προχώρησαν σε μια ριζοσπαστική προσέγγιση όπως η υιοθέτηση ενός Σχεδίου Μάρσαλ. Η κρίση της πανδημίας επανέφερε όμως στο προσκήνιο τη σημασία του έθνους-κράτους και ανέδειξε και πάλιν την αξία της σωστής παρεμβατικής κρατικής πολιτικής.
Εν κατακλείδι είναι σημαντικό να επαναξιολογήσουμε και να επαναδιαπροσδιορίσουμε την πολιτική μας με διεκδικητικό πραγματισμό. Η συμμετοχή μας στην ΕΕ είναι σημαντική αλλά από μόνη της δεν αρκεί για να διαφυλάξουμε τα συμφέροντά μας. Είναι καθοριστικής σημασίας να αποκατασταθεί η αξιοπιστία της χώρας μας, να αναβαθμισθούν οι συντελεστές ισχύος καθώς και η αποτελεσματικότητα του κράτους. Επίσης ένα πειστικό αφήγημα εφ’ όλης της ύλης είναι εκ των ων ουκ άνευ.Έτσι θα είναι δυνατό, με αγώνες εντός και εκτός της ΕΕ, να προωθήσουμε την εκπλήρωση των εθνικών στόχων. Εν πολλοίς το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.