Ένας από τους πιο καίριους προβληματισμούς ενός μεγάλου μέρους των πολιτών αφορά το το αν είναι θεμιτό να σηκώνεται τόσος αχός για το δικαίωμα στη συνάθροιση εν μέσω πανδημίας. Δεν είναι λογικό να μην επιτρέπονται μεγάλες συναθροίσεις όταν όλη η χώρα έχει παραλύσει και ακόμα και η ελευθερία κίνησης είναι σημαντικά περιορισμένη; Δεν μπορούν να περιμένουν κάποιοι ένα χρονικό διάστημα για να ασκήσουν ελεύθερα πια αυτό το δικαίωμα; Και πολλά άλλα παρεμφερή ερωτήματα εκφράζονται το τελευταίο χρονικό διάστημα και επ’αφορμής της επετείου των γεγονότων του Πολυτεχνείου και της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου.

Από υγειονομικής άποψης είναι όντως, ένα απολύτως δικαιολογημένο ερώτημα και η απάντηση είναι απλή και ξεκάθαρη. Σε μια περίοδο πανδημικής έξαρσης που η δημόσια υγεία βρίσκεται ενώπιον σοβαρού και άμεσου κινδύνου και πολλές βασικές ελευθερίες και δικαιώματα θίγονται από περιορισμούς, οι δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις δεν μπορούν να αποτελούν εξαίρεση και θα πρέπει να πραγματοποιούνται κατά τρόπο που επιτρέπουν τα επιδημιολογικά δεδομένα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα σε συνάθροιση τείνει προς μια δυσανάλογη σχετικοποίηση και εκτός του πανδημικού πλαισίου καθώς είναι ένα δικαίωμα που από το περιεχόμενό του βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με άλλα δικαιώματα όπως πχ η οικονομική ελευθερία και έννομα αγαθά όπως πχ η δημόσια ασφάλεια.

Εν προκειμένω εν μέσω πανδημίας και ενώ η βουλή υπολειτουργούσε de facto, η κυβέρνηση αποφάσισε να συζητηθεί και να ψηφιστεί εφαρμοστικό νομοσχέδιο του Συντάγματος για τις συναθροίσεις (κάτι που έπρεπε να έχει συμβεί εδώ και δεκαετίες). Το επίμαχο νομοσχέδιο ήταν σε πολλά σημεία του αντισυνταγματικό με αποκορύφωμα την εκτρωματική πρόβλεψη ότι «αυθόρμητη συνάθροιση, που δεν έχει γνωστοποιηθεί, δύναται να επιτραπεί…. ». Δηλαδή αντιστρέφοντας την κυρίαρχη νομική θεωρία καθιστούσε ως κανόνα την απαγόρευση αυθόρμητων συναθροίσεων και ως εξαίρεση την άσκηση του δικαιώματος διαστρεβλώνοντας κάθε έννοια κράτους δικαίου (πρόσφατα το γαλλικό ΣτΕ ακύρωσε διάταξη που διατυπωνόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και αφορούσε την περίοδο της πανδημίας). Μετά από πολλές αλλαγές σε αρκετά άρθρα του νομοσχεδίου, το νομοθετικό κείμενο που ψηφίστηκε εν τέλει από τη βουλή παρέμενε σε κάποια σημεία του αμφίβολης συνταγματικότητας και παράλληλα ήταν μια κακογραμμένο συρραφή διαφορετικών αντιλήψεων που κυριάρχησαν κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση. Το εν λόγω νομοσχέδιο μάλιστα ήταν τόσο προβληματικό και ελλιπές που ενώ ψηφίστηκε εν μέσω πανδημίας δεν περιείχε καμία πρόβλεψη για περιορισμό του δικαιώματος με σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας.

Παράλληλα, με ΠΝΠ που αργότερα κυρώθηκε και πλέον έχει ισχύ νόμου, παραχωρήθηκε η αρμοδιότητα στην αστυνομική αρχή να απαγορεύει συναθροίσεις σε όλη την επικράτεια για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Ένας νόμος δηλαδή που πάρα τις όποιες διαφωνίες αρκετών συνταγματολόγων και νομικών εν γένει, εκ των πραγμάτων δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο για το δικαίωμα στη συνάθροιση και την αναστολή του. Ένα εύλογο ερώτημα είναι το κατά πόσο είναι ασφαλές για τη μακροημέρευση ενός δικαιώματος να αποδίδεται η αρμοδιότητα της πλήρους αναστολής του στον αρχηγό της ελληνικής αστυνομίας.

Εν κατακλείδι αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε ισχύ δύο νόμοι που ορίζουν τα των δημοσίων υπαίθριων συναθροίσεων .Οι δύο αυτοί νόμοι, σε πολλά σημεία τους, βρίσκονται σε πλήρη αντιδιαστολή μεταξύ τους και δείχνουν μια τάση από την πλευρά της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να προβεί σε δυσανάλογους περιορισμούς, η οποία τάση,τουλάχιστον στο πρώτο νομοσχέδιο, κάμφθηκε μερικώς από τις αντιδράσεις της μειοψηφίας (κυρίως από την προσπάθεια του ΚΙΝΑΛ για συζήτηση και αμοιβαίες υποχωρήσεις ).

Αν συνυπολογισθεί η έντονη ρητορική των τελευταίων ετών που συνίσταται στη διαπίστωση ότι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι ένα παρωχημένο δικαίωμα που γυρίζει τη χώρα πίσω και δίνει το δικαίωμα στους λίγους να παραβιάζουν τα δικαιώματα των πολλών, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι πρόκειται περί ενός δικαιώματος που βρίσκεται σε κίνδυνο.

Για τους παραπάνω λόγους λοιπόν συζητείται τόσο έντονα το δικαίωμα στη συνάθροιση και όχι γιατί κάποιοι παράφρονες, ιδεοληπτικοί, επιθυμούν να συνωστίζονται μεταδίδοντας τον ιό. Άλλωστε ακόμα και η πλειοψηφία των πιο ακραίων υποστηρικτών της θέσης περί αντισυνταγματικότητας της καθολικής απαγόρευσης συναθροίσεων κατά την επέτειο του Πολυτεχνείου δήλωναν ρητά ότι η πορεία δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί και ήταν υπέρμαχοι των συμβολικών εκδηλώσεων. Η ανάγκη δημόσιου διάλογου και η έκφραση απόψεων πέραν της κυρίαρχης τάσης, όταν ένα δικαίωμα πλήττεται δεν συνιστά λαϊκισμό ή έλλειψη ενσυναίσθησης την ώρα της πανδημίας αλλά υποχρέωση μιας δημοκρατικής κοινωνίας που απαρτίζεται από υπεύθυνους πολίτες. Ο κίνδυνος της πανδημίας δεν πρέπει να μας εθίσει στους περιορισμούς των δικαιωμάτων μας αλλά να μας διατηρήσει σε διαρκή εγρήγορση ως πολίτες .Εγρήγορση για την τήρηση των μέτρων και την προάσπιση της δημόσιας υγείας αλλά παράλληλα και εγρήγορση για την επιστροφή στα κεκτημένα μετά το πέρας της πανδημικής περιόδου.





ΠΗΓΗ