Eric De Mildt© Eric De Mildt / Greenpeace

.

Του Κωστή Γριμάνη, υπεύθυνου εκστρατείας για την κλιματική δικαιοσύνη, ελληνικό γραφείο Greenpeace

Με το βλέμμα στραμμένο στη διάσκεψη του ΟΗΕγια το Κλίμα τον Νοέμβριο στη Γλασκώβη, υπό συνθήκες πανδημίας και προσπαθειών σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη για ανάκαμψη από την παγκόσμια οικονομική ύφεση που προκάλεσε ο Covid-19,  λίγα είναι τα “καλά” που μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι έχουν γίνει σε σχέση με τη φιλοδοξία των κλιματικών στόχων σε παγκόσμιο επίπεδο, σε αντίθεση με τα πολλά κακά, όπως περισσότερες εκπομπές, περισσότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, νέες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα και ειδικότερα το αέριο, μεγαλύτερη αποψίλωση των δασών κoκ.

Παρότι οι προβλέψεις από την 6η Έκθεση Αξιολόγησης που θα δημοσιεύσει σύντομα η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για το Κλίμα (IPPC) αναμένονται δυσοίωνες, η κλιματική δράση ευαισθητοποιημένων πολιτών, μαθητών, ομάδων, πρωτοβουλιών, φορέων, οργανώσεων και μεγάλων εταιρειών από την υπογραφή της Συμφωνίας του Παρισιού το 2015 και μετά έχει εντατικοποιηθεί φοβερά, και όχι άδικα.  

Η εδραίωση δεσμευτικών και επιτεύξιμων πολιτικών για το κλίμα οφείλει να επιταχυνθεί 

Το έτος που διανύουμε, αλλά και η δεκαετία 2021-2030, είναι μείζονος σημασίας καθότι οι αποφάσεις των κρατών-μελών της παγκόσμιας κοινότητας θα καθορίσουν εν πολλοίς αν θα καταφέρουμε να συγκρατήσουμε τη μέση πλανητική θερμοκρασία στον 1,5°C.

Δεδομένων όλων των παραπάνω εξελίξεων, ο παγκόσμιος προϋπολογισμός άνθρακα έχει συρρικνωθεί σημαντικά εξαιτίας των ανθρωπογενών παρεμβάσεων και της καθυστέρησης των εθνικών μας κυβερνήσεων να αναλάβουν δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Γίνεται σαφές λοιπόν ότι δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για παζάρια και διαπραγματεύσεις.    

Το ίδιο κρίνουν όμως και οι Έλληνες συμπολίτες μας. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση που διεξήχθη στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Paris Reinforce, το 98% των ερωτηθέντων πολιτών στη χώρα μας αναγνωρίζει ως μέγιστο πρόβλημα την κλιματική αλλαγή και μάλιστα τη συνδέει άμεσα με την αύξηση των φυσικών καταστροφών (92%).

Πιστεύει ταυτόχρονα ότι για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής πρέπει να επενδύσουμε στην ηλιακή ενέργεια (78,4%) στην αιολική (60%) και στην υδροηλεκτρική (32%).

Υπό αυτή τη λογική, εντύπωση προκαλεί η μέχρι τώρα απουσία νομικού πλαισίου στη χώρα μας για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με ορίζοντα τις μηδενικές εκπομπές πριν από το 2050.

Το κενό αυτό ήρθε να συμπληρώσει η πρωτοβουλία φορέων, οργανώσεων και πολιτών για τη συνδιαμόρφωση ενός εθνικού κλιματικού νόμου αλλά και να επιταχύνει τη διαδικασία για την υιοθέτηση ενός τέτοιου νόμου-πλαίσιο από την πολιτεία, όπως ανακοίνωσε πρόσφατα και ο πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης.  

Τι είναι όμως ο κλιματικός νόμος-πλαίσιο και γιατί τον χρειαζόμαστε; 

Οι εθνικοί νόμοι για το κλίμα αναδύονται ως βασικά εργαλεία διακυβέρνησης για να βοηθήσουν στη διαχείριση του μετασχηματισμού των κοινωνιών μας με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε καθαρές μηδενικές εκπομπές νωρίτερα από το 2050. Η υιοθέτηση ενός τέτοιου νόμου θεσπίζει τον παραπάνω δεσμευτικό στόχο, ο οποίος πλέον δεν θα μπορεί να αγνοηθεί από τους πολιτικούς, το κράτος και τη βιομηχανία, κι έτσι γίνεται πλέον εκτελεστός. 

Οι γενικοί νόμοι-πλαίσιο βοηθούν τις κυβερνήσεις να οργανώσουν τις δικές τους ενέργειες, ενώ στέλνουν ένα σαφές μήνυμα σε όλους τους τομείς της οικονομίας:“είμαστε σοβαροί για τους μακροπρόθεσμους στόχους μας για το κλίμα”.

Σχεδόν τα μισά από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν ήδη θεσπίσει τέτοιους νόμους – με διακομματική υποστήριξη – ή προετοιμάζουν έναν, ενώ περισσότερα σκέφτονται να το πράξουν. Ταυτόχρονα, έχει ήδη προηγηθεί προσωρινή συμφωνία από τα κράτη-μέλη της ΕΕ για τον ευρωπαϊκό κλιματικό νόμο.

Συγκρίνοντας σε λίγο μεγαλύτερο βάθος τη χώρα μας με χώρες όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, με κριτήριο το ίδιο περίπου εύρος εκπομπών (μαντέψατε σωστά, η Ελλάδα έχει τις περισσότερες) αλλά και τη γεωγραφική έκτασή τους, παρατηρούμε ότι σε επίπεδο κλιματικών στόχων σε διατομεακές πολιτικές, η Ελλάδα έρχεται τελευταία με μόλις 3 θεσπισμένους κλιματικούς στόχους αναφορικά με την ενέργεια και την οικονομία.

Αντίθετα, η Ιρλανδία εμφανίζεται με 16 στόχους σε τομείς όπως η οικονομία, η ενέργεια, οι μεταφορές και τα κτίρια και η Πορτογαλία με 20 σε τομείς όπως η οικονομία, η ενέργεια και οι μεταφορές.

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η Ελλάδα, ακόμα και αν δεν λάβουμε υπόψη μας τη σύγκριση, έχει πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει ώστε να συμπεριλάβει τη συμφωνία του Παρισιού σε δεσμευτικούς κλιματικούς στόχους στους επιμέρους τομείς της οικονομίας και σε πολιτικές. 

Ο κλιματικός νόμος ως οδικός χάρτης και η ανάκαμψη ως ευκαιρία 

Το έλλειμμα στόχων μετασχηματισμού όλων των τομέων της οικονομίας στην Ελλάδα σε σχέση με την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης έρχεται επί της ουσίας να διαχειριστεί μία τέτοια πρόταση νόμου για το κλίμα, προστατεύοντας ταυτόχρονα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας στην Ελλάδα το αργότερο έως το 2045 θα αποτελέσει τον δεσμευτικό στόχο του νόμου για όλους τους τομείς της οικονομίας και της ελληνικής κοινωνίας. Δύσκολο το εγχείρημα, αν αναλογιστεί κανείς πού βρισκόμαστε σήμερα.

Η πανδημία, ωστόσο, μας έδειξε ότι η μετάβαση είναι εφικτή. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, στο επίκεντρο ενός τέτοιου καινοτόμου και φιλόδοξου νόμου θα πρέπει υπάρχει διαφάνεια, δικαιοσύνη, συμμετοχή και βιωσιμότητα. Τα ίδια δηλαδή βασικά συστατικά που θα κάνουν την ανάκαμψή μας από την πανδημία πραγματικά δίκαιη και πράσινη, η οποία όμως δεν σταματά στο Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης που εγκρίθηκε πρόσφατα από την ΕΕ.  

Τόσο ο κλιματικός νόμος όσο και η στρατηγική για την ανάκαμψη θα πρέπει να αποσκοπούν σε διαρθρωτικές αλλαγές της οικονομίας μας με κοινωνικά δίκαιο τρόπο και όχι σε αλλαγές του κλίματος και της βιοποικιλότητας. Δεδομένου ότι η μείωση των εκπομπών πρέπει να είναι εμπροσθοβαρής, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της να πραγματοποιηθεί ως το 2030, η τρέχουσα οικονομική και ενεργειακή πολιτική της χώρας οραματίζεται τη μετατροπή της Ελλάδας σε μία “οικονομία ορυκτού αερίου”.

Μία φιλόδοξη κλιματική και περιβαλλοντική πολιτική δεν συνάδει με επενδύσεις σε παρωχημένους ενεργειακούς πόρους που υπονομεύουν την όποια προσπάθεια για ουσιαστική ανάκαμψη και υποθηκεύουν το μέλλον των επόμενων γενεών. 

Pedro Armestre© Pedro Armestre / Greenpeace

.





ΠΗΓΗ