Η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία ανοίγει τον δρόμο για την ανανέωση του πολύπαθου στόλου της χώρας, μια διαδικασία πολύχρονη και κοστοβόρα. Στην πορεία αυτή η Ελλάδα θα έχει πλέον πρόσβαση και στη γαλλική τεχνολογία, καθώς η επιλογή των φρεγατών Μπελαρά σηματοδοτεί την προνομιακή πλέον είσοδο της γαλλικής βιομηχανίας στο Πολεμικό Ναυτικό. Ως τώρα το Ναυτικό βασιζόταν σε ευρωπαϊκά μεν πλοία, με αμερικανικό όμως οπλισμό. Τώρα θα αποκτήσει και δεύτερη πηγή οπλισμού, όπως συμβαίνει και με την Αεροπορία.

Η Ελλάδα, καθώς είναι υποχρεωμένη να διατηρεί Ένοπλες Δυνάμεις δυσανάλογα μεγάλες για τα οικονομικά μεγέθη της, έχει καταλήξει σε μία πολιτική «επιλεκτικής ενίσχυσης». Αγοράζει δηλαδή ολιγάριθμα, αλλά κορυφαία οπλικά συστήματα, που μπορούν να της προσφέρουν υπεροπλία «στα σημεία», πλαισιώνοντάς τα, όμως, υποχρεωτικά με πεπαλαιωμένο υλικό, μειωμένων δυνατοτήτων.

Η συμφωνία αποτελεί μία χρυσή τομή ανάμεσα στην ποιότητα και την ποσότητα, με 3+1 φρεγάτες υψηλών δυνατοτήτων (Μπελαρά) και πιθανότατα άλλες 3+1 κορβέτες (Γκόγουιντ), που μπορούν να πλαισιώσουν τις πρώτες και να λειτουργήσουν ουσιαστικά ως ελαφρές φρεγάτες γενικών καθηκόντων. Μην ξεχνάμε ότι οι φρεγάτες που χρήζουν αντικατάστασης είναι 10 (η μία έχει ήδη αποσυρθεί), ενώ ακολουθούν υποβρύχια, πυραυλάκατοι και άλλα πλοία.

Χάρη στην περίφημη «Φρεγατιάδα» που απασχόλησε την κοινή γνώμη το τελευταίο έτος, οι δυνατότητες των Μπελαρά έχουν αναλυθεί επαρκώς και τα μεγάλα «ατού» της, όπως το ισχυρό ραντάρ και οι πύραυλοι μεγάλης εμβέλειας είναι γνωστά. Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί και άλλο ένα πλεονέκτημά τους: η ταχεία παράδοση, καθώς η Ελλάδα θα λάβει τα πλοία που προορίζονταν για το γαλλικό ναυτικό.

Δυστυχώς, η δεκαπενταετής εγκατάλειψη των Ενόπλων Δυνάμεων υποχρεώνει σήμερα την Ελλάδα να δώσει προτεραιότητα στο στοιχείο της γρήγορης παράδοσης, έναντι άλλων ανταλλαγμάτων, όπως θα ήταν, υπό κανονικές συνθήκες, η ναυπήγηση των πλοίων σε ελληνικά ναυπηγεία (τα οποία, παρεμπιπτόντως δεν είναι ακόμη λειτουργικά). Όπως και με τα Ραφάλ, λοιπόν, έτσι και με τις φρεγάτες, η επιλογή της Γαλλίας μας επιτρέπει να «κόψουμε δρόμο», προσφέροντας μια ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος, που υπό κανονικές συνθήκες θα χρειαζόταν αρκετά χρόνια.

Οι κίνδυνοι

Δύο είναι οι βασικοί κίνδυνοι που παρουσιάζονται από τα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα των Μπελαρά και των Ραφάλ. Ο πρώτος είναι η αγορά πανάκριβων οπλικών συστημάτων αιχμής να εξαντλήσει τους πόρους του υπ. Εθνικής Αμύνης, να παραπέμψει στις καλένδες άλλες εξοπλιστικές ανάγκες, καθώς το υπόλοιπο υλικό των Ενόπλων Δυνάμεων είναι πεπαλαιωμένο και χρήζει μαζικής αντικατάστασης.

Τα 24 Ραφάλ είναι ασφαλώς αεροπλάνα κορυφαίων δυνατοτήτων, αλλά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν έναν στόλο 200 μαχητικών αεροσκαφών, ούτε ασφαλώς αρκούν οι 3 Μπελαρά για να ανανεωθεί ένας ολόκληρος στόλος δεκάδων πλοίων, πολλά εκ των οποίων έχουν ηλικία μεγαλύτερη των κυβερνητών τους. Γι’ αυτό και οι αμυντικοί προϋπολογισμοί πρέπει πάντα να ισορροπούν ανάμεσα στην αγορά νέων όπλων, την υποστήριξη των υπαρχόντων και τα υπόλοιπα κονδύλια για πυρομαχικά, εκπαίδευση κ.λπ.

Ο δεύτερος κίνδυνος, είναι να αποτελέσουν οι αγορές αυτές πυροτεχνήματα, χωρίς συνέχεια. Η αρχική αγορά τους μπορεί εύκολα να απαξιωθεί, εάν δεν υπάρξει μέριμνα για τη συνεχή επιχειρησιακή αξιοποίησή τους. Πρόκειται για ένα σενάριο που έχουμε δει συχνά στο παρελθόν, καθώς η Πολιτεία αγόραζε συχνά πανάκριβα οπλικά συστήματα, τα οποία στη συνέχεια παρατούσε στην τύχη τους (βλ. άρματα χωρίς πυρομαχικά, υποβρύχια χωρίς τορπίλες, αεροπλάνα χωρίς ανταλλακτικά κ.λπ.).

Και στις δύο περιπτώσεις, το ζήτημα δεν είναι απλά οικονομικό, αλλά πολιτικό και έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιμετωπίζει η πολιτεία τους εξοπλισμούς. Εάν βλέπει σ’ αυτούς ένα εργαλείο για να ισχυροποιήσει την αμυντική θωράκιση της χώρας, τότε ασφαλώς θα προνοήσει να διαμορφώσει τον αμυντικό προϋπολογισμό με τέτοιο τρόπο, ώστε η αγορά νέων όπλων να μην υπονομεύει τις ικανότητες του υπόλοιπου στρατεύματος.

Αν πάλι η κυβέρνηση βλέπει τους εξοπλισμούς μόνον σαν ένα μέσο για να «εξαγοράσει» με μερικά δισεκατομμύρια τη διπλωματική υποστήριξη μια χώρας, τότε είναι δεδομένο ότι η επένδυση που γίνεται σε αεροπλάνα και πλοία θα απαξιωθεί πολύ γρήγορα.

Μην ξεχνάμε ότι, κατά τη διάρκεια της ελληνοτουρκικής κρίσης του περασμένου καλοκαιριού, ένα από τα μεγάλα «ατού» της Πολεμικής Αεροπορίας, τα Μιράζ 2000 με τους αντιπλοϊκούς πυραύλους Εξοσέτ, δεν ήταν διαθέσιμο, καθώς είχαν καθηλωθεί στο έδαφος από την έλλειψη ανταλλακτικών. Η ανανέωση του στόλου προσφέρει μεγαλύτερη αποτρεπτική ισχύ από την υπογραφή μιας αμυντικής συμφωνίας, όσο απαραίτητη κι αν είναι η δεύτερη. Στην ειδησεογραφία που ακολούθησε τη συμφωνία, λοιπόν, η φρεγάτα Μπελαρά οφείλει να είναι ο πρωταγωνιστής και όχι ο κομπάρσος.

Συμμαχία ή προστασία;

Την έκφραση «beggars can’t be choosers» (οι ζητιάνοι δεν μπορούν να επιλέγουν) είχε αναφέρει ο τέως Αμερικανός ακόλουθος Άμυνας, σε μία διαδικτυακή συζήτηση για τα πλοία που θα μπορούσε να προτείνουν οι Η.Π.Α. στην Ελλάδα ως «ενδιάμεση λύση». Ήταν μια ατυχής διατύπωση, που συμπύκνωνε όμως το αποτέλεσμα της ως τώρα ακολουθούμενης πολιτικής της υποτέλειας και του κατευνασμού. Μια χώρα σε αναζήτηση προστασίας είναι έρμαιο στις αποφάσεις των προστατών της. Μια χώρα σε αναζήτηση συμμάχων, ανεξάρτητη και αποφασισμένη, μπορεί να έχει πολύ καλύτερα αποτελέσματα.

Δεν είναι, λοιπόν, τα τρία δισεκατομμύρια των Μπελαρά που θα φέρουν τους Γάλλους στο Αιγαίο, αλλά η αποφασιστικότητα της χώρας να χρησιμοποιήσει τις Μπελαρά απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Ο σύμμαχος θα σε υπολογίσει όταν δει ότι είσαι ο ίδιος αποφασισμένος να σταθείς στα πόδια σου. Η ελληνογαλλική συμφωνία μπορεί να σηματοδοτήσει μια στροφή της Ελλάδας προς τον δρόμο της ενεργητικής και ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής.

Όσον αφορά στις σχέσεις μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η συμφωνία δεν αποτελεί εμπόδιο. Αντιθέτως, μπορεί να τις θέσει σε νέες βάσεις. Πρώτον διότι αποδεικνύει ότι η Ελλάδα από «beggar» έγινε «chooser», αξιώνοντας αντίστοιχη μεταχείριση, και δεύτερον διότι αποδεικνύει ότι η Ελλάδα είναι πρόθυμη να διαδραματίσει ενεργότερο ρόλο στην περιοχή.

Αυτά είναι στοιχεία που ένας σύμμαχος τα εκτιμά πολύ περισσότερο από την πολιτική της υποτέλειας. Ακόμη και χώρες που τηρούν παραδοσιακά εχθρική στάση απέναντι στα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας, όπως η Γερμανία και η Μ. Βρετανία, θα υποχρεωθούν τώρα να λαμβάνουν πιο σοβαρά υπ’ όψιν τους την χώρα μας.

Το πνεύμα του νομοσχεδίουΜενέντεζ, άλλωστε, δεν κινείται στην κατεύθυνση της βοήθειας του αναξιοπαθούντος «καλού παιδιού» της γειτονιάς, αλλά στην κατεύθυνση της ενίσχυσης ενός ενεργού συμμάχου, με ρόλο στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Για να το πούμε και διαφορετικά, αν υπήρχε ποτέ κάποια πιθανότητα να δούμε τα θηριώδη αμερικανικά αντιτορπιλικά και καταδρομικά στο Πολεμικό Ναυτικό, η πιθανότητα αυτή είναι τώρα μεγαλύτερη.

Εν τέλει, μία ενεργητική και ανεξάρτητη πολιτική μπορεί να φέρει και συμμαχίες και συμφωνίες και υποστήριξη σε μια ώρα ανάγκης. Ακόμη περισσότερο, δε, μπορεί να υποχρεώσει μέχρι και χώρες που είναι απρόθυμες να σε συνδράμουν να το πράξουν. Κάτι τέτοιο κατόρθωσαν στο παρελθόν προσωπικότητες όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, εκμεταλλευόμενοι τις αντιθέσεις και τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Βέβαια, η ποιότητα του σημερινού πολιτικού προσωπικού της Ελλάδας μπορεί να μην μας προϊδεάζει για παρόμοια «κατορθώματα». Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι τελευταίες εξελίξεις συνιστούν ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση.





ΠΗΓΗ