Η πρόκληση Ερντογάν στην Αμμόχωστο αποκαλύπτει τρεις συγκεκριμένες Τουρκικές επιδιώξεις.

Την αλλαγή, πρώτον, του καθεστώτος της Αμμοχώστου και την ένταξη της στο ψευδοκράτος.

Την απόρριψη, δεύτερον, οποιασδήποτε ”λύσεως”, που θα έθετε, ακόμη και εμμέσως, υπό αμφισβήτηση το χωριστό Τουρκοκυπριακό κράτος στην Κύπρο.

Ο Ερντογάν θέλει σ′ αυτό μια ξεκάθαρη ”λύση” Τουρκοκυπριακού κράτους,που θα του επιτρέπει, χωρίς παρεμβολές τρίτων και οποιουσδήποτε περιορισμούς, να αξιοποιεί για τα στρατηγικά του σχέδια στην Ανατολική Μεσόγειο τον πολύτιμο στρατηγικό χώρο της Κύπρου. Ο στόχος αυτός είναι κατάδηλος από τη σπουδή του Ερντογάν να εξαγγείλει τη δημιουργία βάσεως μη επανδρωμένων αεροσκαφών στο Λευκόνοικο και ναυτικής βάσεως στο Τρίκωμο, βόρεια της Αμμοχώστου.

Ο Ερντογάν σπεύδει να προκαταλάβει, με τις εξαγγελίες αυτές, οποιαδήποτε Ελληνική αυταπάτη ότι η Τουρκική πλευρά θα συγκατατεθεί, στο πλαίσιο της συζητούμενης ”λύσεως”, στον τερματισμό της Τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο.

Η επίσκεψη Ερντογάν αποκαλύπτει όμως, κατά τρίτο λόγο, και Τουρκική παλινωδία στο εδαφικό.

Η Ελληνική πλευρά προέβη σε αδιανόητες υποχωρήσεις για να επιτύχει, υποτίθεται, σημαντική επιστροφή εδαφών. Όταν όμως η Τουρκική πλευρά προχωρεί στην ενσωμάτωση στο ψευδοκράτος και της Αμμοχώστου, η οποία δεν περιλαμβανόταν στα αρχικά σχέδια του Αττίλα, πιστεύει κανείς ότι προτίθεται η Τουρκική πλευρά να προβεί σε σημαντικές εδαφικές αναπροσαρμογές;

Γινόταν παλιά λόγος για επιστροφή της Καρπασίας, του Μόρφου, της Αμμοχώστου. Η Αγκυρα έκλεισε σταδιακά την πόρτα και για τις τρεις αυτές περιοχές. 

Με δέλεαρ το εδαφικό, η Τουρκική πλευρά έσυρε την Ελληνική πλευρά στην αποδοχή της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, που είναι το τελευταίο στάδιο πριν το χωριστό, κυρίαρχο κράτος. Τώρα θέτει ως προϋπόθεση και διεκδικεί ακριβώς αυτό.

Ο Ερντογάν θέλει το αστέρι ενός Τούρκικου κράτους στην Κύπρο να μπει στη σημαία που ονειρεύεται μιας Τουρκικής συνομοσπονδίας, που θα περιλαμβάνει το Αζερμπαϊτζάν και αλλά Τουρκόφωνα και Μουσουλμανικά κράτη, που θα μπορέσει να προσελκύσει ή να δημιουργήσει, όπως φιλοδοξεί να κάνει στην κατεχόμενη Βόρεια Συρία.

Τα πράγματα είναι σαφή από την Τουρκική πλευρά και δεν πρέπει να συσκοτίζονται από γεγονότα που έχουν ηχηρή συμβολική σημασία, αλλά δεν μπορούν να επηρεάσουν τη φορά των πραγμάτων.

Ενα από αυτά είναι η στάση που τήρησαν ορισμένα Τουρκοκυπριακά κόμματα, τα οποία δεν ευθυγραμμίστηκαν με την πολιτική Ερντογάν.

Υπάρχει μία σημαντική μερίδα Τουρκοκυπρίων, η οποία ανησυχεί πραγματικά για τα σχέδια Ερντογάν, γιατί βλέπει να απομακρύνεται μια ”λύση” διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, που κυριολεκτικά τους τα δίνει όλα. 

Η μειοψηφία του 18% αναγορεύεται σε ισότιμη του 80 %, με βέτο σε όλα τα επίπεδα, με εκ περιτροπής Προεδρία, με ”ισότιμο” ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η πολιτική Ερντογάν, που προτάσσει, βεβαίως, τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας και μια Ισλαμιστική ιδεολογία, που προκαλεί φόβο για τον τρόπο ζωής που συνεπάγεται, δεν ενθουσιάζει, προφανώς, όλους τους Τουρκοκυπρίους.

Αντιθέτως, ο συνεχιζόμενος εποικισμός έχει ήδη καταστήσει μειοψηφία τους Τουρκοκυπρίους στα κατεχόμενα.

Ειναι λογικό, επομένως, μια μερίδα των Τουρκοκυπρίων να ανησυχεί και να διαμαρτύρεται.

Ενώπιον των παραπάνω σαφών Τουρκικών επιδιώξεων, τι πράττει η Ελληνική πλευρά;

Είναι θετικό οι υπάρχουν διεθνείς διαμαρτυρίες για την πρόκληση Ερντογάν στην Αμμόχωστο.

Είναι θετικό ότι οι ΗΠΑ δεν συμβάδισαν, τη φορά αυτή, με τη Μεγάλη Βρετανία στο Συμβούλιο Ασφαλείας και πήραν θέση θετική υπέρ της Κύπρου. Το γεγονός αυτό δείχνει την απόσταση που χει διανυθεί από το 1974, την πολιτική Κίσσιγκερ και την αλλαγή, που έχει συντελεσθεί στα στρατηγικά δεδομένα της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Κύπρος έχει σήμερα ισχυρούς στρατηγικούς συμμάχους. Πρέπει να υπογραμμισθεί επίσης η θετική στάση στο Συμβούλιο Ασφαλείας των τριών παραδοσιακών υποστηρικτών της Κύπρου, της Ρωσίας, της Γαλλίας και της Κίνας. 

Ποια συνέχεια όμως θα δοθεί; Ηδη η Μεγάλη Βρετανία εδειξε τις προθέσεις της, με το απαράδεκτο κείμενο που πρότεινε για τη δήλωση του Προέδρου του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε το τι επιδιώκει η Μεγάλη Βρετανία στην Κύπρο, το οποίο έχουμε υπογραμμίσει και σε προηγούμενα άρθρα.

Η Μ. Βρετανία δεν θέλει Κυπριακό κράτος με πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία. Δεν το ήθελε το 1960 και συνεργάσθηκε με την Άγκυρα για την επιβολή μιας δεσμευμένης και εγγυημένης ανεξαρτησίας. Δεν το θέλει και σήμερα, γιατί πιστεύει ότι αυτό είναι ασυμβίβαστο με το στρατηγικό ρόλο των Βρετανικών βάσεων.

Βλέπει, π. χ . ότι ακόμη και η ημικατεχόμενη Κύπρος, επειδή αναγνωρίζεται διεθνώς ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, μπορεί και συνάπτει συμμαχίες με αλλάς χώρες, μπορεί η ίδια να προχωρήσει σε αμυντική θωράκιση και μπορεί επίσης να αναβιώσει και να ενισχύσει το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου με την Ελλάδα.

Δεν είναι κάτι που αρέσει στη Μ. Βρετανία, η οποία πιστεύει ότι αυτό φαλκιδεύει το ρόλο και τη σημασία των βάσεων. Συνεργάζεται γι ′ αυτό με την Τουρκία για να επιτύχει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το πρόσχημα μιας δήθεν ”λύσεως”, που θα την υποκαθιστούσε με ένα πλαδαρό δικέφαλο μόρφωμα, που δεν θα είχε καμιά πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία και θα ηταν υπο τον γεωπολιτικό έλεγχο της σύμμαχης Άγκυρας, με την περιβόητη ”πολιτική ισότητα” του 50% με 50 % .

Η Τουρκική αδιαλλαξία, με την εμμονή σε ”λύση” δυο κρατών, καθιστά μονόδρομο για την Ελληνική πλευρά τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής στρατηγικής, αφού η Ελληνική πλευρά έχει εξερευνήσει το δρόμο του κατευνασμού μέχρι την άκρη του γκρεμού, καλείται σήμερα να πράξει, έστω και πολύ καθυστερημένα, αυτό που δεν έπραξε το 2004, όταν απερρίφθη άπω το λαό το σχέδιο Ανάν και ενετάχθη η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το σχέδιο Ανάν είχε ενσωματώσει τη διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, που προβάλλεται σήμερα διεθνώς ως λάβαρο δήθεν αγώνα. Το σχέδιο και η διζωνική ομοσπονδία απερρίφθησαν άπω το λαό, με συντριπτική πλειοψηφία, ακόμη και υπό την απειλή ότι η απόρριψη του σχεδίου θα έθετε σε κίνδυνο την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ενας άπω αυτούς που ανέλαβαν να μεταφέρουν προσωπικά την απειλή στον Πρόεδρο της Κύπρου ήταν και η τότε Ευρωπαία Επίτροπος Αννα Διαμαντοπούλου. Η τελευταία μίλησε με πολλή ”σκληρή” γλώσσα στον Κύπριο Πρόεδρο, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπης. Μόνο η μεγάλη ευγένεια και η διπλωματική αβρότητα του αείμνηστου Τάσου Παπαδόπουλου του επέτρεψαν να αντιπαρέλθει με αυτοσυγκράτηση την ανάρμοστη και θλιβερή αυτή παρέμβαση.

Η Αννα Διαμαντοπούλου επανέρχεται σήμερα, με αφορμή την Αμμόχωστο, για να ισχυρισθεί ότι, εάν είχε γίνει δεκτό το σχέδιο Ανάν, θα είχε παραδοθεί η Αμμόχωστος, εδώ και 17 χρόνια, στους κατοίκους της. Δεν μας λέει , όμως, τι θα είχε γίνει η Κύπρος, με την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον συνεταιρισμό του 50 % με 50 % .

Η Κύπρος έχει σήμερα στο πλευρό της ισχυρούς στρατηγικούς συμμάχους.

Το πρόβλημα της, δύστυχως , ειναι το εσωτερικό μέτωπο και ο αποπροσανατολισμός που έχει υποστεί έπη δεκαετίες.

Οι ηγεσίες των δυο μεγαλυτέρων κομμάτων ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, υπ την έντονη επιρροή του Βρετανικού παράγοντα, που ενεργεί και με εγκάθετους στον ΟΗΕ, οδήγησαν το Κυπριακό σ′ ένα τραγικό αδιέξοδο, με τη σύμπραξη ενος Προέδρου, παλαιού υπερμάχου του σχεδίου Ανάν, που απεδείχθη, δύστυχος, κατώτερος των περιστάσεων.

Η προκλητική αδιαλλαξία του Ερντογάν είναι προσκλητήριο προς όλους να αφυπνισθούν και να αφήσουν τις ανεδαφικές αναζητήσεις και τους παραλογισμούς για δήθεν ”λύση”, με βάση τη διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα και δύο ”ίσα” συνιστωντα κράτη, που παραπέμπουν, στην πραγματικότητα, σε συνομοσπονδία, υπό το ψευδώνυμο της ομοσπονδίας.

Η Ελληνική πλευρά δεν έχει πλέον άλλη επιλογή από: 

α. την ανάδειξη και προβολή του Κυπριακού ως προβλήματος εισβολές και κατοχής και οι ως διακοινοτικής διαμάχης 

β. την αναφορά στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο ως βάση για τη λύση της εσωτερικής πτυχής και στην αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων ως αναγκαίου όρου για τη λύση της διεθνούς πτυχής. 

γ. την αναβίωση και ενίσχυση του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος – Κύπρου 

δ. τη διεθνοποίηση του Κυπριακού, με σύνθημα την αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων και την περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων της Κύπρου με τους στρατηγικούς της συμμάχους 

ε. την εγκατάλειψη άπω την Ελλάδα της προσχηματικός πολιτικής ”Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται”. Εάν χαθεί η Κύπρος, το πλέγμα θα ήταν ολέθριο για ολόκληρο τον Ελληνισμό.

Η αναχαίτιση του Τουρκικού επεκτατισμού στην Κύπρο ειναι αναγκαίος ορός για τη γενικότερη Ελληνική αποτροπή.

Μπορεί σήμερα αυτή να διασφαλισθεί, υπό τους ευνοϊκούς όρους που δημιουργούν η αλλαγή όπερ της Ελληνικής πλευράς του στρατηγικού περιβάλλοντος στην Ανατολική Μεσόγειο και οι περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες Ελλάδος και Κύπρου.

 

Περικλής Νεάρχου,

Πρέσβυς ε. τ.

 





ΠΗΓΗ