Το καλοκαίρι του 1989 ο Φράνσις Φουκουγιάμα δημοσίευε στο νεοσυντηρητικό National Interest ένα σύντομο δοκίμιο με τον ρητορικό τίτλο «Το τέλος της Ιστορίας;», όπου υποστήριζε ότι ο πολιτικός φιλελευθερισμός και η οικονομία των αγορών καθίσταντο πλέον τόσο κυρίαρχες ιδεολογίες που κανένα άλλο σύστημα δεν θα διακήρυττε την ιδεολογική του ανωτερότητα.
Με τον προ δεκαετιών θάνατο του φασισμού και τον διαφαινόμενο θάνατο του κομμουνισμού, άλλους ιδεολογικούς ανταγωνιστές δεν έβλεπε πέραν της θρησκείας και του εθνικισμού, χωρίς όμως να τους δίνει μεγάλο βάρος–του Ισλάμ συμπεριλαμβανομένου!
Ο Φουκουγιάμα διαχώριζε τα κράτη που θα έμεναν «κολλημένα στην ιστορία» από εκείνα που θα μετέβαιναν στο «τέλος της ιστορίας». Συγκρούσεις θα συνεχίζονταν, όμως οι μεγάλης κλίμακας συγκρούσεις χάριν ιδεολογιών θα ήταν παρελθόν.
Με την αυτοδιάλυση της ΕΣΣΔ το δοκίμιο επεκτάθηκε σε βιβλίο («Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος», 1992)· με την ολοκλήρωση του αμερικανικού θριάμβου ο Φουκουγιάμα αφαίρεσε το ερωτηματικό από τον αρχικό τίτλο.
Εκεί διευκρίνιζε ότι ως «τέλος της ιστορίας» δεν εννοούσε το τέλος των γεγονότων, αλλά το τέλος της Εγελιανής διαλεκτικής που παράγει σύνθεση· απέναντι στην φιλελεύθερη «θέση» δεν θα υπήρχε «αντίθεση» άξια λόγου. «There is no alternative», κατά την Θάτσερ.
Ο Νιτσεϊκός «τελευταίος άνθρωπος», ο μοντέρνος άνθρωπος ο κατοικοεδρεύων στην… Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα διοχέτευε την ανάγκη αναγνώρισης και διάκρισης στην καριέρα και σε «μη ιστορικές» δοκιμασίες: extreme sports για τα άτομα, Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου για τα Έθνη.
Σήμερα
Τρεις δεκαετίες αργότερα, η Ρωσία έχει ανανήψει από την εντατική του «φιλελεύθερου καπιταλισμού» με δικό της εθνικό όραμα.
Ο «Σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά» έχει δημιουργήσει μια οικονομική–και στρατιωτική;–υπερδύναμη.
Το Ισλάμ παγιώνεται πολιτικά: η Ισλαμική επανάσταση στο Ιράν, ο ισλαμοφασισμός στην Ερντογανική Τουρκία, οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, οι Σαλαφιστές στην Σαουδική Αραβία κλπ. Ακόμη και εντός Δυτικών δημοκρατιών, ισλαμικοί θύλακες–ακόμη και Ευρωπαίων πολιτών–απορρίπτουν το Δυτικό μοντέλο στην ίδια του την έδρα.
Εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι «ανελεύθερες δημοκρατίες» του Βίζεγκραντ απορρίπτουν το φιλελεύθερο μοντέλο που τόσο αγκάλιασαν στην πρώιμη μετακομμουνιστική περίοδο.
Η αντιπαράθεση δεν αφορά μόνον υλικούς πόρους· είναι και ιδεολογική. Ξεχωριστά πολιτικά, πολιτισμικά και οικονομικά μοντέλα αμφισβητούν εκείνο των φιλελεύθερων αγορών.
Το «τέλος της ιστορίας» δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Σκοπός μου δεν είναι ούτε να χλευάσω των Φουκουγιάμα, ούτε να κάνω βιβλιοκριτική μετά τριακονταετία. Παρά τις προκαταλήψεις του, το βιβλίο εξετάζει με ευαισθησία πολλά διλήμματα του σύγχρονου ανθρώπου. Και παρά την εσχατολογία του, αναγνωρίζει την «βαρεμάρα» που θα φέρει το «τέλος της ιστορίας» και το ανικανοποίητο που θα αφήσει σε πολλούς. Μάλιστα, είχε την ειλικρίνεια να αναθεωρήσει εν μέρει στο πιο πρόσφατο βιβλίο του: «Ταυτότητα: Η απαίτηση για αξιοπρέπεια και η πολιτική της μνησικακίας» (2018).
Το θέμα μας εδώ δεν είναι αν ο Φουκουγιάμα έγραφε ως προπαγανδιστής της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, ή αν έκανε μια ειλικρινή, καίτοι εσφαλμένη, απόπειρα πρόβλεψης.
Το θέμα μας είναι ότι όσο κι αν το αφήγημά του το έχουν εν τοις πράγμασι ανατρέψει οι «κολλημένοι στην ιστορία», οι Δυτικές ελίτ συνεχίζουν να το πιστεύουν.
Ο προ τριακονταετίας Φουκουγιάμα, παρότι ξεπερασμένος παραμένει επίκαιρος!
Η Ευρώπη
Ο ευρωπαϊκός πόθος εξόδου από την ιστορία ξεκινά τουλάχιστον από το 1945. Ο Jean Monnet, θεμελιωτής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ήταν στενά συνδεδεμένος με το αμερικανικό κατεστημένο από τον ΒΠΠ–«αγαπημένος των Αμερικανών» κατά τον Geir Lundestad–και προώθησε επιτυχώς το όραμα της ενωμένης Ευρώπης υπό αμερικανική ηγεμονία.Ο Κίσινγκερ ομολογούσε ότι οι ΗΠΑ στήριξαν την ευρωπαϊκή ενότητα με όλες τους τις δυνάμεις ως «μέσον να ενισχύσουν την Δύση».
Ο σταδιακός θεσμικός αυτοχειριασμός των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ, προϊούσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, προανήγγειλε τον Φουκουγιάμα. Σειρά πολιτικών αρμοδιοτήτων εκχωρείτο από τις εθνικές κυβερνήσεις σε υπερεθνικά τεχνοκρατικά διευθυντήρια: άνθρακας και χάλυβας, τελωνειακή και αγροτική πολιτική, νόμισμα, έλεγχος των συνόρων, δικαιοσύνη.
Με κάθε αρμοδιότητα που εκχωρείτο, ένας ομαδικός στεναγμός ανακούφισης ακουγόταν από εθνικά κοινοβούλια και κυβερνήσεις. Ανακούφιση που δεν θα χρειαζόταν να αναλάβουν την ευθύνη καθορισμού αυτών των πολιτικών. Ανακούφιση που δεν θα είχαν να λογοδοτήσουν στους πολίτες τους. Μπορούσαν να δείχνουν προς τις Βρυξέλλες λέγοντας: «Δεν φταίμε εμείς, είναι οι ευρωπαϊκές μας δεσμεύσεις», προτού σπεύσουν να αναλάβουν κι άλλες.
Έτσι οι Ευρωπαίοι έβγαιναν από την ιστορία αφού οι μεγάλες αποφάσεις είναι επικίνδυνη δουλειά. Πόσες απόπειρες δεν έγιναν εναντίον της ζωής του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Στρατηγού Ντε Γκώλ ή του Φιντέλ Κάστρο; Αντιθέτως, η διαχείριση είναι ένα άνετο και ευυπόληπτο επάγγελμα, που σου επιτρέπει να γυρνάς σπίτι σου τα βράδια, με κάποια διαλείμματα για κοκταίηλ στο Νταβός, ή στο Φόρουμ των Δελφών. Αυτό είχε πλήρως κατανοήσει ο Φρανσουά Μιτεράν:«Είμαι ο τελευταίος των μεγάλων Προέδρων… Λόγω της Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης τίποτα δεν θα είναι το ίδιο… Δεν θα υπάρχουν παρά χρηματιστές και λογιστές».
Τις μεγάλες αποφάσεις αναλάμβαναν οι ενήλικες στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. «Τώρα είμαστε αυτοκρατορία, και όταν δρούμε δημιουργούμε την δική μας πραγματικότητα»είχε πει υψηλόβαθμος επιτελής του G. W. Bush το 2002–φράση που αποδόθηκε στον Carl Rove. Οι γονείς δρουν, και αν τα παιδιά διαφωνούν, «Fuck the EU», με την ωμή ειλικρίνεια της Βικτώρια Νούλαντ.
«Ιστορικές» αρμοδιότητες, όπως η άμυνα, εκχωρήθηκαν στο άλλο σκέλος της ατλαντικής αυτοκρατορίας, το ΝΑΤΟ, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν προοριζόταν να αποκτήσει αμυντική και διπλωματική αυτονομία. Παραφράζοντας τούς προγραμματιστές, ο «οικονομικός γίγαντας και γεωπολιτικός νάνος» δεν είναι bug, είναι feature.
Με την σοβιετική διάλυση, ατενίζοντας από το Βέλγιο ή την Σουηδία, το «τέλος της ιστορίας» έμοιαζε τόσο νομοτελειακό και βολικό που μόνον ένας ηλίθιος θα το αμφισβητούσε ή θα το απευχόταν.
Και η Ελλάδα;
Η γεωγραφία όμως είχε φροντίσει η Ελλάδα να μην είναι ποτέ Βέλγιο ή Σουηδία.
Κι όμως, προσπαθήσαμε με ζεϊμπέκικα και κουμπαριές να πείσουμε την Τουρκία να «ξεκολλήσει από την ιστορία». Το φοβικό σύνδρομο ντυνόταν φιλελεύθερα και οικονομίστικα σχήματα: «θα μπουν στην ΕΕ, θα τους αγοράσουμε καμιά τράπεζα, θα εκδημοκρατίσουν τους θεσμούς τους και θα τους εξημερώσουμε». Φαντάζομαι Σμυρνιούς, Κωνσταντινουπολίτες και Κερυνειώτες μεγαλοαστούς να συζητούν ακριβώς τα ίδια λίγο πριν την καταστροφή τους. Τα ίδια ακούμε και από σημερινούς Κολωνακιώτες.
Η Τουρκία όμως ποτέ δεν θέλησε να γίνει μετα-ιστορική. Ενόσω Έλληνες και Ευρωπαίοι, πολιτικοί προσπαθούν άρον-άρον να κλείσουν θέματα–Σκοπιανό, μεταναστευτικό–και να επιστρέψουν από την πολιτική στην διαχείριση, η Τουρκία δεν παύει να εφευρίσκει καινούργια. Από την εισβολή στην Κύπρο και το casus belli, φτάνουμε στον Σουλτάνο που, προσωπικά, δεν παύει να με εκπλήσσει με την δραστηριότητά του.
Ανάμιξη στην Συρία, κατάρριψη του ρωσικού Σουκόι, S-400, «Γαλάζια Πατρίδα», τουρκολιβυκό μνημόνιο, μισθοφόροι στην Λιβύη, επίθεση στον Έβρο, Ορούτς Ρέις, Αγία Σοφία, Βαρώσι, εμπλοκή σε Αζερμπαϊτζάν, Ουκρανία, Αφγανιστάν! Σύσσωμο το ευρωπαϊκό πολιτικό προσωπικό ασθμαίνει πίσω από τον «κουρασμένο», «απομονωμένο» και «τελευταίο στα δημοψηφίσματα» Σουλτάνο. Που σκαρφίζεται σχέδια, όπως το κανάλι της Κωνσταντινούπολης, που ούτε σεναριογράφος δεν θα φανταζόταν.
Ούτε όλα θα του βγουν, και ζημιές θα πάθει. Όμως δημιουργεί τετελεσμένα,«κολλημένος στην ιστορία». Θεωρεί ότι είναι αυτοκρατορία που φτιάχνει την δική της πραγματικότητα, και ότι μερικές ματωμένες μύτες είναι λογικό τίμημα.
Ενάμιση χρόνο η τουρκική λίρα κατρακυλά, τα αποθεματικά μειώνονται, ο πληθωρισμός καλπάζει, τα F-35 ακυρώνονται, ο Μενέντεζ ωρύεται, ο Μπάιντεν δεν σηκώνει το ακουστικό, ο Ντράγκι τον αποκαλεί «δικτάτορα», ο Πεκέρ τον ξεμπροστιάζει. Και περιμένουμε το τουρκικό ναυάγιο σαν ώριμο φρούτο που δεν λέει να πέσει.
Ο Σουλτάνος υπομένει τους εξευτελισμούς του Πούτιν, υποκλίνεται στον Μπάιντεν και καλοπιάνει στον Σίσι, αλλά αυτές είναι τακτικές υποχωρήσεις και το πρόγραμμα συνεχίζεται: οι πράκτορές του αλωνίζουν σε Ευρώπη και Αφρική, τα μπαϊρακτάρ σε Ναγκόρνο Καραμπάχ και Πολωνία και ο ίδιος προσκεκλημένος στην διάσκεψη για την Λιβύη με την Ελλάδα εκτός.
Οι δικοί μας;
Οι Τσίπρας-Βαρουφάκης λύσαν το ζωνάρι οραματιζόμενοι να αναμορφώσουν την Ευρώπη, αλλά με μόνη εμπειρία στο 15μελές και στο αμφιθέατρο, δεν ήξεραν από ματωμένες μύτες. Κατέληξαν κλωτσοσκούφια του Σόιμπλε, του οποίου τα σημάδια έδειχναν ότι ήταν πιο σκληροτάχηλος. Ο δε Μητσοτάκης, διαμορφωμένος στο Χάρβαρντ και την McKinsey, άλλη αγωνία δεν έχει από το να είναι ο καλός μαθητής.
Ο «κακός μαθητής» Ερντογάν μιλά για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, δεν υπογράφει την UNCLOS, ενώ και τα Σκόπια γράφουν την Συμφωνία των Πρεσπών στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Και εμείς, οι καλοί μαθητές της διεθνούς νομιμότητας, δεν κατανοούμε ότι η Ιστορία είναι ένα απέραντο νεκροταφείο διεθνών συνθηκών και συμμαχιών.
Ότι το ΝΑΤΟ λειτουργεί κατευναστικά στις ενδοσυμμαχικές διαμάχες, άρα πόντους κερδίζει πάντα ο παραβάτης, και ότι ΕΕ ούτως ή άλλως δεν θα μας συνδράμει στρατιωτικά.
Οι Τούρκοι μιλάνε για «σύνορα της καρδιάς τους», «γαλάζια πατρίδα» και διχοτόμηση της Κύπρου, οι Αλβανοί για «Τσαμουριά», οι Σκοπιανοί για «Μακεδονία» και ο Ερντογάν χρησιμοποιεί τους λαθρομετανάστες ως σφαίρες.
Και οι ελίτ μας, μας έχουν πείσει ότι όταν μιλάμε για την Βόρειο Ήπειρο είμαστε «επεκτατιστές», για ελεύθερη Κύπρο «εθνικιστές», για ΑΟΖ «μοναχοφάηδες», για το Σκοπιανό «μακεδονομάχοι» και για παράνομη μετανάστευση «ρατσιστές».
Κατανοητό να καταπνίγουν τέτοιες συζητήσεις αφού αναδεικνύουν την διάθεσή τους να αποσυρθούν από το ιστορικό γίγνεσθαι. Γι’ αυτό μισούν τον Τάσο Ισαάκ, τον Σολωμό Σολωμού και τον Κωνσταντίνο Κατσίφα: διότι είχαν την αποκοτιά να θέλουν να συνεχίσουν την ιστορική τους ύπαρξη στην γη τους. Και αντί η Πολιτεία να τους τιμά, τα όργανά της τους αγνοούν ή τους διασύρουν. Σεβαστό ο Νιτσεϊκός «τελευταίος άνθρωπος» να μη θέλει να γίνει ήρωας… αλλά το να φθονεί αυτούς που είναι;
Διαλέξαμε τις ελίτ μας διότι μας μοιάζουν, ή μας έπλασαν κατ’ εικόνα τους; Θεωρώ το δεύτερο. Και υποσχόμενες το «τέλος της Ιστορίας», μας οδηγούν προς το τέλος της δικής μας Ιστορίας. Και εμείς εκλιπαρούμε: «Δώστε ό,τι χρειάζεται, αλλά αφήστε το αξιοπρεπές μεσοαστικό μας λάιφσταϊλ και να βγάζουμε το ιστιοπλοϊκό μας βόλτα μέχρι την Σαντορίνη». Και προσευχόμαστε ότι η «Γαλάζια Πατρίδα» θα σταματήσει στην μαρίνα Αλίμου και την Ψαρού.
«Εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε-γέλασε». Εφόσον οι γείτονές μας δεν έχουν πεισθεί ότι η Ιστορία τελείωσε, χρειαζόμαστε κι εμείς μια πολιτική δύναμη που θα μας κρατήσει στο ιστορικό γίγνεσθαι. Που θα μιλήσει για την δική μας γαλάζια πατρίδα από την Θάσο ως το Καστελόριζο, και για τα σύνορα της δικής μας καρδιάς στην Κερύνεια, την Ίμβρο και την Χιμάρα. Που θα σταματήσει το «δεν διεκδικούμε τίποτα». Που θα επεκτείνει τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια.
Μεταξύ του τυχοδιώκτη Αλκιβιάδη της Σικελικής εκστρατείας και του Κ. Σημίτη των Ιμίων, ή του γενναιόδωρου Κοντζιά των Πρεσπών, υπάρχει τεράστιο εύρος επιλογής–η γραμμή Δένδια είναι μια αρχή.
Δεν χρειάζεται να χτυπάμε την γροθιά στο μαχαίρι από τζάμπα μαγκιά και ναρκισσισμό, όπως με των Τσίπρα – Βαρουφάκη εμπνεύσεως δημοψήφισμα· ακόμη κι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο επαναστάτης του Θερίσσου, ήξερε να εμποδίσει με στρατό και αστυνομία την είσοδο των ενωτικών Κρητών βουλευτών στο ελληνικό κοινοβούλιο στις 19/5/1912, για να αποφύγει τον άκαιρο ερεθισμό των Τούρκων λίγο πριν το ξέσπασμα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου.
Όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η μη-σύγκρουση ως αυτοσκοπός μπορεί να είναι το ίδιο επικίνδυνη με την σύγκρουση ως αυτοσκοπό. Ίσως και πιο επικίνδυνη διότι αποθρασύνει.
Όταν ο γείτονας δεν κατανοεί παρά μόνον την ισχύ, πρέπει να είμαστε έτοιμοι για μια ματωμένη μύτη, ιδίως όταν η εναλλακτική είναι κομμένα άκρα ή ακόμα και το κομμένο μας κεφάλι.