Πλησιάζοντας έναν 20ετή κύκλο από την πρώτη αναφορά διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, αυτή η διαδικασία διαλόγου και συζητήσεων δεν ευδοκίμησε, καθώς η Τουρκία άλλα πράγματα επιζητούσε και επιζητεί, αντί του να οδηγήσουν αυτές σε μια συμφωνία και εν τέλει διαπραγμάτευση.
Και αν για την Ελλάδα η μόνη αποδεκτή διακρατική διαφορά μεταξύ των δυο κρατών είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, για την Τουρκία κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής της είναι η αμφισβήτηση κυριαρχίας συγκεκριμένων νησιών του Αιγαίου. Προσπάθεια την οποία διευρύνει με περαιτέρω διεκδικήσεις, πάντα με αγνόηση διεθνών συμφωνιών.
Ο κορυφαίος Έλληνας διπλωμάτης, πρέσβης ε.τ. Γεώργιος Σαββαΐδης, στα ΝΕΑ 16-17.1.2021, προσδιορίζει το περίγραμμα των διερευνητικών, την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, της υφαλοκρηπίδας, ζήτημα διεθνούς διαφοράς με μια Τουρκία που κινείται προς μια διαφορετική κατεύθυνση, που δεν διαμορφώνει συνθήκες διερεύνησης θέσεων, συγκλίσεων και αποκλίσεων, δημιουργίας συνθηκών για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σε μια διεθνή παραπομπή που η Ελλάδα δεν την αποφεύγει.
Σαράντα έξι χρόνια μετά από τις συνομιλίες σε υψηλό πολιτικό επίπεδο μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ το 1975, την αποτύπωση σε κοινό ανακοινωθέν της αποδοχής εκ μέρους της Τουρκίας για την παραπομπή στην Χάγη, αποσαφηνίζεται ότι η Τουρκία δεν έχει κάνει ειλικρινείς προσπάθειες για την επίτευξη διαλόγου με αποτελέσματα.
Στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο, η νέα περίοδος διερευνητικών επαφών, οφείλει να ανατροφοδοτήσει μια αναγκαία και ρεαλιστική συζήτηση για τα χρονικά, δεσμευτικά όρια του νέου αυτού κύκλου διερευνητικών επαφών, την προοπτική του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, την υιοθέτηση συνυποσχετικού.
Και οφείλει να προετοιμαστεί το πολιτικό σύστημα πάνω σε αυτό το πλαίσιο, με έμφαση στο συνυποσχετικό, κάτι που συνιστά συζήτηση και κύρωση σε κοινοβουλευτικό επίπεδο μιας μείζονος σημασίας διεθνή συμφωνία, με νομικές δεσμευτικές προτάσεις που θα εξουσιοδοτεί το Διεθνές Δικαστήριο.
Και στο νέο τοπίο της επανέναρξης των διερευνητικών, του οφέλους που θα έχουν ακόμα και για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, εφόσον η Τουρκία εγκαταλείψει την επιθετική ρητορική και στάση, μπορεί να διαμορφωθεί ένα θετικό τοπίο.
Και η Ελλάδα έχει συμφέρον από την μετατόπιση μιας Τουρκίας που τα τελευταία χρόνια με τις πρακτικές Ερντογάν, διεύρυνε το δημοκρατικό έλλειμμα, απομακρύνοντας την περισσότερο από την Ευρώπη και τις προοπτικές ένταξης, με επιθετική στρατιωτική δράση και εμπλοκή σε περιφερειακές διενέξεις, από την Λιβύη και την Συρία έως το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Κρίσιμο και ουσιαστικό στοιχείο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, κατ’ επέκταση στην ευρωτουρκική ατζέντα, είναι ο βαθμός εμπιστοσύνης. Στοιχείο στο οποίο η Άγκυρα επενδύει για να το καθιστά με διάρκεια ελλειμματικό, από την στιγμή που έχει εμμονές στους αλλοπρόσαλλους τακτικισμούς της.
Όμως ο διάλογος, οι διερευνητικές επαφές, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, δεν εξυπηρετούνται από μια Τουρκία που δεν δείχνει κανένα σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, δημιουργώντας έτσι πρόβλημα στην περιφερειακή σταθερότητα, επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία ως προς τις αρχές της συμμετοχής της σε Δυτικούς οργανισμούς, υπονομεύοντας το πλέγμα αυτών.
Στην μερική, αλλά σημαντική οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδος και Αιγύπτου, η Άγκυρα απάντησε με μια διπλωματική, αρνητικά δύστροπη θέση, που την εκθέτει ως προς τις αντιλήψεις της στα διεθνή θέματα.
Απέναντι σε αυτή την μη αποδοχή, Ελλάδα και Αίγυπτος διαμορφώνουν έναν στρατηγικό άξονα για την προστασία των νόμιμων κυριαρχικών τους δικαιωμάτων, που φθάνει μέχρι και την πρόσφατη υιοθέτηση από την Αίγυπτο και συμφωνία για αλλαγές των συντεταγμένων του θαλασσίου οικοπέδου 18 στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η υπογραφή της ΑΟΖ Ελλάδος και Αιγύπτου, μπορεί να λειτουργήσει στην κατεύθυνση ακύρωσης των σχεδίων του έτσι και αλλιώς προβληματικού τουρκολιβυκού μνημονίου, πιέζοντας την Άγκυρα να ακολουθήσει τον οδικό χάρτη προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, την ύπαρξη οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι συμφωνίες για την οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο στο πλαίσιο της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, προσδίδουν στρατηγικά πλεονεκτήματα στην ελληνική εξωτερική πολιτική, η οποία κινείται στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας, μέσα από ρεαλιστικούς, αμοιβαίους συμβιβασμούς.
Απέναντι σε αυτές τις συμφωνίες, οι δηλώσεις της Άγκυρας για διάλογο και για τις διερευνητικές συζητήσεις, είχαν τόση αξία, που κατέρρευσαν από την σπασμωδική αντίδραση στην διπλωματική ανακοίνωση της συμφωνίας Ελλάδος-Αιγύπτου.
Η Ελλάδα και η ΕΕ μπορούν να αναζητήσουν μια βήμα προς βήμα προσέγγιση με την Τουρκία, θέτοντας εξαρχής τους όρους της, αλλά και τα πλαίσια που θα την καθιστούν ζωντανή και διατηρήσιμη.
Όσο και αν η πολιτική τακτική του Ερντογάν δεν δημιουργεί εμπιστοσύνη, η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει η ΕΕ να στοχεύσει σε ένα δυναμικό πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Και αποτελεί ευκαιρία για την Άγκυρα να εγκαταλείψει τον επικίνδυνο δρόμο πρακτικών που απλά επενδύουν σε ένα ακροατήριο εσωτερικής κατανάλωσης. Να επιδείξει υπεύθυνη προσαρμογή στο ξεπάγωμα των ευρωτουρκικών ζητημάτων, για να γίνει επαναφορά της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας.
Η συζήτηση περί των σχέσεων Ελλάδος-Τουρκίας έχει πολύπλευρες πτυχές, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να επιμένει στο να την θέτει ως υπόθεση της ίδιας της Ευρώπης.
Υπόθεση που μπορεί να ενισχύσει την αναγκαιότητα μιας γνήσιας Κοινής Ευρωπαϊκής Εξωτερικής Πολιτικής, όχι δια μέσω εθνικών διακυβερνητικών συμφωνιών, άχρωμων Υψηλών Εκπροσώπων, αλλά μέσα από τις βαθιές δημοκρατικές, θεσμικές αλλαγές που θα τροποποιήσουν τις κοινοτικές συνθήκες προς μια ομοσπονδιακή κατεύθυνση, εξυπηρετώντας την αναζήτηση του αμοιβαίου ευρωπαϊκού συμφέροντος.