Η «νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών» είναι δημοκρατικός θεσμός, ο οποίος συνίσταται στο δικαίωμα των πολιτών να καταθέτουν απευθείας οι ίδιοι στην Βουλή προτάσεις νόμου, συγκεντρώνοντας τις απαιτούμενες υπογραφές.

Κατάθεση προτάσεων νόμου με πρωτοβουλία πολιτών, τις οποίες η Βουλή είναι υποχρεωμένη να συζητήσει, προβλέπεται στα Συντάγματα διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών όπως στην Ιταλία, εάν συγκεντρωθούν 50.000 υπογραφές, στην Αυστρία, με την συλλογή 100.000 υπογραφών και στην Ισπανία με την συλλογή 500.000 υπογραφών. Εξάλλου, σε 9 Πολιτείες των ΗΠΑ (Αλάσκα, Γιούτα, Μασαχουσέτη, Μέιν, Μίσιγκαν, Νεβάδα Ουαϊόμινγκ, Ουάσιγκτον και Οχάιο), ο θεσμός προβλέπεται ακόμη πιο ισχυρός, καθώς ορίζεται ότι, εάν το νομοθετικό σώμα απορρίψει την πρόταση νόμου που κατατέθηκε από τους πολίτες με συλλογή των απαιτούμενων υπογραφών, διενεργείται υποχρεωτικά δημοψήφισμα.

Στην Ελλάδα, μέχρι την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019 οι πολίτες στερούνταν πλήρως του δικαιώματος να καταθέτουν προτάσεις νόμου, καθώς η νομοθετική πρωτοβουλία αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο της κυβέρνησης και της βουλής. Ωστόσο, κατά την διαδικασία της τελευταίας αναθεώρησης και αφού είχε διατυπωθεί σχετικό αίτημα από κινήσεις πολιτών, εντασσόμενο στην γενικότερη προσπάθεια αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος, το σχετικό άρθρο 73 του Συντάγματος εντάχθηκε στις αναθεωρητέες διατάξεις με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ που πρότεινε την θέσπιση νομοθετικής πρωτοβουλίας πολιτών με την συλλογή 100.000 υπογραφών. Η πρόταση αναθεώρησης του εν λόγω άρθρου έγινε δεκτή συγκεντρώνοντας 168 ψήφους κατά την πρώτη ψηφοφορία και 171 ψήφους κατά την δεύτερη ψηφοφορία της ά φάσης της αναθεώρησης ( την στήριξαν ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΕΛΛ), αλλά σύμφωνα με το άρ. 110 του Συντάγματος για την καθιέρωσή της απαιτείτο πλειοψηφία 180 βουλευτών στην επόμενη αναθεωρητική βουλή.

Μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2019 η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ που έλαβαν μαζί 180 έδρες στην βουλή και μέχρι τότε είχαν αντιταχθεί σθεναρά σε κάθε πρόταση καθιέρωσης στο Σύνταγμα θεσμών άμεσης συμμετοχής των πολιτών, κατά τις εργασίες της αναθεωρητικής βουλής, αφού φρόντισαν να απορριφθούν όλες οι προτάσεις περί εισαγωγής θεσμών όπως τα υποχρεωτικά δημοψηφίσματα για κύρωση κάποιων διεθνών συμβάσεων, τα δημοψηφίσματα με πρωτοβουλία πολιτών για κρίσιμο εθνικό θέμα και για κατάργηση νόμου και τα τοπικά δημοψηφίσματα, αποφάσισαν να δεχθούν την πρόταση καθιέρωσης του θεσμού της νομοθετικής πρωτοβουλίας πολιτών με την εισαγωγή της παρ. 6 στο άρ. 73 του Συντάγματος, υπό τις προϋποθέσεις (α) να συγκεντρώνει τουλάχιστον 500.000 υπογραφές, (β) να μην αφορά θέματα δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας, και (γ) να μην έχουν κατατεθεί περισσότερες από 2 προτάσεις νόμου με πρωτοβουλία πολιτών ανά κοινοβουλευτική περίοδο. Η διάταξη, με αυτή την μορφή ψηφίστηκε τελικά από 254 βουλευτές, δηλαδή από την συντριπτική πλειοψηφία της βουλής.

Είναι προφανές ότι με την θέσπιση, αφενός του τόσο υπέρογκου αριθμού απαιτούμενων υπογραφών προκειμένου να συζητήσει την πρόταση η Βουλή (ενώ λ.χ. στην Ιταλία απαιτούνται 50.000), και, αφετέρου, των ακατανόητων επιπλέον απαιτήσεων οι προτάσεις νόμου να μην αφορούν δημοσιονομικά, εξωτερική πολιτική και άμυνα και να μην κατατίθενται άνω των δύο προτάσεων ανά κοινοβουλευτική περίοδο, η διάταξη της παρ. 6 άρ. 73 του Συντάγματος μοιάζει περισσότερο να τέθηκε προσχηματικά και να εμπαίζει τους πολίτες.

Ακόμη χειρότερος εμπαιγμός όμως αποδεικνύεται η προσθήκη του τελευταίου εδαφίου στην παρ. 6 του άρ. 73 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «νόμος ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρούσας παραγράφου». Και τούτο διότι με αυτή την διάταξη, μέχρι την θέσπιση του νόμου που θα ορίσει «τους όρους και της προϋποθέσεις εφαρμογής» της η διάταξη του άρ. 73 παρ. 6 του Συντάγματος δεν μπορεί να εφαρμοστεί !

Από την αναθεώρηση του Συντάγματος τον Νοέμβριο 2019 έχουν παρέλθει πλέον 2½ έτη. Στο διάστημα αυτό η κυβέρνηση έχει φροντίσει να διασαλεύσει την συνοχή της εννόμου τάξεως τροποποιώντας συνεχώς τους κώδικες και έχει καταθέσει στην Βουλή περισσότερα από 300 νομοσχέδια. Κανένα όμως εξ αυτών των νομοσχεδίων δεν είχε ως αντικείμενο τον νόμο που θα καθόριζε τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της παρ. 6 άρ. 73 του Συντάγματος περί νομοθετικής πρωτοβουλίας πολιτών.

Ωστόσο, το Σύνταγμα δεν είναι ένα κείμενο που η εφαρμογή του τίθεται προαιρετικά στην κρίση της εκάστοτε κυβέρνησης. Είναι ο θεμελιώδης νόμος της χώρας που υπερισχύει κάθε άλλης διάταξης νόμου. Η κυβέρνηση που έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δεν καταθέτει το νομοσχέδιο, αποτρέποντας έτσι πλαγίως την εφαρμογή του άρ. 73 παρ.6 του Συντάγματος, παραβιάζει την υποχρέωσή της να υπακούει το Σύνταγμα για το οποίο μάλιστα οι βουλευτές παρέχουν και σχετικό όρκο κατ’ αρ. 59 παρ.2 Σ. Ευθύνες για μη κατάθεση σχετικής πρότασης νόμου, έστω και ως μέσο πίεσης και ανάδειξης του θέματος, έχουν και τα πολιτικά κόμματα της μειοψηφούσας αντιπολίτευσης.

Η περιφρόνηση του Συντάγματος αναδεικνύει την καθεστωτική νοοτροπία των ασκούντων την εξουσία. Ανακαλεί στην μνήμη τους μονάρχες του 19ου αιώνα που παραχωρούσαν Σύνταγμα στον λαό, αλλά θεωρούσαν ότι οι ίδιοι ήταν πάνω και από τον λαό και από το Σύνταγμα.

Χρήστος Λυντέρης, δικηγόρος, διδάκτωρ νομικής, μέλος της Πρωτοβουλίας για Ριζική Συνταγματική Αλλαγή

  • Απόψεις και άλλες δηλώσεις που εκφράζονται από χρήστες και τρίτα μέρη (π.χ., bloggers) είναι αποκλειστικά δικές τους και δεν αποτελούν απόψεις της HuffPost Greece. Την ευθύνη για περιεχόμενο που δημιουργείται από τρίτα μέρη φέρουν αποκλειστικά τα μέρη αυτά.





ΠΗΓΗ