Κρίνοντας από τα αποτελέσματα προηγούμενων κύκλων συνομιλιών για το Κυπριακό, διαπιστώνεται ότι η τουρκική πλευρά κατέγραφε κέρδη όταν σε κομβικά σημεία κατέθετε νέες προτάσεις, αγνοώντας το πλαίσιο διαπραγμάτευσης και η ελληνική πλευρά παρέμενε προσκολλημένη στο διαπραγματευτικό κεκτημένο.
Δυστυχώς η συνεπής στάση της δικής μας πλευράς, όχι μόνον δεν εκτιμήθηκε όσο πιστεύαμε, αλλά, αντιθέτως, μας οδηγούσε προς τη λάθος κατεύθυνση γιατί ακριβώς ουσιαστικά είχε σαν αφετηρία μια δογματική προσκόλληση και προσέγγιση.
Την τακτική της τουρκικής πλευράς διευκόλυνε η στάση του ΟΗΕ και των άλλων εμπλεκόμενων δυνάμεων, οι οποίες ακολουθούσαν τη μέση γραμμή των θέσεων των δύο πλευρών.
Είναι με αυτό τον τρόπο που η τουρκική πλευρά μετακίνησε το διαπραγματευτικό κεκτημένο πιο κοντά στις θέσεις της από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα.
Όταν η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε αποδεχθεί τη δικοινοτική ομοσπονδία το 1977 και 1979, ο παραμερισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας και η παρθενογένεση ήταν εκτός συζήτησης.
Το ίδιο και τα συνιστώντα κράτη και η εκ περιτροπής προεδρία, τα οποία σήμερα η τουρκική πλευρά θεωρεί ως κεκτημένα.
Παρά τα πιο πάνω σαφή δεδομένα η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων θεωρούν ότι η ενδεδειγμένη στάση της πλευράς μας εν όψει της επικείμενης άτυπης Πενταμερούς είναι η προσκόλληση στο διαπραγματευτικό πλαίσιο ως είχε το 2017 στο Κρανς Μοντάνα.
Από την άλλη τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου ενώ ασκούν κριτική δεν έχουν καταθέσει ξεκάθαρη εναλλακτική πρόταση.
Είναι καθοριστικής σημασίας να αξιολογηθούν επαρκώς τα δεδομένα τόσο από στρατηγικής όσο και από τακτικής πλευράς.
Θεωρώ αδύνατο να υπάρξει κατάληξη σε ένα νέο πλαίσιο διαπραγμάτευσης το οποίο θα είναι θετικό για εμάς.
Τουλάχιστον ας εργαστούμε για να μην υπάρξει οποιαδήποτε επίρριψη ευθυνών στην πλευρά μας για τυχόν συνέχιση του αδιεξόδου.
Παράλληλα πρέπει να διερωτηθούμε κατά πόσον μας αρκεί η επαναβεβαίωση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας και του διαπραγματευτικού κεκτημένου.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ίσως υπάρξουν πανηγυρισμοί. Θα πρόκειται όμως για μια Πύρρειο νίκη. Γι’ αυτό είναι καθοριστικής σημασίας να υπάρξει προσπάθεια για εμπλουτισμό της υφιστάμενης διαδικασίας.
Η πλευρά μας θα πρέπει να καταθέσει ιδέες-κατευθυντήριες γραμμές για την τελική διευθέτηση καθώς και εισηγήσεις για ουσιαστικά μέτρα, τα οποία μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα στα πλαίσια μιας εξελικτικής προσέγγισης.
Τη φιλοσοφία αυτή ενστερνιζόμουν ακόμα και πριν από το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν, καταθέτοντας γραπτώς θέσεις και εισηγήσεις.
Στην πορεία του χρόνου και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εξελίξεις προέβαινα σε επικαιροποίηση των θέσεων αυτών.
Στην παρούσα συγκυρία έχω ήδη καταθέσει συγκεκριμένες εισηγήσεις (βλέπε Κείμενο Πολιτικής (δεύτερη έκδοση) Ανδρέας Θεοφάνους, Τι Πρέπει να Καταθέσουμε στην Πενταμερή – Τα ιστορικά γεγονότα και η ανάγκη για αφήγημα).
Η φιλοσοφία-πολιτική αυτή δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ. Αντίθετα είναι η συμβατική φιλοσοφία για διακοινοτικές συνομιλίες υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία που έχει ακολουθηθεί και εφαρμοστεί πιστά όλα αυτά τα χρόνια.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος η πολιτική αυτή όχι μόνο έχει εξαντλήσει τα όρια της αλλά και έχει αποτύχει.
Και θα ήταν μέγα σφάλμα η απάντηση της δικής μας πλευράς στην εμμονή της Τουρκίας για λύση δύο κρατών να είναι η επαναβεβαίωση της λύσης για διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία.
Αυτό είναι που θα επιδιώξει ητουρκική πλευρά αλλά με τους όρους της καθώς και τη δική της ερμηνεία. Θα είναι ουσιαστικά μια ρύθμιση που θα υπηρετεί τις στοχεύσεις της για διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Θεωρώ τραγικό να υπάρχει προσκόλληση σε μια φιλοσοφία/πολιτική που εάν τελικά επιτύχει θα μας οδηγήσει σε επιδείνωση του status quo.
Ο Πρόεδρος θα πρέπει να τολμήσει να τονίσει το αυτονόητο: Ότι σε μια ομοσπονδιακή διευθέτηση θα διασφαλίζεται η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πέραν τούτου, στο θέμα της πολιτικής ισότητας δεν είναι δυνατό να υπάρξει άλλη διατύπωση από αυτήν που προβλέπεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Πάνω απ’ όλα είναι σημαντικό να ξεκαθαριστεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να λειτουργεί ως κανονικό κράτος μετά τη λύση.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.