Παρακολουθώ με έντονο ενδιαφέρον, αλλά ενίοτε και απογοήτευση τις συζητήσεις για τα εξοπλιστικά προγράμματα των ενόπλων δυνάμεων. Στην πλειονότητα των δημοσιευμάτων διακρίνω μια επιφανειακή προσέγγιση και προσκόλληση στην παραπλανητική αντιπαραβολή τεχνικών χαρακτηριστικών και δυνατοτήτων παρεχομένων από τους κατασκευαστές. Το χειρότερο όμως διακρίνω μια εμμονή στην «μια και μοναδική αλήθεια» που ο κάθε αναλυτής παραθέτει, με έντονες αιχμές για όσους δεν αντιλαμβάνονται την προφανή (κατά τον γράφοντα) σωτήρια επιλογή. Αν ανταπεξέλθουμε τα δημοσιεύματα τα οποία για λόγους σκοπιμότητας προκρίνουν μια συγκεκριμένη λύση, αρκετά εκ των υπολοίπων (καλών προθέσεων) βασίζονται στην έντονη επιθυμία άμεσης και οικονομικής απόκτησης ενός «υπερόπλου» που θα καλύπτει το σύνολο των επιζητούμενων αποστολών σε ξηρά, θάλασσα και αέρα. Συχνά, το συγκεκριμένο «υπερόπλο» δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί ή το κόστος του (πρόσκτησης αλλά και υποστήριξης) είναι απαγορευτικό για την απόκτηση των απαιτούμενων αριθμών.

Με ανάμεικτα συναισθήματα παρατηρώ επίσης και τις προτροπές, δηλώσεις και αφορισμούς για την κατασκευή εθνικού «πλοίου», «τυφεκίου», «άρματος», «αρβήλου» κλπ. Φυσικά στεναχωριέμαι αφάνταστα όταν βλέπω την πρόοδο της γειτονικής Τουρκίας στο τομέα της αμυντικής αυτάρκειας αλλά ακόμη περισσότερο στεναχωριέμαι γιατί δεν μπορούμε να αντιγράψουμε (σε όποιο βαθμό είναι συμβατές και χρήσιμες) τις δικές της μεθόδους. Οι γείτονες «μπουνταλάδες» δεν ξύπνησαν μια ωραία ημέρα λέγοντας ότι βρήκαμε λεφτά άρα μπορούμε να προχωρήσουμε στην κατασκευή τουρκικού (πχ) μαχητικού αεροσκάφους. Αντίθετα φρόντισαν 30 χρόνια πριννα προχωρήσουν στην εγχώρια κατασκευή μικρών αρχικά απαρτίων και συναρμολόγηση μεγαλυτέρων, αναλαμβάνοντας σημαντικό υποκατασκευαστικό έργο. Σταδιακά το υποκατασκευαστικό έργο μεγεθύνθηκε και η εισρέουσα τεχνογνωσία επέτρεψε την ανάληψη σχετικά αυτόνομων προγραμμάτων. Η σταδιακή αυτή ανοδική πορεία ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιου σχεδιασμού, μεθοδικών κινήσεων, πετυχημένων διαπραγματεύσεων με δέλεαρ την επίδειξη ενδιαφέροντος για παραγγελίες μεγάλης κλίμακος (συνήθως μη υλοποιήσιμες) αλλά και μιας συνεχούς κρατικής χρηματοδότησης έστω και σε βάρος του προϋπολογισμού. Να επισημάνουμε ότι πραγματικά «εθνικά» κύρια οπλικά συστήματα ίσως μόνο μια πεντάδα κρατών παγκοσμίως κατασκευάζουν.

Ας μη παρασυρόμαστε λοιπόν με την επιδίωξη κατασκευής «εθνικών» κυρίων οπλικών συστημάτων, στόχο που είναι ανέφικτος (με την έννοια της ελληνικής κατασκευής στο 100% του συστήματος και των υποσυστημάτων που αυτό φέρνει) αλλά και ενδεχομένως οικονομικά ασύμφορη η υλοποίηση τους. Πιθανόν η εξασφάλιση συμπαραγωγών ή συμμετοχής σε υπερεθνικά προγράμματα να είναι πλέον συμφέρουσες λύσεις. Οπωσδήποτε κάθε «προϊόν» απαιτεί διαφορετική αντιμετώπιση ενώ ζωτικής σημασίας είναι η δυνατότητα εγχώριας παντοειδούς υποστήριξης, αποκατάστασης βλαβών και εκτέλεσης ανακατασκευών που αναμένεται να απαιτηθούν στη διάρκεια της ζωής του. Συχνά, η ύπαρξη των αναγκαίων και πανάκριβων συγκροτημάτων επισκευών και υποστήριξης, μαζί με το «knowhow» είναι αυτά που θα μας δώσουν την αναγκαία (μερική) αυτάρκεια και ικανότητα άμεσης αντιμετώπισης των προβλημάτων, διασφαλίζοντας τη μελλοντική επέκταση των ικανοτήτων μας.

Φυσικά υπάρχουν συστήματα για τα οποία η ελληνική κατασκευή είναι επιχειρησιακά επιβεβλημένη, εφικτή, μακροχρόνια συμφέρουσα οικονομικά και σημαντική από πλευράς απόκτησης τεχνογνωσίας. Κάθε όμως περίπτωση απαιτεί διαφορετική αξιολόγηση και προσέγγιση ενώ συχνά οι επιλογές ενός συστήματος επηρεάζουν σε σημαντικότατο βαθμό κάποια άλλα προγράμματα προετοιμάζοντας το έδαφος για την υλοποίηση ενός μεγαλύτερου βήματος. Αυτή βέβαια η μακροχρόνια σχεδίαση και αλληλοϋποστήριξη δεν μπορεί να επιτευχθεί όταν προχωράμε-όπως συνήθως -σε προμήθειες με διαδικασίες υπερεπείγοντος για κάλυψη των πραγματικά επιτακτικών και ανεύθυνα παραμελημένων αναγκών. Σίγουρα η εθνική αυτάρκεια είναι βασικός στόχος αλλά πρωταρχικός είναι η απόκτηση συστημάτων που θα εξασφαλίσουν άμεσα την αποτροπή ενώ παράλληλα θα υποστηρίζουν, μεθοδικά και σταδιακά, την επέκταση των εγχώριων δυνατοτήτων. Χρειάζεται όμως ρεαλισμός, επαγγελματισμός, όραμα και μεθοδικότητα και κυρίως ορθή αντίληψη του ρίσκου και συνεπειών που συνεπάγεται κάθε απόφαση μας.

Ταυτόχρονα θα πρέπει -υπό την πίεση του χρόνου- να εξασφαλίσουμε την κάλυψη των επιχειρησιακών μας απαιτήσεων με την προμήθεια των πλέον αποτελεσματικών μέσων και το χαμηλότερο κόστος (costeffective). Για παράδειγμα το κόστος μιας φρεγάτας ίσως ανεβαίνει υπερβολικά αν θέλουμε να εκτοξεύει και τα λεγόμενα «στρατηγικά βλήματα». Επίσης, αν τελικά επιλέξουμε την ικανότητα εκτόξευσης «στρατηγικών βλημάτων» μάλλον θα πρέπει να περιορίσουμε κάποια άλλη ικανότητα του πλοίου. Μερικές χώρες επιτελούν αυτήν την αποστολή με υποβρύχια ή αεροσκάφη. Εμείς διαθέτουμε αμφότερα.

Συχνά αναφερόμαστε στην ανάγκη προμήθειας μονάδων του στόλου με δυνατότητες αντιαεροπορικής αμύνης περιοχής και πολύ ορθά καθώς η Ανατολική Μεσόγειος είναι ζωτικός χώρος του Ελληνισμού. Είναι όμως άραγε εφικτός σήμερα (και τα επόμενα 30-40 χρόνια) ο ασφαλής πλους παρόμοιων πανάκριβων σκαφών μεταξύ Κύπρου και Κρήτης, εκτεθειμένα στα συνεχώς αναπτυσσόμενα antiship κατευθυνόμενα βλήματα από παντοειδείς φορείς; Θα μπορούν άραγε να επιβιώσουν σε επιθέσεις κορεσμού αεροσκαφών, βλημάτων και UAVs που θα επιχειρούν από τις γειτονικές ακτές της Μικράς Ασίας; Μήπως αντί του πανάκριβου ίσως και ουσιαστικά αδύνατου ελέγχου περιοχής, είναι σκόπιμο να επικεντρωθούμε στην απαγόρευση πρόσβασης του αντιπάλου στην περιοχή (AntiAccess/AreaDenial); Ποια άραγε ικανότητα είναι πρωταρχικής σημασίας για μια φρεγάτα: η ανθυποβρυχιακή άμυνα, η αντιαεροπορική άμυνα ή η ικανότητα επιβίωσης σε επιθέσεις κορεσμού; Μήπως οι ρόλοι και οι ικανότητες πρέπει να μοιραστούν μεταξύ διαφορετικών τύπων πλοίων ή ακόμη και κάποιοι να αναληφθούν από άλλα μέσα; Σε τελική ανάλυση τα περισσότερα κύρια οπλικά συστήματα είναι απλώς φορείς δεκάδων υποσυστημάτων, η επιτυχής συνδιαχείριση των οποίων απογειώνει την ισχύ του φορέα ενώ η δυσλειτουργία ή ακαταλληλότητα (με την έννοια της λανθασμένης επιλογής) ενός εξ αυτών, θέτει σε κίνδυνο την κύρια μονάδα.

Αντί όλων αυτών των βασικών ερωτημάτων, ωθούμενοι από την λαχτάρα μας για την εξασφάλιση του βέλτιστου οπλικού συστήματος, παρασυρόμαστε από χιλιάδες ενδιαφέρουσες τεχνικές λεπτομέρειες και περιγραφές, καθιστάμενοι όλοι μας ειδήμονες. Η συνθετότατα των προβλημάτων φαίνεται ιδιαίτερα στο πρόγραμμα προμήθειας νέων φρεγατών (επιβαρυνόμενο με την αναγκαιότητα «ενδιάμεσης λύσης» και αναβάθμισης των φρεγατών τύπου Meko) για αυτό και τα περισσότερα παραδείγματα μου εστιάστηκαν σε αυτήν την κατεύθυνση. Παραπλήσια όμως προβλήματα υπάρχουν και σε δεκάδες άλλα προς προμήθεια συστήματα.

Σεβόμενος τον χώρο, δεν ανέφερα τίποτα για θέματα ανάπτυξης της αμυντικής βιομηχανίας, χρόνους παράδοσης των συστημάτων, ενδεχόμενα πολιτικά ανταλλάγματα, μακροχρόνιες επιλογές και οικονομικές πτυχές, που καθιστούν τα διλήμματα πολλαπλασίως συνθετότερα. Απλά περιορίστηκα στα επιχειρησιακά θέματα και ερωτήματα.

Αναφορικά με τα επιχειρησιακά διλήμματα και τις αντίστοιχες επιλογές είναι βέβαιο ότι οι Κλάδοι των Ενόπλων Δυνάμεων διαθέτουν την εμπειρία, την τεχνογνωσία και το σύνολο των στοιχείων-πληροφοριών για να προχωρήσουν στην βέλτιστη διακλαδική επιχειρησιακή επιλογή οπλικών συστημάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν οι καλώς εννοούμενες και αναπόφευκτες διαφοροποιήσεις επιχειρημάτων και επιλογών, εντός του κάθε Κλάδου. Ούτε μπορεί να αποκλειστεί ότι η ταχύτατα αναπτυσσόμενη τεχνολογία δεν θα καταστήσει την υπό τα σημερινά δεδομένα, βέλτιστη απόφαση προμήθειας, λιγότερο επιτυχή για το μέλλον.

Να μη λησμονούμε ότι η πολεμική μας ιστορία καταδεικνύει περίτρανα ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν δίστασαν να καινοτομήσουν με επιτυχία στα πεδία των μαχών με χρήση νέων τακτικών και οπλικών συστημάτων που ούτε οι ίδιοι οι κατασκευαστές τους δεν είχαν ακόμη αξιοποιήσει. Σε τελευταία όμως ανάλυση η νίκη, ακόμη και σήμερα -σε περίπτωση αναμέτρησης σχετικά ισοδύναμα εξοπλισμένων αντιπάλων- επιτυγχάνεται με την ορθή επιχειρησιακή και τακτική σχεδίαση και χρήση όλων των μέσων και μονάδων, τον επαγγελματισμό-εκπαίδευση και την γενναιότητα του προσωπικού.





ΠΗΓΗ