Για το νέο νόμο περί ΑΕΙ γράφτηκαν πολλά, από τα οποία ξεχώρισα τα πιο ενδιαφέροντα κατ’ εμέ κείμενα.1 Σήμερα, με αφορμή αυτή τη συζήτηση, θα ήθελα να επεκταθώ σε ένα γενικότερο φαινόμενο της πολιτικής μας κουλτούρας. Δεν θα ασχοληθώ με τις νομικές πτυχές του λεγόμενου ‘ασύλου’.

Για μια ακόμα φορά η δημόσια διαβούλευση για κάποιο ζήτημα στην Ελλάδα αποκαλύπτει ότι δεν γίνεται για το συγκεκριμένο ζήτημα. Για μια ακόμη φορά, όποιο και να είναι το θέμα στον δημόσιο βίο, αποδεικνύεται ότι συζητούμε για τη σχέση μας με τον Νόμο. (Για μια ακόμη φορά χρησιμοποιώ κεφαλαίο, αφού το πρόβλημά μας δεν είναι ο εξωτερικός νόμος αλλά ο ψυχικός, (Δείτε σχετικό άρθρο εδώ).

Ότι χρειάστηκε ένας νόμος για την προστασία των πανεπιστημίων μπορούμε να τό ονομάσουμε κατάντημα –καμία αντίρρηση. Αυτό που δεν έχω ακούσει να τονίζεται είναι ότι αποτελεί κατόρθωμα της εγχώριας Αριστεράς και του επέκεινα αυτής. Έτσι θα μείνει στην ιστορία, ως επίτευγμά της, ως απόρροια της ανομίας της.

Ακόμη και τώρα, που όλοι πια γνωρίζουν και καταλαβαίνουν, διάτρητη ως προς τις προθέσεις της, αυτή πασχίζει να στριμώξει έναν κακοχωνεμένο Φουκώ μέσα στα αστικά προσχήματα ώστε να μη δίνει διαπιστευτήρια απροκάλυπτης ανατροπής.

Έτσι λοιπόν κάθε παρέμβαση του κράτους είναι ‘επιτήρηση’ και καταστολή. Αφού η Αστυνομία είναι εξ ορισμού κακή, πώς είναι ανεκτό να θεσμοθετούμε επέκταση της δράσης της; (Άλλωστε απουσιάζει και το έννομο συμφέρον τους, αφού από το 1974 και μετά δεν κινδύνεψαν ποτέ οι ίδιοι μέσα στα πανεπιστήμια!).

Δεν ξέρω αν οι αναγνώστες έχουν ποτέ σκεφθεί ποιος θεωρείται ο πλέον ‘ιερός’, ”άβατος”, ”άσυλος” κτλ. χώρος στην Ελληνική επικράτεια. Θεσμικά είναι απλή η απάντηση: το Άγιον Όρος.

Με κατοίκους μοναχούς, εργαζόμενους, και επισκέπτες, και με δεδομένη την ιδιόμορφη φύση της αποστολής του, το τελευταίο που θα περίμενε κανείς να συναντήσει εκεί είναι η Αστυνομία.

Και όμως υπάρχει, μαζί με άλλες δημόσιες υπηρεσίες (Λιμενικό, Τελωνείο, Ταχυδρομείο), ως φυσική απόρροια του γεγονότος πως η χερσόνησος του Άθω αποτελεί αυτοδιοίκητο μεν, τμήμα της επικράτειας δε.

Οπότε η έννομη τάξη προστατεύει την ασφάλεια ως αυτονόητη αξία. Ακόμη και σε περιοχή όπου το αυτοδιοίκητο βρίσκει το πληρέστερο περιεχόμενό του, αφού το Άγιον Όρος διαθέτει τα δικά του νομοθετικά και εκτελεστικά όργανα.

Παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον η απαίτηση της αριστερής μερίδας του πολιτικού φάσματος να μην έχει καμία σχέση η Αστυνομία με τα πανεπιστήμια. Και τούτο διότι αποδεικνύει την άκρα ιεροποίηση την οποία τούς επιφυλάσσει. Ζητά μεταχείριση προνομιακότερη και από το Άγιον Όρος!

Μια ακόμη απόδειξη του θρησκευτικού χαρακτήρα της Αριστεράς για τον οποίο τόσες ομοιότητες έχουν επισημανθεί (ταμπού, μεσσιανικότητα, ‘ιερατεία’, ‘γραφές’, ‘αφορισμός’ κ.ο.κ.). Απαιτεί έναν χώρο ‘καθαρό’, τον οποίο δεν θα βεβηλώνει η παρουσία των ‘ακάθαρτων’, δηλαδή των ένστολων δυνάμεων του κακού. Καθόλου παράξενο που έχει τόσο κακές σχέσεις με την αποτελεσματικότητα –η μεταφυσική δεν πρέπει να ξεπέφτει τόσο χαμηλά!

Αν κάποια στιγμή (υποθετικό παράδειγμα) ένας επισκέπτης σε αγιορείτικη μονή επιτεθεί σε κάποιον ή τόν ληστέψει κτλ., και εκείνος καλέσει την Αστυνομία, δεν απαιτείται άδεια του ηγουμένου της μονής για να μπουν οι αστυνομικοί μέσα. Θα κάνουν τη δουλειά τους όπως θα τήν έκαναν παντού μέσα στη χώρα. Στα πανεπιστήμια μέχρι τώρα, όμως, έπρεπε να δώσει άδεια ο πρύτανης ή κάποιο συμβούλιο! Και ακριβώς γι’ αυτό δεν μπήκαν ποτέ, ούτε όταν καίγονταν έργα τέχνης, ούτε όταν βιαιοπραγούσαν κατά καθηγητών, ούτε όταν διακινούσαν ναρκωτικά.

Ιδού η τραγωδία όσων επικαλούνται το παρελθόν αλλά ξέχασαν γιατί. Τη δεκαετία του 60 το φοιτητικό κίνημα αγωνιζόταν στους δρόμους για τη νομιμότητα, απέναντι στο κράτος και στο παρακράτος της Δεξιάς, ουσιαστικά για εφαρμογή του Συντάγματος. Στην πρωτοποριακή γενιά του 1-1-4 θα τούς φαινόταν αδιανόητος μηδενισμός κάποιοι απλώς ‘να τά σπάνε’.

Αντίθετα, στη μεταπολίτευση το φοιτητικό κίνημα συχνά αγωνίζεται για να μην υπερισχύσει η νομιμότητα! Για να αναγνωριστεί ντε φάκτο η προνομιακή του ιδιότητα. Για να μην υφίσταται ‘κοινωνικό συμβόλαιο’. Για να λησμονηθούν αρχές που διατύπωσαν ο Χόμπς, ο Τοκβίλ, ο Ρώλς.

Είναι ξεκάθαρο: η δυσκολία μας με τον Νόμο είναι πρωτίστως ψυχολογική. Δευτερευόντως αναπτύσσουμε ιδεολογικά επιχειρήματα, ακριβώς για να μηφανερωθεί πως έχουμε, ως κοινωνία, βαθύ ρήγμα απέναντι στη νομιμότητα.

Και γι’ αυτό εξευτελίσαμε την Αριστερά ως ελπίδα, όπως επίσης και την έννοια της πολιτικής ανυπακοής. Κατά την πάγια και γνώριμη νεοελληνική επιδεξιότητα να εξευτελίζουμε οτιδήποτε σοβαρό πιάνουμε στα χέρια μας.

Η πολιτική ανυπακοή της Ρόζα Πάρκς απέβλεπε στην επέκταση της ισότητας, ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματος. Όταν ο αριστερός ιστορικός Χάουαρντ Ζίνν με τη γυναίκα του διαδήλωναν μαζί με τους μαύρους και διανυκτέρευαν στα αστυνομικά τμήματα, συνειδητά και εν γνώσει των συνεπειών αντιστέκονταν στο κράτος προκειμένου να συμπαρασταθούν ‘στης γης τους κολασμένους’ (βλ. Αυτοβιογραφία, εκδ. Αιώρα).

Ακριβώς αντίθετα, οι καταδρομικές επιθέσεις και καταστροφές στα πανεπιστήμιά μας αποτελούν δήθεν ‘αντικρατικές ασκήσεις’ τις οποίες πληρώνουν αθώοι συμπολίτες των δραστών. Στην πραγματικότητα αποβλέπουν στη διαρκή υπενθύμιση, μέσω της τρομοκρατίας, ότι δεν είμαστε όλοι ίσοι!

Σπάζοντας υπολογιστές με εργασίες ερευνητών, ‘χτίζοντας’ πόρτες, ‘απαλλοτριώνοντας’ δημόσια περιουσία για αποθήκευση όπλων και κατασκευή βομβών, κατεβάζοντας βιτρίνες γύρω από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο και ξανατρυπώνοντας στην ασφάλειά του, ακυρώνοντας εκδηλώσεις με ξένους ομιλητές, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να υπενθυμίζουν ποιος είναι το αφεντικό στον μικρόκοσμό τους. Τη γλώσσα της ακατέργαστης εξουσίας μιλούν.

Φαντασιώσεις μιας καρικατούρας επανάστασης; Ναι. Αλλά γιατί το κοινωνικό σώμα να μένει έρμαιο των ενορμήσεων κάποιων;

Άλλοτε που ελάχιστοι σπούδαζαν έξω και ταξιδεύαμε με συνάλλαγμα, έβρισκε κάποια στοιχειώδη βάση η επίκληση της Ελληνικής ιδιαιτερότητας, αφού κανείς δεν είχε δει από κοντά τα Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Τότε παθολογία των χώρων αυτών ήταν μόνο η ιδεοληψία τους.

Τώρα η νόσος έγινε χειρότερη. Τα ασκέρια των βανδαλισμών, μαζί με τους κοινοβουλευτικούς συνηγόρους τους, όχι μόνο αρνούνται να δουν αυτό που όλοι βλέπουν, αλλά αξιώνουν να βλέπουν όλοι μόνο ό,τι (θέλουν να) βλέπουν οι ίδιοι.

Απαιτούν να χαλάσει ο εγκέφαλος όλων γινόμενος όπως ο δικός τους. Η αξιοθρήνητη συμπεριφορά των πρυτάνεων απέναντι στο νομοσχέδιο έδειξε πόσο βαθύ είναι το καρκίνωμα. Αρρώστια τώρα είναι η έλλειψη ντροπής και η απουσία ενσυναίσθησης. Δεν τούς ενοχλεί που η Ελληνική περίπτωση δεν βρίσκει όμοιά της ούτε σε υπανάπτυκτες χώρες…

Δεν πρόκειται απλώς για πολιτική ανευθυνότητα. Δεν εξαντλείται το πρόβλημά μας στο ότι δεν έχουμε ξεκαθαρίσει τι Αστυνομία θέλουμε, όπως (σωστά αλλά) χλιαρά αρκούνται να επαναλαμβάνουν κατά καιρούς πολλοί. (Σίγουρα δεν θα είναι η Αμερικανική, που πρώτα πυροβολεί και κατόπιν ρωτάει). Η βαθειά πολιτισμική μας αναπηρία, κατά την απαράμιλλη ειρωνεία της Ιστορίας, εμφανίζεται στη χώρα εκείνη που καυχάται ότι αποτέλεσε τη μήτρα της ανθρωπιστικής σκέψης και την πρώτη δημοκρατία του κόσμου.

Είναι αναμφισβήτητο πως οι παθολογίες της πολιτικής και της δημοκρατίας είναι πλέον παγκόσμιες. Σ’ εμάς όμως προστίθεται η ατυχία να επικάθηνται πάνω σε τρεις εγχώριες στρεβλές συνθήκες: α) στην καχεξία της κοινωνίας των πολιτών, β) στην φτωχή θεσμική συνείδηση, και γ) σε μια καρικατούρα επανάστασης. Τι σύμπτωση! Και τα τρία αφήνουν χώρο για ασυδοσία της ατομικής βούλησης και για αποθέωση της ταυτοτικής διεκδίκησης…

Ανίερες συμμαχίες! Το μεταμοντέρνο ακυρώνει τον Νόμο, οπότε συμπράττει παράδοξα με το προνεωτερικό το οποίο δεν έχει ακόμη αποδεχτεί τον Νόμο!

Έγραψε ο Τάκης Θεοδωρόπουλος: «Το πρόβλημα με τη σκέψη της μετανεωτερικότητας είναι ότι δεν έχει τα χαρακτηριστικά της σκέψης έτσι όπως τά χάραξαν οι Έλληνες, και στη συνέχεια ολόκληρος ο Δυτικός πολιτισμός. Κοινώς, δεν είναι σκέψη ορίων. Με τη βουλιμική της αλαζονεία καταπίνει τα όρια χώρου και χρόνου. Η επικαιρότητα της τραγικής σκέψης συνίσταται στην αποκατάσταση των ορίων» (https://www.kathimerini.gr/opinion/1071334/i-epikairotita-ton-tragikon).

Ελλείπει η αίσθηση πως υπάρχει και ο άλλος: μια παραλλαγή της άρνησης της αρχής της πραγματικότητας. Κατ’ εξοχήν οι αλήθειες αυτές βρίσκουν εφαρμογή στον σύγχρονο καταναλωτισμό. Αλλά ταυτόχρονα και σε όσους καταναλώνουν αυτάρεσκα την ιδεατή τους εικόνα. Θυμηθήτε το γραφικό εκείνο φοιτητικό γκρουπούσκουλο που διαδήλωνε κατά την περσινή καραντίνα με αίτημα, λόγω των ειδικών συνθηκών, «να περαστούν» (ναι, έτσι έγραφε το πανό!) όλα τα μαθήματα σε όλους τους φοιτητές! Στη δική τους αναπηρία προστίθεται ο μιθριδατισμός μιας κοινωνίας που προσπέρασε το φαινόμενο χωρίς σχολιασμό και αντίδραση.

Με άλλα λόγια, στον τόπο μας η δημοκρατία, ως γέννημα της Νεωτερικότητας, κινδυνεύει από Συμπληγάδες: καθυστερημένη και ανώριμη πολιτική κουλτούρα από τη μια, αυτιστικές βολονταριστικές διεκδικήσεις από την άλλη. Υπάρχει λύση;

Αφήνω να περιγράψει αυτό το πολιτικό όραμα η σχεδόν ελευθεριακή πέννα της Σώτης Τριανταφύλλου: «Ο πολιτικός στόχος είναι να δημιουργηθεί κάτι καινούργιο που να διαρρηγνύει τη μακρά και μη αναγνωρισμένη παράδοση της πολιτικής εγκληματικότητας. Η ‘μέση οδός’ που υποδεικνύει ο Bobbio δεν είναι ακριβώς ‘μέση’ – είναι η πλήρης απόρριψη των άκρων και η αναβίωση των αρχών του Διαφωτισμού τον οποίον λησμόνησε το κίνημα του tiers-mondisme (τριτοκοσμικότητας) παρασύροντας ολόκληρη την Αριστερά» (https://bookpress.gr/stiles/pillow-books/3625―lr).

Ασχέτως αν συμμερίζεται κανείς την ιδέα του ‘κέντρου’ ή όχι (δεν βρίσκεται σε αυτό η σημασία του σχολίου), το ζητούμενο εδώ είναι πάλι ο αποκηρυγμένος Διαφωτισμός. Ομολογώ ότι δεν είχα ποτέ φαντασθεί ότι, με την κατάσταση της κοινωνίας μας, θα έφθανε κάποτε να έχει ανάγκη από τη συνηγορία ενός κληρικού…

 





ΠΗΓΗ